Σελίδες

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

H Komintern (Γ' Κομμουνιστική Διεθνής) & το Μακεδονικό Ζήτημα.


Του Άρη Δ. Τσιούμα

Εισαγωγή
Το Μακεδονικό αποτελεί αρχικά ένα μεγάλο κομμάτι του ανατολικού ζητήματος.[1] Με την χρήση του όρου «ανατολικό ζήτημα» μπορούμε να περιγράψουμε τα προβλήματα που προέκυψαν με την «αναδίπλωση» του «Μεγάλου ασθενούς», - της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- από τα Ευρωπαϊκά εδάφη που κατείχε, και την συνακόλουθη ανάδειξη των εθνικών ανταγωνισμών των νέων κρατών της Βαλκανικής, οι οποίοι επίδικο είχαν την αναδιανομή των εδαφών της. Το Μακεδονικό ζήτημα προκύπτει ως κομμάτι του Ανατολικού Ζητήματος με την ταυτόχρονη αφύπνιση του Βουλγάρικου εθνικισμού στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα.[2] Σε επόμενες χρονικές περιόδους και μετά την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 [3] και τη διεξαγωγή του Α’ Βαλκανικού Πολέμου με τον οποίο εγκαταλείπει οριστικά η Οθωμανική Αυτοκρατορία τη Μακεδονία, το Μακεδονικό παύει να αποτελεί κομμάτι του Ανατολικού Ζητήματος εξακολουθεί όμως να υφίσταται ως αυτόνομο ζήτημα που τίθεται πλέον υπό νέους όρους.


Σκοπός της εργασίας είναι να ασχοληθεί με μια περίοδο του Μακεδονικού, η οποία φέρει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και αποτελεί μια ιδιαίτερη φάση του ζητήματος. Πιο συγκεκριμένα, χρονικά η περίοδος με την οποία ασχολούμαστε καλύπτει το μεσοπόλεμο (1919-1939), και έχει να κάνει με την δυναμική είσοδο στην πολιτική -και γεωπολιτική- της περιοχής των Βαλκανίων, του κομμουνιστικού παράγοντα ειδικά μετά την Ρωσική Επανάσταση του 1917.[4] Ειδικότερα μας απασχολούν οι πολιτικές που χάραξαν οι φορείς της κομμουνιστικής ιδεολογίας και πολιτικής στα Βαλκάνια μέσα από την επιρροή που άσκησε και τον ευρύτερο ρόλο που έπαιξε η Γ’ Κομμουνιστική Διεθνής, η Κομιντέρν[5], στη διαμόρφωση των θέσεών τους γύρω από το Μακεδονικό ζήτημα.


Ειδικότερα στην Ελλάδα το ζήτημα έχει βρεθεί στο επίκεντρο διαφόρων αναλύσεων. Δυστυχώς αυτή η ενασχόληση με το θέμα δεν προέκυψε ως παράγωγο της ανάγκης για μια ψύχραιμη ιστοριογραφική προσέγγιση των συμβάντων, αλλά περισσότερο ως εκφυλισμένο παράγωγο των πολιτικών παθών που ταλάνισαν μετεμφυλιακά τη χώρα. Τα πολιτικά πρόσημα που συνοδεύουν διάφορες εργασίες επισκιάζουν την πραγματικότητα και θολώνουν το τοπίο. Το σκηνικό θα αλλάξει άρδην με την ανάπτυξη των εργαλείων της σύγχρονης ιστοριογραφίας, την σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού αλλά κυρίως λόγω του ανοίγματος και της μελέτης σημαντικών αρχείων που σχετίζονται με το υπό εξέταση ζήτημα και τα οποία το φωτίζουν πολύπλευρα[6]. Εδώ βέβαια θα πρέπει σε αντιδιαστολή να σημειώσουμε ότι το θέμα δεν έχει εξαντληθεί αφού υπολείπεται το άνοιγμα ορισμένων ακόμα σημαντικών αρχείων προερχόμενων από το ελληνικό ΚΚ και αυτό της Μακεδονίας ώστε να έχουμε μια ακόμη πιο ολοκληρωμένη εικόνα επί του θέματος. 

Προσθήκη λεζάντας
 


Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι έχουμε στα χέρια μας έναν αρκετά μεγάλο όγκο πληροφοριών ο οποίος αναδείχθηκε μέσω των εργασιών προηγούμενων μελετητών[7] ώστε να επιχειρήσουμε μια εποικοδομητική προσέγγιση στο ζήτημα εξετάζοντας το με σφαιρικότητα.


Πιο συγκεκριμένα, πάνω σε αυτή τη βάση οριοθετούνται και οι στόχοι της συγκεκριμένης εργασίας. Στα πρώτα κεφάλαια δίνεται μια περιγραφή της πολιτικής κατάστασης στα Βαλκάνια και την Ευρώπη την περίοδο πριν το μεσοπόλεμο. Έπειτα παρακολουθούμε την ίδρυση της Κομιντέρν και την ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Τέλος επεξεργαζόμαστε τις πολιτικές θέσεις που υιοθετούν για το Μακεδονικό Ζήτημα τα διεθνή όργανα των κομμουνιστών (Κομιντέρν, ΒΚΟ) και πώς αυτές επηρεάζουν την ανάλογη πολιτική πάνω στο εθνικό ζήτημα των κατά τόπους ΚΚ, και πιο συγκεκριμένα της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας, ανά περίοδο. Σε αυτό το σημείο η δομή της εργασίας παίρνει καθαρά χρονολογικό χαρακτήρα, διατρέχοντας τις φάσεις του ζητήματος καθ’ όλη την περίοδο του μεσοπολέμου.


Τα απαραίτητα συμπεράσματα καθώς και κάποιες φωτογραφίες σημαντικών προσώπων της περιόδου ολοκληρώνουν αυτήν την εργασία πάνω στη Κομιντέρν και το ρόλο της στο Μακεδονικό ζήτημα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.


1. Η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια μέχρι το μεσοπόλεμο. (1900-1919)


Η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα θα βρει μια Ευρώπη όπου οι άφθονες ποσότητες εθνικισμού σε συνδυασμό με τα συγκρουόμενα όσο και τεράστια οικονομικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων της, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα. Νέες συμμαχίες θα οριστούν και τα σχέδια για επαναχάραξη των Ευρωπαϊκών συνόρων κυοφορούνται στα μυαλά των ευρωπαίων ηγετών. Ολόκληρη η Ευρώπη περιμένει ένα πολεμικό ξέσπασμα[8].


Ο νέος πολιτικός παράγοντας που έχει κάνει την εμφάνιση του στην Ευρώπη ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα είναι το σοσιαλιστικό κίνημα, διεθνές όργανο του οποίου είναι η Β’ Διεθνής.[9] Έχοντας αποκλείσει αυτή από τους κόλπους της την αντιεξουσιαστική διάσπαση της Α’ Διεθνούς, αποτελεί ένα ετερόκλητο μείγμα σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων από διάφορες χώρες. Μέσα στα πλαίσια της, και αντιπαραθετικά στη ρεφορμιστική πλειοψηφία λειτουργεί και η διεθνής επαναστατική μειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών η οποία εκφράζεται κυρίως μέσω των μπολσεβίκων του Λένιν στη Ρωσία, των στενών σοσιαλιστών της Βουλγαρίας και της Ρόζα Λούξεμπουργκ στη Γερμανία.


Η σύγκρουση των δύο τάσεων της Β’ Διεθνούς θα οξυνθεί λόγω της ενδοτικής στάσης που θα κρατήσει η πλειοψηφία της απέναντι στον Ευρωπαϊκό πόλεμο που θα ξεσπάσει το 1914.[10]Το 1915 ο Λένιν θα κηρύξει το θάνατο της Β’ Διεθνούς[11] λόγω του σοσιαλσωβινισμού της πλειοψηφίας και ήδη από τότε θα στραφεί στην λύση της διάσπασης της,[12] και της δημιουργίας μιας νέας διεθνούς επαναστατικής οργάνωσης. Η ευκαιρία θα του παρουσιαστεί 2 χρόνια αργότερα με την άνοδο στην εξουσία των μπολσεβίκων του, στη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.


Εν τω μεταξύ το πρελούδιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έχει ήδη ολοκληρωθεί. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913 αποτέλεσαν το ένοπλο ξεκαθάρισμα των νέων βαλκανικών κρατών που αφορούσαν στις εδαφικές τους διεκδικήσεις στην προσπάθειά τους για εθνική ολοκλήρωση. Οι αλλαγές που θα συντελεστούν θα είναι τεράστιες καθώς θα επανακαθοριστεί εκ βαθέων ο πολιτικός χάρτης των Βαλκανίων με την προσάρτηση της νότιας Μακεδονίας στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά κοινή ήταν η εντύπωση ότι οι αλλαγές αυτές δεν θα έχουν μόνιμο χαρακτήρα τουλάχιστον όχι χωρίς αντιδράσεις -ένοπλες- από τη Βουλγαρία κυρίως, η οποία αποτελεί τον βασικό αντιπρόσωπο των «αναθεωρητικών χωρών» στα Βαλκάνια. Προσκολλημένη αυτή στο όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας όπως αυτό ορίστηκε από τη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου το 1878 δεν φαίνεται διατεθειμένη να κλείσει το θέμα. Οι προθέσεις της θα εκδηλωθούν άμεσα όταν θα εκμεταλλευτεί το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για να επανέλθει δυναμικά στη διεκδίκηση της Μακεδονίας τασσόμενη στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων.


Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου θα βρει νικήτρια την Ελλάδα και την Σερβία στο πλευρό της Αντάντ έναντι της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βουλγαρία όχι μόνο δεν θα αποσπάσει εδάφη από τις όμορες χώρες αλλά θα αναγκαστεί με τη συνθήκη του Νειγύ να απωλέσει κομμάτια της χώρας προς όφελος της Ελλάδας και της Σερβίας. Ο Πόλεμος και οι διευθετήσεις που έγιναν στα πλαίσια των συνθηκών ειρήνης θα αποτελέσουν μια πρώτη ισχυρή αλλά ακόμα «διακριτικώς αμφισβητούμενη» άνω τελεία στους εθνικούς ανταγωνισμούς των βαλκανικών κρατών. Η Βουλγαρία θα αναγκαστεί λόγω των συνεχών ηττών να ρίξει τους τόνους έστω και προσχηματικά. Ο κομμουνιστικός πλέον παράγοντας θα κάνει την εμφάνισή του και στην πολιτική ζωή των Βαλκανίων. Στα επόμενα κεφάλαια θα δούμε πως θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν την κομμουνιστική δίοδο οι εθνικιστικές πολιτικές των βαλκανικών κρατών και τι ρόλο θα παίξει στις αποφάσεις των κομμάτων για το εθνικό και ιδιαίτερα για το Μακεδονικό ζήτημα το ανώτατο όργανο του κινήματος, η Κομιντέρν.


2. Η ανάπτυξη του σοσιαλιστικού κινήματος στις Βαλκανικές χώρες μέχρι το μεσοπόλεμο. (1900-1919)


Βουλγαρία



Στη Βουλγαρία είχε ανθίσει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα το πιο ισχυρό σοσιαλιστικό κίνημα. Σημαντική παρατήρηση αποτελεί το γεγονός ότι από πολύ νωρίς λόγω διαφόρων παραγόντων[13] το εθνικό ζήτημα συνδέθηκε με φιλοσοσιαλιστικές πολιτικές επιλογές. Σε αυτό βοήθησε και η μορφή-σύμβολο του Βουλγαρικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος Hristo Botev[14]. Παράλληλα θα δρουν διάφορες αναρχικές ομάδες σε αυτή τη πρώτη φάση με γνωστότερη τη βουλγαρο-μακεδονική ομάδα των «Γκεμιτζήδων» (Βαρκάρηδες) οι οποίοι θα γίνουν γνωστοί χάρη στις βομβιστικές επιθέσεις που θα πυροδοτήσουν στη Θεσσαλονίκη το 1903. Την ίδια χρονιά θα ξεσπάσει η εθνικοαπελευθερωτική εξέγερση που διοργάνωσε η ΕΜΕΟ στο Ίλιντεν η οποία θα ενσωματώσει και σοσιαλιστικά πολιτικά αιτήματα. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Βουλγαρίας θα ιδρυθεί πολύ νωρίς, το 1893 ενώ ήδη το 1903 θα ξεχωρίσει η «σκληρή» επαναστατική του ομάδα μετά τη διάσπασή του, οι επονομαζόμενοι και «στενοί» σοσιαλιστές, οι οποίοι θα υιοθετήσουν τη ριζοσπαστική γραμμή των μπολσεβίκων και στο εθνικό θέμα. Έτσι δεν θα διστάσουν σε ένα αρχικό πλαίσιο τον Σεπτέμβριο του 1912 να καταδικάσουν ανοιχτά τους «φαρδιούς»[15] σοσιαλιστές για την προβολή του συνθήματος της αυτονομίας της Μακεδονίας καθώς θεωρούν ότι η ρεφορμιστική πτέρυγα των σοσιαλιστών εκφυλίζεται σε σοσιλσωβινιστικές θέσεις και έτσι γίνεται ουρά της αστικής πολιτικής της χώρας η οποία επιδιώκει την προσάρτηση της Μακεδονίας[16]. Για τους «στενούς» ο ορθός δρόμος είναι η πάλη για τη δημιουργία μιας Δημοκρατικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας όπου όλοι οι λαοί θα συνυπάρχουν ειρηνικά. Η ομάδα των στενών θα αποτελέσει τη μαγιά για την ίδρυση του Εργατικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Βουλγαρίας από το οποίο θα προέλθει το ισχυρότερο Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΒ) της περιόδου στα Βαλκάνια το 1919. Η ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατική τάση θα διαλυθεί.


Σερβία


Στη Σερβία το σοσιαλιστικό κίνημα επίσης ανέπτυξε γρήγορα ρίζες. Η δύναμή και η επιρροή του ήταν σαφώς κατώτερη του αντίστοιχου βουλγαρικού αλλά μάλλον ανώτερη του αντίστοιχου Ελληνικού. Και στη Σερβία σε πρώτη φάση θα κυριαρχήσουν οι σοσιαλιστικές ομάδες που επηρεάζονται από τον αναρχισμό και οι οποίες ήδη από το 1875 θα συμμετάσχουν στην εξέγερση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Στη εξέλιξη του σοσιαλιστικού κινήματος θα παίξει μεγάλο ρόλο η ίδρυση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Σερβίας το 1903 το οποίο θα αποτελέσει τον πρόγονο του γιουγκοσλαβικού σοσιαλιστικού κόμματος (κομμουνιστικό) του οποίου το ιδρυτικό συνέδριο θα λάβει χώρα τον Απρίλη του 1919. Και στη Σερβία το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα θα δημιουργήσει στενές σχετικά συνδέσεις με σοσιαλιστικές και τερροριστικές ομάδες. Κορυφαίο παράδειγμα είναι η ομάδα «Νέα Βοσνία» η οποία θα διοργανώσει ουσιαστικά το τρομοκρατικό χτύπημα που θα έχει ως αποτέλεσμα τη δολοφονία του Φραγκίσκου Φερδινάνδου, διαδόχου του Αυστριακού θρόνου, και η οποία θα πυροδοτήσει το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Σήμερα γνωρίζουμε ότι και γνωστοί αναρχικοί συμμετείχαν στην τρομοκρατική ενέργεια διατηρώντας σχέση με την εν λόγω ομάδα[17]. Λόγω πάντως των μεγάλων εσωτερικών προβλημάτων που προέκυπταν εξαιτίας του πολυεθνικού σκελετού της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας το σερβικό σοσιαλιστικό κίνημα θα αργήσει να υιοθετήσει μια πολιτική αντίληψη για το κάθε αυτό Μακεδονικό ζήτημα. Θα χρειαστεί η ξεκάθαρη παρέμβαση της Κομιντέρν ώστε να απομονωθεί η τάση Μάρκοβιτς ώστε να οριοθετηθεί μια ξεκάθαρη πολιτική στο ζήτημα από το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας το οποίο ιδρύεται το 1920[18].


Ελλάδα



Πέρα από τις πρώτες αποσπασματικές προσπάθειες να δημιουργηθούν κάποιες αναρχικές και σοσιαλιστικές ομάδες κυρίως στην Πελοπόννησο στα τέλη του 19ου αιώνα στην Ελλάδα λόγω διαφόρων αιτιών το σοσιαλιστικό κίνημα θα αργήσει να αναπτυχθεί. Μοναδική εκπρόσωπος του σοσιαλιστικού κινήματος την περίοδο πριν το μεσοπόλεμο θα αναδειχθεί η Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης του Α. Μπεναρόγια.
Ιδρυμένη το 1909 θα αποτελέσει την πρώτη σοσιαλιστική ομάδα που θα έχει μια αξιοσημείωτη διεισδυτικότητα και επιρροή στην εργατική τάξη της Θεσσαλονίκης. Η Φεντερασιόν θα αποτελέσει μια ιδιαίτερη περίπτωση σοσιαλιστικής οργάνωσης καθώς αυτή αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από Εβραίους, ενώ μόνο προσωρινά θα συνεργαστεί και με τη βουλγαρική ομάδα των στενών σοσιαλιστών στη Θεσσαλονίκη. Με βάση αυτά τα δεδομένα η Φεντερασιόν θα προσπαθήσει να διατυπώσει μια πολιτική πρόταση για το εθνικό ζήτημα η οποία να προστατεύει τα συμφέροντα των μελών της και παράλληλα να είναι σε αντιστοιχία με τη σοσιαλιστική της ιδεολογία. Έτσι θεωρώντας αρνητική την αποκοπή της Θεσσαλονίκης από την ενδοχώρα της και θρέφοντας σφοδρή αντιπάθεια στους εθνικιστικούς πολέμους θα χαράξει την φιλειρηνική της πολιτική ενάντια στο ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913. Ουσιαστικά σε ένα πρώτο πλαίσιο η οργάνωση θα στοχεύσει στην διατήρηση του Status quο της περιοχής με την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Θα αναγκαστεί να αλλάξει de facto το πλαίσιο της λόγω των σημαντικών αλλαγών που θα συντελεστούν την επαύριο του τέλους των Βαλκανικών Πολέμων. Δρώντας πλέον η οργάνωση σε ελληνικό χώρο θα ανασκευάσει τις απόψεις της ώστε αυτές να μην αποτελούν εμπόδιο στη νέα αποστολή της Φεντερασιόν να αποτελέσει τον πυρήνα γύρω από τον οποίο θα συγκροτηθεί το ελληνικό σοσιαλιστικό κόμμα, στο οποίο θα μπορούν να συμμετέχουν όλοι οι εργάτες ανεξαρτήτως εθνικότητας. Έτσι το προσωρινό σύνθημα για αυτονομία της Μακεδονίας[19] εγκαταλείπεται τους πρώτους μήνες του 1914. Η ανασκευή των θέσεων της Φεντερασιόν θα φτάσει μέχρι και την κοινή εκλογική κάθοδο το 1915 με τον φιλοβασιλικό σχηματισμό του Γούναρη. Ιεραρχώντας πιο ψηλά η Φεντερασιόν την ειρηνική της στάση απέναντι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα νοθεύσει με αυτή τη συμμαχία που αποσκοπούσε στην ουδετερότητα της Ελλάδας στον πόλεμο, τη σοσιαλιστική της κατεύθυνση.[20]
Καθ’ όλη αυτή την περίοδο και ήδη από το 1910 η Φεντερασιόν θα προπαγανδίζει τη λύση της δημιουργίας μιας Δημοκρατικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας ενώ το 1915 θα καταγγείλει το 4οσύμφωνο της Αντάντ με το οποίο παραχωρείται κομμάτι της Ελληνικής και Σερβικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία.


Η Φεντερασιόν ως σοσιαλδημοκρατική οργάνωση θα ταλαντευτεί πάνω στη γραμμή που θα πρέπει να ακολουθήσει όμως το χαλαρό πλαίσιο σύνδεσης με το διεθνές σοσιαλιστικό γραφείο θα της επιτρέψει να έχει μια ευέλικτη στάση στο εθνικό ζήτημα. Γενικά θα ακολουθήσει μια μετριοπαθή διεθνιστική γραμμή χωρίς όμως να δημιουργεί ρίξεις με το όραμα της εθνικής ολοκλήρωσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα μέλη της αργότερα, δρώντας μέσα στους κόλπους του ΣΕΚΕ θα είναι αυτά που θα επανδρώσουν την μετριοπαθή τάση πάνω στο εθνικό και θα έρθουν σε σύγκρουση με την επαναστατική φιλοσοβιετική φράξια του κόμματος[21]. Το 1918, η Φεντερασιόν θα τερματίσει την αυτόνομη πορεία της αφού θα αποτελέσει την οργάνωση Θεσσαλονίκης του ιδρυμένου το Νοέμβριο του 1918, ΣΕΚΕ, το οποίο στη συνέχεια θα μετεξελιχθεί αρχικά σε ΣΕΚΕ(κ) και τελικά στο ΚΚΕ.


3. Η ίδρυση των διεθνών Κομμουνιστικών οργάνων της Κομιντέρν και της ΒΚΟ, και η πολιτική των αριστερών[22] κομμάτων των Βαλκανίων. (1919-1922)


Ας επιστρέψουμε όμως στη νεαρή Σοβιετική Ένωση εκεί όπου ο Vladimir Ilyich Ulyanovκατορθώνοντας να πάρει την εξουσία σε μια καθυστερημένη μεν τεράστια δε χώρα έχει μετατρέψει την τάση του από μια μειοψηφία στους κόλπους της Β’ Διεθνούς σε μια δεσπόζουσα επαναστατική αντίληψη που αλλάζει τη Ρωσία και επιδιώκει να αλλάξει και τον κόσμο. Εκμεταλλευόμενος τη δυναμική της νίκης του ο Λένιν χωρίς να χάσει χρόνο θα προχωρήσει στη de facto διάσπαση της –νεκρής από το 1916- Β’ Διεθνούς καλώντας κόμματα κι οργανώσεις από όλο τον κόσμο να συμμετέχουν σε ένα Παγκόσμιο συνέδριο στη Μόσχα και την Πετρούπολη το Γενάρη του 1919 ώστε να δημιουργηθεί μια νέα διεθνής. Αυτή τη φορά ο Ρώσος ηγέτης δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει τίποτα στην τύχη. Για να συμμετέχει κάποιο κόμμα ή οργάνωση στη Κομμουνιστική Διεθνή θα πρέπει να υπακούει εξολοκλήρου στα 21 σημεία που έχει προκαθορίσει η Ρωσική ηγεσία.


Στην πρώτη κλήση θα ανταποκριθούν κόμματα από 8 χώρες (Ρωσία, Πολωνία, Ουγγαρία, Γερμανία, Αυστρία, Λετονία, Φινλανδία, κ.α) από τα 39 κόμματα που συνολικά προσκλήθηκαν.


Το πρώτο συνέδριο θα οριστεί για τις 2 Μάρτη του 1919. Σε αυτό θα συμμετέχουν 19 κόμματα και οργανώσεις από όλο τον κόσμο (Αρμενία, Εσθονία, Ουκρανία, Σκανδιναβία, Ελβετία, ΗΠΑ κ.α.) ενώ πολλά ακόμη κόμματα θα εκφράσουν ενδιαφέρον να παραστούν αλλά δεν θα τα καταφέρουν για διαφόρους λόγους. Σημαντικές θέσεις από τα 21 σημεία αποτελούν οι αναφορές στην πιστή ακολουθία στη γραμμή της Κομιντέρν, η υιοθέτηση της δομής του κόμματος νέου τύπου, και της αρχής του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ενώ ιδιαίτερη θέση στο Μανιφέστο θα καταλάβει η αντίληψη ότι ανώτερο όργανο του Παγκόσμιου Κομμουνιστικού Κινήματος αποτελεί η ΚΔ. Γίνεται εξ’ αρχής σαφές ότι κόμματα τα οποία συμμετέχουν σαν μέλη στη ΚΔ και δεν εκτελούν τις εντολές της θα διαγράφονται αμέσως. Από τα Βαλκάνια στο συνέδριο θα συμμετέχει η Σοσιαλδημοκρατική Βαλκανική Ομοσπονδία και οι στενοί σοσιαλιστές του ΒΕΣΔΚ. Την ίδια χρονιά θα ενταχθεί στην ΚΔ το ΣΕΚΓ(κ) και τον Απρίλιο του επόμενου έτους θα ακολουθήσει και το ΣΕΚΕ με το δεύτερο συνέδριό του μετά το οποί θα αλλάξει και την ονομασία του σε ΣΕΚΕ(κ). Η διαδικασία ένταξης του ΣΕΚΕ(κ) στη ΚΔ θα ολοκληρωθεί μετά το έκτακτο συνέδριο του το Νοέμβριο του 1922 στο οποίο θα υπερψηφιστούν οι 21 όροι της Κομιντέρν. Από τον Γενάρη δε του 1920 η ΣΔΒΟ θα μετονομαστεί σε ΒΚΟ (Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία), η οποία θα αποτελέσει ουσιαστικά μια υποδιαίρεση της Κομιντέρν η οποία θα έχει ως χώρο αναφοράς τα Βαλκάνια και η οποία θα λειτουργεί ασφαλώς κάτω από τις αυστηρές εντολές της ΚΔ. Η ΒΚΟ θα πραγματοποιήσει την πρώτη της συνδιάσκεψη στη Σόφια το Γενάρη του 1920.


Αυτά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της Κομιντέρν θα αποτελέσουν ουσιαστικά το μεταβατικό στάδιο κατά το οποίο στόχος της ΚΔ είναι ο απογαλακτισμός των ΚΚ από το σοσιαλδημοκρατικό τους παρελθόν το οποίο πλέον δεν είναι συμβατό με την νέα επαναστατική αντίληψη της κομμουνιστικής ηγεσίας. Παράγωγο αυτής της διαδικασίας είναι η χρόνια σύγκρουση που θα ξεσπάσει αυτή την περίοδο ανάμεσα στις δυο αντιτιθέμενες τάσεις στο εσωτερικό των Σοσιαλιστικών Κομμάτων, κυρίως της Ελλάδας κα της Γιουγκοσλαβίας.


Η σύγκρουση αυτή ανάμεσα στη δεξιά σοσιαλδημοκρατική πτέρυγα και την αριστερή κομμουνιστική θα αποτυπωθεί το επόμενο διάστημα ανάγλυφα στη στάση που θα κρατήσουν οι δυο τάσεις απέναντι στο εθνικό ζήτημα. Τα πρώτα έτη η Κομιντέρν δεν θα μπορέσει να σχηματίσει μια καθαρή γραμμή γύρω από το Βαλκανικό ζήτημα και ειδικότερα για τη Μακεδονία, η οποία αποτελεί το επίδικο του εθνικού ανταγωνισμού των κρατών της νότιας Βαλκανικής. Άλλωστε το ίδιο διάστημα βρίσκεται σε εξέλιξη ο Ρωσικός και Ουκρανικός Εμφύλιος Πόλεμος με τις προσπάθειες του Κόκκινου Στρατού να αποκρούσει τις δυνάμεις των Λευκών του Βραγγέλ, Κορνίλοφ, Ντενίκιν κ.α αλλά και των εκστρατευτικών σωμάτων που θα αποστείλει η καπιταλιστική μπουρζουαζία της Ευρώπης για την κατάπνιξη της Ρωσικής επανάστασης[23].


Αυτή η αδυναμία παραγωγής μιας συγκεκριμένης γραμμής από τη Κομιντέρν στο συγκεκριμένο θέμα θα επιτρέψει –τουλάχιστον μέχρι το τέλος του Ρωσικού Εμφυλίου πολέμου στα τέλη του 1921- στα βαλκανικά κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα να καθορίσουν με αυτονομία την πολιτική τους γραμμή. Έτσι λοιπόν το ΣΕΚΓ, το οποίο θα μετεξελιχθεί σε ΚΚΓ τον Ιούνιο του 1920 θα συνεχίσει να προβάλλει το σύνθημα για ενιαία Γιουγκοσλαβία υιοθετώντας επίσημα την άποψη ότι Σέρβοι, Κροάτες, και Σλοβένοι αποτελούν ένα έθνος, το γιουγκοσλαβικό, το οποίο συγκροτούν διαφορετικές εθνότητες-φύλα, οι δε Σλαβομακεδόνες και οι κάτοικοι του Μαυροβουνίου θεωρούνται απλά Σέρβοι. Έτσι παρά την άνοδο της αριστερής πτέρυγας η οποία θα προσδέσει το κόμμα στην ΚΔ, η σοσιαλδημοκρατική αντίληψη η οποία εκφράζεται ανοιχτά και στο εθνικό ζήτημα δεν έχει καταρρεύσει. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την διαδικασία αντίστασης στην προσκόλληση του Κόμματος στην Κομιντέρν[24] και την διατήρηση των «εθνικά υπεύθυνων» θέσεων του ΣΕΚΓ θα παίξει ο ηγέτης του Σίμα Μάρκοβιτς[25].


Παρόμοιες είναι οι εξελίξεις και στο ελληνικό ΣΕΚΕ την ίδια περίοδο. Ενώ το κόμμα εντάσσεται στην ΚΔ διατηρεί ακόμα την πατριωτική του στάση με την οποία ζητάει αυτοδιάθεση του πληθυσμού στις νήσους Κρήτη, Ίμβρο, Τένεδο κ.α ενώ παράλληλα ζητάει απλά των σεβασμό στα δικαιώματα και την προστασία των μειονοτήτων. Οι αρχές του επαναστατικού διεθνισμού δεν έχουν ζυμωθεί ακόμα στις διαδικασίες του νεοσύστατου σοσιαλιστικού κόμματος.


Τέλος το ΚΚΒ είναι το μόνο κόμμα το οποίο από την πρώτη στιγμή τάσσεται ξεκάθαρα στο πλευρό του Λένιν και των μπολσεβίκων έτοιμο να υιοθετήσει και να προασπιστεί τις αρχές του επαναστατικού διεθνισμού. Η μονοπώληση της ηγεσίας του κόμματος από τους στενούς σοσιαλιστές έχει απομονώσει και διαλύσει ουσιαστικά από πολύ νωρίς τη σοσιαλδημοκρατική ρεφορμιστική πτέρυγα.


Βλέπουμε λοιπόν ότι αυτή την πρώτη περίοδο από το 1918-1919 έως και το 1922-1923 όλα τα Βαλκανικά σοσιαλιστικά κόμματα, τα οποία βρίσκονται στη φάση της μπολσεβικοποίησής τους διατηρούν τις προηγούμενες θέσεις τους μη ερχόμενα ουσιαστικά σε σύγκρουση με τις θέσεις των κομμάτων της αστικής τάξης στη χώρα τους, πάνω στο εθνικό ζήτημα, από διαφορετικό δρόμο όμως το καθένα. Στη Γιουγκοσλαβία το κόμμα υιοθετεί την αντίληψη που θέλει μια γρήγορη και βίαιη επανάσταση όμως δεν μετακινείται από τις εθνικά υπεύθυνες θέσεις του στο ζήτημα της εδαφικής κυριαρχίας της χώρας. Στην Ελλάδα το ΣΕΚΕ μάλλον θα απορρίψει την προοπτική μιας σοσιαλιστικής επανάστασης, ενώ θα διατηρήσει τις θέσεις του στο εθνικό ζήτημα. Τέλος στη Βουλγαρία οι απόψεις του ΚΚΒ για το εθνικό ζήτημα συμπίπτουν κατ’ ουσία με τις αξιώσεις των αστικών κομμάτων όμως αυτές εκφράζονται με μια άκρατη υπερεπαναστατική ρητορεία. Αποτελεί ζήτημα έρευνας με ακόμη πιο διευρυμένα χαρακτηριστικά εάν τελικά η στάση αυτή του ΚΚΒ αποτελεί τη συνεπή διεθνιστική και επαναστατική στάση ή εάν απλά το μικρόβιο του εθνικισμού κάνει την εμφάνιση του μέσα από το νέο σώμα-ξενιστή του κομμουνιστικού κινήματος.


Κλείνοντας αυτή την πρώτη περίοδο πρέπει να επισημάνουμε το εξής: το γεγονός ότι ακόμα δεν έχει προωθηθεί μια συγκροτημένη πολιτική θέση από την Κομιντέρν η οποία δεν επιβάλλεται κάθετα στα βαλκανικά κόμματα μέλη της δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν συντελούνται σημαντικές διεργασίες πάνω στο εθνικό ζήτημα από τις πρώτες κιόλας συνδιασκέψεις της ΒΚΟ και της Κομιντέρν[26]. Πιο συγκεκριμένα ήδη κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες νύξεις για την επερχόμενη γραμμή της Κομιντέρν στο Μακεδονικό[27], ενώ επίσης διαγράφονται ορατοί οι εθνικοί συσχετισμοί στους κόλπους των διεθνών κομμουνιστικών οργάνων. Δυναμωμένο εμφανίζεται εξ’ αρχής το ΚΚΒ, το οποίο ελέγχει ουσιαστικά το προεδρείο της ΒΚΟ ενώ έχει και διείσδυση με επιφανή στελέχη του και στο ιερατείο της ΚΔ. Το αρχικό θεωρητικό πλαίσιο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί η γραμμή της ΚΔ αυτή την περίοδο θα χαραχτεί από τον ίδιο τον Λένιν ο οποίος πριν πεθάνει το Γενάρη του 1924 έχει προλάβει να σκιαγραφήσει την πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι σοσιαλιστικοί σχηματισμοί στα Βαλκάνια. Η ανάλυσή του θέλει τα κομμουνιστικά κόμματα να τίθενται επικεφαλής λαϊκών κυβερνήσεων οι οποίες θα στηρίζονται στους εργάτες και τους αγρότες και η οποία θα αποτελεί το πρώτο βήμα για την επίτευξη της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτή η θεωρητική επεξεργασία έχει τη σημασία της καθώς επικεντρώνοντας στους αγρότες την πολιτική των ΚΚ θα ανοίξει τον δρόμο για την χρησιμοποίηση αργότερα από το Στάλιν και του εθνικισμού, ο οποίος έχει αιχμαλωτίσει τη σκέψη των καθυστερημένων και αμόρφωτων φτωχών στρωμάτων –και όχι μόνο- σε ολόκληρη τη Βαλκανική και όχι μόνο.


4. Το σύνθημα της ΚΔ για μια «Ενιαία - Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» και η επιβολή του στα Βαλκανικά ΚΚ. (1922-1924)



Το τέλος του Ρωσικού Εμφυλίου με την επικράτηση των μπολσεβίκων και του Κόκκινου Στρατού θα σταθεροποιήσει στην εξουσία το ΡΚΚ(μπ.), ενώ ο θάνατος του Λένιν και η ανάληψη της ηγεσίας του Κόμματος και της χώρας από το Στάλιν θα δρομολογήσει εξελίξεις στη διεθνή γεωπολιτική αρένα. Πιο συγκεκριμένα ο Στάλιν καθώς και το σύνολο των μπολσεβίκων θα επηρεαστούν σε μεγάλο βαθμό από την εκστρατεία της Ουκρανίας την οποία εξαπέλυσαν ενάντια στην εξουσία τους οι Δυτικοί. Σε συνδυασμό με την θέληση τους για εκμετάλλευση της δυναμικής της νέας νίκης, που κατήγαγε η Σοβιετική εξουσία, οριοθετούν το θεωρητικό σχήμα κατά το οποίο υπάρχουν δυο αντίπαλα στρατόπεδα: τα δυτικά καπιταλιστικά κράτη από τη μία, και οι σύμμαχοί τους και η Σοβιετική Ένωση από την άλλη. Πολιτικό παράγωγο αυτού του σχήματος είναι η πίστη στην ολοκληρωτική σύγκρουση των δύο κόσμων, καθώς ο ένας επιθυμεί την άνευ όρων καταστροφή του άλλου. Με βάση αυτό το σχεδιασμό ο Στάλιν και η ΚΔ θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν τις επαναστατικές δυνάμεις που δρουν στο εσωτερικό του εχθρού, προωθώντας το σύνθημα για γενικευμένη εξέγερση. Ως στόχος ορίζεται η αποδυνάμωση του δυτικού μπλοκ, ώστε να μην μπορεί να εξαπολύσει νέες εκστρατείες ενάντια στην ΕΣΣΔ, αλλά και η κατάληψη της εξουσίας από φιλοσοβιετικά σχήματα όπου είναι αυτό δυνατόν.
Σε αυτό το πλαίσιο, το οποίο θα μείνει γνωστό ως «πρώτο επαναστατικό κύμα» θα ενταχθούν οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις στην Ουγγαρία με τον Μπέλα Κούν[28], στη Γερμανία με τους Σπαρτακιστές των Λίμπνεχτ-Λουξεμπουργκ[29], στη Βαυαρία με τον Άισνερ[30] κλπ. Μετά την αποτυχία όλων των εξεγέρσεων του πρώτου επαναστατικού κύματος, ο Στάλιν και η ΚΔ θα στρέψει το βλέμμα προς τα Βαλκάνια τα οποία θεωρεί το μαλακό υπογάστριο της Σοβιετικής Ένωσης, μια περιοχή με ιδιαιτέρως σημαντικά γεωπολιτικά χαρακτηριστικά.. Γρήγορα ο σχεδιασμός για την εξαπόλυση του δεύτερου επαναστατικού κύματος θα αναδείξει τη Βουλγαρία και το εκεί ΚΚ ως τον πιο ισχυρό και ικανό φορέα να διοργανώσει μια εξέγερση με στόχο την κατάληψη της εξουσίας στη βαλκανική χώρα. Έτσι σχεδόν ταυτόχρονα θα ξεσπάσουν οι εξεγέρσεις σε Αμβούργο, Κρακοβία και Βουλγαρία. Το Σεπτέμβρη του 1923 το ΚΚΒ θα εξαπολύσει την επίθεση του με 10.000 ένοπλους κομμουνιστές να ηττώνται γρήγορα από τις κυβερνητικές δυνάμεις του Τσανκώφ ο οποίος έχει καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία τον προηγούμενο Ιούνιο δολοφονώντας τον αγροτιστή Σταμπολύσκι. Στο πλευρό του Τσανκώφ στην κατάπνιξη της κομμουνιστικής ανταρσίας θα σταθεί και η ΕΜΕΟ. Το διάστημα πριν το ξέσπασμα της εξέγερσης η Κομιντέρν θα συνυπολογίσει την τρομερή δύναμη της ΕΜΕΟ στη βουλγάρικη Μακεδονία και θα προσπαθήσει να κάνει ένα άνοιγμα απέναντί της, ούτως ώστε αυτή παρά τον δηλωμένο εθνικιστικό της προσανατολισμό να παραμείνει ουδέτερη στην επικείμενη σύγκρουση. Σε αυτά τα πλαίσια η Κομιντέρν θα πάρει διάφορα μέτρα. Αρχικά θα στηρίξει την ίδρυση της ΜΟΠΟ[31] (φεντεραλιστές) το Δεκέμβρη του 1921 έτσι ώστε να αποκτήσει έναν συνομιλητή μέσα στην ΕΜΕΟ, ο οποίος να μην συνδέεται με τη βουλγαρική αστική τάξη και τα συμφέροντά της όπως συμβαίνει με την δεξιά τάση της ΕΜΕΟ. Θα επιδιώξει και θα ‘ρθει τελικά σε επαφή με την ηγεσία των Φεντεραλιστών τον Γενάρη του 1923 στη Βιέννη, προσπαθώντας να κερδίσει την υποστήριξή τους, η οποία θα σημάνει την ουδετεροποίηση της ΕΜΕΟ στην εμφύλια σύγκρουση του Σεπτέμβρη. Τέλος θα διοργανωθεί και νέα σύσκεψη με την ηγεσία της ΕΜΕΟ τον Αύγουστο του 1923 στη Μόσχα. Παράλληλα με Μανιφέστο της που θα κυκλοφορήσει τον Ιούλιο του 1923 για τα συντελεσθέντα στη Βουλγαρία απευθύνεται για πρώτη φορά στους «Μακεδόνες αγρότες και επαναστάτες», τους οποίους και καλεί να συνεργαστούν με το κομμουνιστικό κίνημα. Τελευταίο μέτρο ήταν η διάλυση της ΚΟΠ (Κομμουνιστική Οργάνωση Προσφύγων) από το ΚΚΒ, το οποίο με αυτή την κίνηση αναγνώριζε την ΕΜΕΟ. Έτσι λοιπόν έχουμε την πρώτη ξεκάθαρη παρέμβαση της Κομιντέρν στα Βαλκάνια, και εν μέρει και στο Μακεδονικό με την αναβάθμιση του ρόλου της ΕΜΕΟ και την έμμεση υποστήριξή της από την ΚΔ. Πάντως σε αυτό το πρώτο στάδιο η Κομιντέρν δεν ανοίγει το ζήτημα σε όλη τη Βαλκανική επιβάλλοντας μια τακτική και στα άλλα δυο ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας. Σ’ αυτή την κίνηση θα προβεί αμέσως μετά την ήττα του ΚΚΒ τον Σεπτέμβρη του 1923 διαβάζοντας εντελώς λάθος την συγκυρία και τα δεδομένα κατασκευάζοντας ένα εγκεφαλικό σχέδιο φαντασιακής κοπής που θα καταλήξει στην ουτοπική αίτηση για ανεξαρτητοποίηση της Μακεδονίας και της Θράκης.


Αντί να παγώσει από τα μηδαμινά αποτελέσματα που είχε το άνοιγμα στην ΕΜΕΟ, η Κομιντέρν αδυνατώντας να συλλάβει το ανέφικτο της μετατροπής μιας εθνικιστικής γκρούπας σε δύναμη απελευθέρωσης της εργατικής και αγροτικής τάξης των Βαλκανίων θα επιμείνει στην τακτική της για προσεταιρισμό της ΕΜΕΟ βαθαίνοντας τα εργαλεία και τις τακτικές χρήσης του εθνικισμού για τη δημιουργία ανατρεπτικών συμβάντων στη Βαλκανική με το πέρας των οποίων η ΕΣΣΔ και η στρατηγική της θα έβγαιναν κερδισμένες. Καταλαμβάνοντας την εξουσία σε τουλάχιστον ένα μέρος της Βαλκανικής ανοίγουν οι δυνατότητες για συγκρότηση της Σοβιετικής Ομοσπονδίας των Βαλκανίων, μιας συσπείρωσης που θα λειτουργούσε υποβοηθητικά στο έργο της ΕΣΣΔ να συνταράξει το Δυτικό Καπιταλισμό.


Νέος διευρυμένος κύκλος επαφών θα ξεκινήσει με όλους τους φορείς πλέον του κομμουνιστικού κινήματος των Βαλκανίων μέσω της ΒΚΟ με την ΕΜΕΟ. Αυτή τη φορά ο στόχος είναι διπλός. Η εξασφάλιση της υποστήριξης της ΕΜΕΟ προς το ΚΚΒ, -το οποίο προετοιμάζεται για νέο γύρο ένοπλης σύγκρουσης- παραμένει επίδικο, οι αξιώσεις όμως της ΚΔ μοιάζει να επεκτείνονται και στον καθ’ αυτό Μακεδονικό χώρο αφού μια πιθανή συστράτευση της ΕΜΕΟ στο σοβιετικό σχέδιο θα μπορούσε να αξιώσει μια ανεξάρτητη Μακεδονία η οποία θα είχε έξοδο στη Μεσόγειο μέσω της Θεσσαλονίκης. Το φιλόδοξο αυτό σχέδιο όμως μάλλον δεν αποτελεί ακόμα πρωταρχικό στόχο, καθώς η όλη λογική της Κομιντέρν πάνω στο Μακεδονικό λειτουργεί με βάση τακτικιστικούς ως επί των πλείστων υπολογισμούς.


Με βάση αυτόν τον σχεδιασμό μέσω της ΒΚΟ θα ξεκινήσει η διαδικασία δημιουργίας του απαραίτητου θεωρητικού πλαισίου ώστε να παραχθεί σαν φυσιολογικό αποτέλεσμα το σύνθημα για ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη.[32] Βασική λογική αποτελούσε η μεταμόρφωση της γεωγραφικής Μακεδονίας σε εθνική Μακεδονία χωρίς ωστόσο να γίνεται –ακόμη- αναφορά σε Μακεδονικό έθνος αλλά μοναχά σε Μακεδονικό λαό.


Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα τις εξελίξεις στη ΒΚΟ. Από τις γενικόλογες αοριστολογίες που σημάδεψαν την πολιτική της ΒΚΟ για το εθνικό ζήτημα στα τρίτα πρώτα συνέδρια της με τις οποίες η λύση παραπέμπονταν στην επαύριο της σοσιαλιστικής επικράτησης μια πρώτη αλλαγή συντελείτε στη 4η Συνδιάσκεψη της ΒΚΟ η οποία έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1922 στη Σόφια. Σ’ αυτή τη συνδιάσκεψη ο Βούλγαρος Kabakciev έθεσε ζήτημα υποστήριξης από μέρους των ΚΚ του αγώνα των μειονοτήτων για απελευθέρωση, έχοντας και την υποστήριξη του εκπροσώπου της ΚΔ Miljutin. Συνάντησε όμως την διαφωνία του Γιουγκοσλάβου εκπροσώπου Μ. Pijade και του Έλληνα εκπροσώπου του ΣΕΚΕ(κ) Γιάννη Πετσόπουλου ο οποίος αντιλαμβανόμενος την αρνητική ισορροπία για τις ελληνικές θέσεις ήταν αυτός που αιτήθηκε την μετακύλιση του ζητήματος σε επόμενη συνεδρία της ΒΚΟ, αίτημα που έγινε κοινά αποδεκτό.


Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας και επιπροσθέτως λόγω της απόφασης του 4ουΣυνεδρίου της ΚΔ (5-12-1922) εμφανίστηκε στην επόμενη (5η) Συνδιάσκεψη της ΒΚΟ[33]στη Μόσχα (8-12-1922) ειδική αναφορά σε «Μακεδονικό ζήτημα». Αναλυτικότερα στις αποφάσεις του 4ου συνεδρίου της ΚΔ αναφερόταν ότι: στο πλαίσιο της μελλοντικής Βαλκανικής Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Δημοκρατίας θα ενταχθούν ως Αυτόνομες Δημοκρατίες η Μακεδονία και η Θράκη». Αναγνωριζόταν επίσης στην ίδια απόφαση και με το ίδιο σκεπτικό η ύπαρξη μακεδονικού απελευθερωτικού κινήματος το οποίο η ΒΚΟ όφειλε να το αποσπάσει από την καθοδήγηση της αστικής τάξης και να το κερδίσει προς όφελος της σοσιαλιστικής επανάστασης[34]. Εδώ γίνεται πια ξεκάθαρος ο ρόλος που θέλει να αποδώσει η ΚΔ μέσω της ΒΚΟ στην ΕΜΕΟ.


Η διαδικασία ολοκληρωτικής υιοθέτησης του συνθήματος για Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη από τους διεθνείς φορείς του κομμουνιστικού κινήματος θα ολοκληρωθεί στην 6ηΣυνδιάσκεψη της ΒΚΟ, η οποία θα λάβει χώρα από τις 8-26 Νοεμβρίου του 1923. Στην εισήγησή του στο συνέδριο ο Βούλγαρος πρώην πρόεδρος της ΒΚΟ Kolarov[35] θα υποστηρίξει ότι: “οι εθνικές ομάδες που ζουν στη Μακεδονία επιθυμούν να δημιουργήσουν ένα ξεχωριστό έθνος το οποίο θα έχει δικό του έδαφος και θα είναι ανεξάρτητο από οποιοδήποτε άλλο ξένο έθνος»[36]. Ο δε εκπρόσωπος της ΚΔ Zinoviev[37] θα έρθει να υποστηρίξει την αντιμαρξιστική[38] αυτή θέση συνδέοντας το στρατηγικό –όπως εξελίχθηκε- σχέδιο της ΚΔ με την επικείμενη επανάσταση στη Βαλκανική. Την ίδια περίοδο το επιφανές στέλεχος του ΚΚΒ G. Dimitrov,[39] θα αναλάβει καθήκοντα γενικού γραμματέα στην ΒΚΟ. Η ΚΔ με αυτούς τους συνεχόμενους ορισμούς Βουλγάρων στα ηγετικά κλιμάκια της ΒΚΟ καταδεικνύει πόσες ελπίδες έχει στηρίξει στο ΚΚΒ και στην επικείμενη εξέγερση που από κοινού ετοιμάζουν στη χώρα.


Η επικύρωση των παραπάνω διαδικασιών και αποφάσεων θα επέλθει με το 5ο συνέδριο της ΚΔ (Ιούνιος-Ιούλιος 1924) στο οποίο θα καταγγελθεί η ηγεσία του ΚΚΓ για «αυστρομαρξισμό»[40] λόγω των θέσεών της στο εθνικό ζήτημα παρότι από τον προηγούμενο Γενάρη το ΚΚΓ έχει υπερψηφίσει την απόφαση της ΒΚΟ για το Μακεδονικό. Τα πυρά του Μανουήλσκι[41] θα στραφούν κυρίως ενάντια στον Σίμα Μάρκοβιτς ο οποίος παρακωλύει την εκτέλεση της απόφασης αλλά και στους εκπροσώπους του ΣΕΚΕ(κ) [42] το οποίο επιμένει ακόμα στην «ανταρσία» αποτελώντας το μοναδικό ΚΚ στα Βαλκάνια που δεν έχει ακόμα επικυρώσει ούτε τυπικά την απόφαση της 6ης συνδιάσκεψης της ΒΚΟ για το Μακεδονικό[43]. Παράλληλα με την υπερψήφιση από το συνέδριο της απόφασης της ΒΚΟ εντείνονται τα πειθαρχικά μέτρα που δικαιούται να πάρει η Κομιντέρν απέναντι σε μέλος της που δεν υπακούει στις αποφάσεις της. Το μήνυμα αφορά άμεσα το ελληνικό κόμμα μέλος της.


Ο κύβος ερρίφθη, και πλέον το βάρος των ευθυνών πέφτει στις ηγεσίες του ΚΚΓ και του ΣΕΚΕ(κ) καθώς αυτές έχουν να αντιμετωπίσουν μια ξεκάθαρα προβληματική για τα κόμματά τους θέση που έχει υιοθετήσει τόσο η Κομιντέρν όσο και η ΒΚΟ.


Στη Γιουγκοσλαβία οι διαφωνούντες θα συσπειρωθούν γύρω από τον Σίμα Μάρκοβιτς ο οποίος όμως είναι φανερά αποδυναμωμένος καθώς η αριστερή τάση με επικεφαλής τον Νοβάκοβιτς[44] πλειοψηφεί. Η απόφαση της 6ης συνδιάσκεψης θα υπερψηφιστεί μετά από τις εντονότατες πιέσεις της ΚΔ από την 3η εθνική συνδιάσκεψη του ΚΚΓ η οποία θα συνέλθει εσπευσμένα μετά από παραινέσεις της Κομιντέρν. Η απόφαση πάντως δεν θα υιοθετηθεί άκριτα και υπογείως θα συνεχίσουν να υπάρχουν αντιδράσεις για την μη-υλοποίησή της, σε αυτό θα βοηθήσει και η παραμονή του Μάρκοβιτς –ελλείψει καταλληλότερου;- στα ηγετικά κλιμάκια του ΚΚΓ. Το πρόβλημα πάντως όσο αφορά στο ΚΚΓ θα φανεί προσωρινό καθώς σύντομα η ηγεσία της ΕΣΣΔ θα αλλάξει εν μέρει στάση στο Μακεδονικό μετά και την δεύτερη αποτυχημένη ένοπλη εξέγερση που θα επιχειρήσει στο Βαλκανικό χώρο. Αυτή η παρατήρηση ασφαλώς δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η εν λόγω απόφαση δεν είχε τεράστιο κόστος για το ΚΚΓ, το οποίο λίγο έλειψε να διαλυθεί υπό το βάρος της καταστολής των Γιουγκοσλαβικών αρχών.


Στην Ελλάδα το ΣΕΚΕ(κ) θα αποτελέσει την πιο σταθερή πηγή αντιδράσεων προς την απόφαση της ΚΔ και της ΒΚΟ. Η επίσημη απόρριψη της θέσης των διεθνών οργάνων θα έρθει από την εκλεγμένη το Φλεβάρη του 1924 τριμελή Κ.Ε. του ΣΕΚΕ(κ) και χάρη στην πλειοψηφούσα αντίληψη των Κορδάτου, Αποστολίδη (την τριανδρία έκλεινε ο Μάξιμος). Ο δε Κορδάτος θα εντείνει την αντίδρασή του με την συνεπή αρθρογραφία του από τις στήλες του «ριζοσπάστη» και της «Κομμουνιστικής επιθεώρησης», με την οποία καταρρίπτει τόσο την θέση για προεπαναστατική περίοδο στα Βαλκάνια όσο και την απόφαση για το Μακεδονικό. Τα επιχειρήματα της Κ.Ε για την απόρριψη της θέσης ήταν βασικά τρία: η αλλαγή της εθνολογικής σύστασης της ελληνικής Μακεδονίας μετά την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων, ο κίνδυνος διώξεων, και η απουσία εθνικο-επανασταστικών οργανώσεων στην Ελλάδα.[45]


Μετά την πρώτη απόρριψη οι πιέσεις της Κομιντέρν αυξήθηκαν. Ορίστηκε μόνιμος αντιπρόσωπος της Κομιντέρν στο ελληνικό κόμμα ενώ με διαρκείς επιστολές γινόταν νουθεσίες για de facto επικύρωση της απόφασης της 6ης συνδιάσκεψης της ΒΚΟ για το Μακεδονικό με την δημοσιοποίησή της στον ελληνικό κομματικό τύπο. Η απάντηση του ΣΕΚΕ(κ) ήταν η άρνηση της δημοσιοποίησης και η αποστολή επιστολής τον Απρίλιο του 1924 με την οποία διαμαρτύρονταν ενάντια στην δημοσίευση των θέσεων της ΒΚΟ. Το ζήτημα των διώξεων που επίσης τίθονταν άφηνε αδιάφορη την ΚΔ αφού αυτή έβλεπε τη λύση στην παράνομη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων.


Οι επεμβάσεις έγιναν ακόμα πιο πιεστικές μετά και την διεξαγωγή της 7ης συνδιάσκεψης της ΒΚΟ στη Μόσχα το καλοκαίρι του 1924. Νέες νουθεσίες[46] αποστέλλονται από την Κομιντέρν νέα σιωπή γύρω από το Μακεδονικό είναι η απάντηση του ΣΕΚΕ»(κ). Με αυτά τα δεδομένα τόσο η ΒΚΟ όσο και η ΚΔ επεξεργάζονται ένα πλάνο με το οποίο θα μπορέσουν να ποδηγετήσουν το επόμενο συνέδριο του ΣΕΚΕ(κ) ώστε να υπερψηφιστούν οι επίμαχες αποφάσεις, ενώ θα εξυφάνει και ένα εναλλακτικό σχέδιο με το οποίο θα παρακάμπτονταν το ΣΕΚΕ(κ)[47].
Τελικά το 3ο έκτακτο συνέδριο θα λάβει χώρα το διάστημα από τις 26 Νοεμβρίου έως τις 3 Δεκεμβρίου του 1924 σε τεταμένο κλίμα. Στο συνέδριο δεν θα προσκληθούν αρκετές τοπικές οργανώσεις[48] που είναι αντίθετες με τη θέση για το Μακεδονικό ενώ δικαίωμα ψήφου θα έχουν εκπρόσωποι ξένων ΚΚ (Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας) καθώς και ο εκπρόσωπος της ΒΚΟ[49]. Από τη Κομιντερν θα χρησιμοποιηθεί ουσιαστικά ο Πουλιόπουλος και η τάση του για να χτυπηθεί η γραμμή του ΣΕΚΕ(κ) στο εθνικό, της οποίας μοναδικός αντιπρόσωπος θα είναι ο Αποστολίδης αφού ο Κορδάτος δεν θα εμφανιστεί στο συνέδριο. Τελικά χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα[50] για την ΚΔ η ΚΔ θα καταφέρει να αποσπάσει την υπερψήφιση της απόφασης της ΒΚΟ ενώ παράλληλα θα αποφασιστεί η μετονομασία του κόμματος σε ΚΚΕ.


Η νέα ηγεσία υπό τον Π. Πουλιόπουλο[51] που διατελεί καθήκοντα γ.γ. του ΚΚΕ θα επιφορτιστεί το βάρος της δημοσιοποίησης και εκτέλεσης των αποφάσεων που αποτελούν πλέον και κομματική εντολή. Όντως στο Ριζοσπάστη της 22ας Φλεβάρη του 1925 θα δημοσιοποιηθούν οι νέες θέσεις για το Μακεδονικό[52] στο άρθρο με τον τίτλο «Εθνικά προβλήματα. Το Μακεδονικό», ενώ ήδη από το Δεκέμβρη του 1924 κυκλοφορεί προκήρυξη με το ίδιο θέμα.[53]


Παρόλα αυτά οι αντιδράσεις στη νέα απόφαση δεν εξαλείφθηκαν. Οι Κορδάτος[54] και Αποστολίδης[55] εμέναν στις θέσεις τους για το εθνικό ενώ δεν τέθηκε ζήτημα διαγραφής τους από το Κόμμα. Γι’ αυτό το λόγο η «έκθεση δράσεως» στρέφονταν πολύ έντονα εναντίον ουσιαστικά των δυο ηγετικών στελεχών και των θέσεών τους. Η έκθεση δεν θα μείνει αναπάντητη καθώς ο Αποστολίδης θα υποστηρίξει τις θέσεις της ΚΕ μέσω της «εκθέσεως λογοδοσίας» που θα συγγράψει σαν απολογιστικό κείμενο της περιόδου που είχε αναλάβει καθήκοντα γραμματέως. Από αυτή την έκθεση ενημερωνόμαστε και για τα αισθήματα που έτρεφε η βάση των οργανώσεων του ΚΚΕ στη Βόρεια Ελλάδα για τις αποφάσεις περί του Μακεδονικού Ζητήματος. Σε περιοδεία του μέλους του Κόμματος Σταυρίδη[56] στη Μακεδονία αναφέρεται γλαφυρά: «κανένα τμήμα πλην της Δράμας δεν δεχόταν ούτε καν συζήτησιν επάνω στις επί του Εθνικού αποφάσεις της 6ης συνδιάσκεψης της ΒΚΟ»[57].


Η δημοσιοποίηση τελικά του κειμένου από τα κομματικά όργανα και η προσπάθεια υλοποίησης των όσων προέβλεπε[58] είχαν όπως είχε προβλεφθεί από μια μερίδα κομμουνιστών καταστρεπτικά αποτελέσματα. Η «προφητεία» του Κορδάτου ότι «δεν θα πρέπει να χαλάσομε το ΚΚΕ για να υπερασπιστούμε τις γκάφες της ηγεσίας του ΚΚΒ» θα βγει αληθινή.


Εν τω μεταξύ κλείνοντας αυτή την περίοδο των αλλαγών ας δούμε πως εξελίχθηκε και το κεντρικό σχέδιο της ΚΔ και της ΒΚΟ, η εξέγερση δηλαδή στη Βουλγαρία με την βοήθεια της ΕΜΕΟ. Η Κομιντέρν θα διοργανώσει μια νέα συνάντηση μεταξύ της ΕΜΕΟ και των Φεντεραλιστών τον Μάιο του 1924 στη Βιέννη, όπου θα κατορθώσει να συναφθεί μια συνεργασία των δύο οργανώσεων με στόχο την υποστήριξη της εξέγερσης του ΚΚΒ με την ταυτόχρονη κήρυξη επανάστασης από την ΕΜΕΟ στην Βουλγαρική Μακεδονία και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή του Πετριτσίου. Η πρόωρη δημοσιοποίηση της απόφασης της Βιέννης (ντοκουμέντα του Μαΐου) από το περιοδικό-όργανο της ΒΚΟ «Federacion Balkanique» τον Ιούλιο του 1924[59] θα επισπεύσει τις εξελίξεις. Η κυβέρνηση Τσανκώφ θα προβεί σε αντικομμουνιστικό πογκρόμ και το ΚΚΒ θα αναγκαστεί να ανακηρύξει την εξέγερση το Σεπτέμβρη του 1924. Η ΕΜΕΟ για δεύτερη φορά αντί να υποστηρίξει τους υποτιθέμενους νέους της συμμάχους και να κηρύξει την «Αυτόνομη Δημοκρατία του Πετριτσίου» θα επιδοθεί σε μια εμφύλια σύγκρουση με στόχο την εκκαθάριση των αριστερών-κομμουνιστικών και φεντεραλιστικών στοιχείων από τους κόλπους της μένοντας πιστή στην κυβέρνηση Τσανκώφ και τη Βουλγαρική αστική τάξη. Η εξέγερση του ΚΚΒ αυτή τη φορά θα κρατήσει παραπάνω αλλά θα ηττηθεί και πάλι, πετώντας στο κάλαθο των αχρήστων τα φιλόδοξα σχέδια της Κομιντέρν.


5. Από την Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη στην αναγνώριση του μακεδονικού έθνους από την Κομιντέρν, και το νέο σύνθημα για ίσα δικαιώματα στις μειονότητες (1925-1935)


Οι τόσο αρνητικές εξελίξεις στην ανάπτυξη του σχεδίου της Κομιντέρν στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων και πιο συγκεκριμένα στη Βουλγαρία σε συνδυασμό με τη νέα προδοσία της ηγεσίας της ΕΜΕΟ θα αναγκάσουν την πείσμωνα ηγεσία της ΚΔ να αλλάξει μερικώς στάση. Το παράδοξο σε αυτή τη συγκυρία είναι ότι δεν θα αλλάξει άρδην στάση πάνω στο θέμα, με μια επιχειρούμενη ανατροπή του συνθήματος για Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη που τόσο πολύ κόστισε στο βαλκανικό κομμουνιστικό κίνημα, αλλά θα υποστηρίξει έναν διαφορετικό δρόμο, μια νέα τακτική σταθερά υποστηρικτική στο εγκεφαλικό σχέδιο της αποκοπής ενός κομματιού της Μακεδονίας από τις τρεις διαφορετικές χώρες που το κατέχουν.


Πιο συγκεκριμένα μετά το ολοκληρωτικό ναυάγιο στις επαφές με την ΕΜΕΟ η ΚΔ θα συνειδητοποιήσει ότι είναι μάλλον αδύνατος ο προσεταιρισμός των ηγετικών στελεχών της οργάνωσης στο κομμουνιστικό κίνημα ειδικότερα μετά την άνοδο στην ηγεσία της οργάνωσης, μέσα από ένα λουτρό αίματος, το 1924 του υπερεθνικιστή Βουλγαρομακεδόνα Ιβάν (Βάντσο) Μιχαήλωφ[60]. Με αυτά τα δεδομένα η Κομιντέρν επέλεξε εμμένοντας στη θέση της για Ανεξαρτησία της Μακεδονίας να ιδρύσει μια ελεγχόμενη από την ίδια, νέα ΕΜΕΟ υπό την ονομασία ΕΜΕΟ (ενωμένη).Η νέα οργάνωση θα συγκροτηθεί τον Οκτώβριο του 1925 στη Βιέννη. Στην ίδια οργάνωση θα συμμετέχουν και τα υπολείμματα των Φεντεραλιστών, των Ιλιντενιστών και όσων ακόμα προοδευτικών και αριστερών στοιχείων διεσώθηκαν από τον εμφύλιο στις γραμμές της ΕΜΕΟ. Η νέα ΕΜΕΟ(εν.) θα αποτελέσει ένα συνονθύλευμα από μέλη του ΚΚΒ, αριστερούς πατριώτες Μακεδόνες, και άλλους, ενώ ουσιαστικά η εξουσία θα ασκείται κυρίως από τα μέλη του ΚΚΒ με την υψηλή εποπτεία της ΚΔ. Η ολοκληρωτική πάντως σοβιετοποίηση της οργάνωσης θα επέλθει μόνο μετά το 1931 και τον παραγκωνισμό της πατριωτικής τάσης των φεντεραλιστών του P. Shatev[61] και την ανάδειξη του Ντ. Βλάχωφ[62], ως ηγέτη της οργάνωσης. Παρόλα αυτά η σημαντικότητα των διαδικασιών και των αποφάσεων της ΕΜΕΟ(εν.) παραμένει μικρή καθώς η οργάνωση δεν θα καταφέρει σε κανένα σημείο της δεκαετούς της περίπου διαδρομής να μαζικοποιηθεί. Θα παραμείνει ένα πιόνι στη σκακιέρα του Μακεδονικού υποκινούμενο από το χέρι της Κομμουνιστικής Διεθνούς.


Παράλληλα με την ίδρυση της ΕΜΕΟ (εν.) η ΚΔ θα κάνει και άνοιγμα προς τη Γιουγκοσλαβία με την στροφή της στο ζήτημα της κρατικής πολιτικής. Έπειτα και από τη δεύτερη ήττα του ΚΚΒ, με την οποία πλέον το κόμμα αποδυναμώθηκε αισθητά, η ΚΔ θα υιοθετήσει νέα πολιτική όσο αφορά στο γιουγκοσλαβικό θέμα, στηρίζοντας πλέον την ομοσπονδιοποίηση της χώρας. Αυτή η αλλαγή θα αφήσει ένα ανοιχτό παράθυρο για μερική μετατροπή της θέσης στο Μακεδονικό αφού θα αναδιατάξει τους συντελεστές του ζητήματος σε νέα βάση. Με λίγα λόγια η θέση για ομοσπονδιοποίηση της Γιουγκοσλαβίας άνοιγε την προοπτική για ενσωμάτωση της Αυτόνομης Μακεδονίας των Σκοπίων στην Σλαβική Ομοσπονδία.


Ας δούμε όμως τις πολιτικές εξελίξεις στα κομμουνιστικά κόμματα των Βαλκανίων την ίδια περίοδο, όπου κεντρικό ρόλο παίζουν οι συνέπειες της υιοθέτησης της θέσης της 6ηςΣυνδιάσκεψης της ΒΚΟ για το Μακεδονικό, και οι προσπάθειες για ανατροπή της.


Στη Βουλγαρία όπως είδαμε το εκεί ΚΚ περνάει μια φοβερή κρίση όχι τόσο λόγω των εθνικών θέσεών του, αφού η υποστήριξη της ΚΔ σε αυτόν τον τομέα, το διαφύλαξε από το να αποτελέσει αυτό αφορμή για καταστολή. Η διάλυση σχεδόν του κόμματος αυτή την περίοδο οφείλεται στις δυο αποτυχημένες απόπειρες του να καταλάβει δια της βίας την εξουσία. Σε συνάρτηση αυτής της εξέλιξης θα αποδυναμωθούν και οι θέσεις του Κόμματος όσο αφορά τη διεισδυτικότητά τους στ α διεθνή κομμουνιστικά όργανα, τα οποία χωρίς να ανατρέψουν τη θέση τους αναβαθμίζουν μερικώς το ρόλο της Γιουγκοσλαβίας και του εκεί ΚΚ.


Στη δε Γιουγκοσλαβία το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το εκεί ΚΚ έχει να κάνει με το γεγονός ότι βρίσκεται ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική διάλυση λόγω της συντριπτικής που εξαπολύει εναντίον των μελών του η Γιουγκοσλαβική μοναρχία, ταυτόχρονα με την διαρκή σύγκρουση που διεξάγει με την ΕΜΕΟ στα εδάφη της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας. Η ανάδειξη της ΕΜΕΟ ως εθνικιστικής και τερροριστικής οργάνωσης σε κράτος εν κράτει αυτή την περίοδο στη Βουλγαρική Μακεδονία και η επακόλουθη ανάπτυξη ένοπλων βάσεών της και στο Γιουγκοσλαβικό κομμάτι πολώνουν τις σχέσεις των δύο όμορων χωρών και απειλούν τα Βαλκάνια με πόλεμο. Στο εσωτερικό του ΚΚΓ η πολιτική της ΚΔ στο εθνικό εντείνεται με την οριστική μπολσεβικοποίηση του Κόμματος διαμέσου της διαγραφής του Σέρβου ηγέτη του κόμματος Σίμα Μάρκοβιτς και των υποστηρικτών του με τις αποφάσεις που θα παρθούν στο 3ο και 4ο συνέδριο του ΚΚΓ σε Βιέννη (1926) και Δρέσδη (Απρίλιος 1928) αντίστοιχα. Νέος ηγέτης θα εκλεγεί ο Κροάτης Τζάκοβιτς[63]. Αυτή η εκλογή που αποτελεί ουσιαστικά αποτέλεσμα των θέσεων της Κομιντέρν υπαγορεύεται στην κατεύθυνση του χτυπήματος του Μεγαλοσερβικού εθνικισμού καθώς οι νέοι υπολογισμοί της ΚΔ θέλουν η ηγεσία να παραδοθεί σε Κροάτες ώστε να δημιουργηθεί αφ’ ενός ένα αντίβαρο στον σερβισμό και αφετέρου η νέα ηγεσία να εκτελέσει πιο αποτελεσματικά
το σχέδιο για τη δημιουργία ενός ομόσπονδου κράτους με διακριτές τις εθνότητες που το αποτελούν[64]. Η περίοδος της κρίσης για το ΚΚΓ πάντως δεν θα ξεπεραστεί παρά μόνο μετά το 1935. Σε αυτί θα βοηθήσει και η ανατροπή του συνθήματος για ανεξάρτητη Μακεδονία από το 7ο συνέδριο της Κομιντέρν.


Στην Ελλάδα την επαύριο της δημοσίευσης της θέσης της ΒΚΟ για το εθνικό από τα κομματικά όργανα το ΚΚΕ θα περιέλθει κι αυτό με τη σειρά του σε μια περίοδο κρίσης. Οι διώξεις θα ενταθούν ενώ θα αρχίσει να χάνει τα όποια κοινωνικά ερείσματα είχε χτίσει έως τότε, καθιστώντας το κόμμα εθνικά αναξιόπιστο. Ο Κορδάτος, ο οποίος έχει παραμείνει στην ΚΕ του ΚΚΕ ήδη από το Μάη του 1925 συντάσσει εγκύκλιο της ΚΕ η οποία αποστέλλεται στην οργάνωση Μακεδονίας του Κόμματος με την οποία χαρακτηρίζει καταστροφική την θέση που υιοθετήθηκε στο εθνικό[65]. Παρόλα αυτά πάντως οι υποστηρικτές της θέσης ότι η εθνική πολιτική δεν κόστισε όσο πιστεύεται στο ΚΚΕ μπορούν να χρησιμοποιούν το επιχείρημα ότι στις εκλογές του 1926 το ΚΚΕ πετυχαίνει μια σημαντική για τα δεδομένα νίκη αφού καταφέρνει να εκλέξει 10 βουλευτές. Παρά την κατάκτηση αυτής της μερικής νίκης ο Κορδάτος θα επανέλθει με άρθρο του αυτή τη φορά στο Ριζοσπάστη όπου το 1927 όπου θα γράψει περί «διαλύσεως του ΚΚΕ από τότε που ο κομμουνισμός έδρασε στην Ελλάδα ως σύμμαχος του Βουλγάρικου σωβινισμού». Την ίδια χρονιά θα διαγραφεί μαζί με τον Αποστολίδη από το ΚΚΕ με απόφαση του 3ου τακτικού συνέδριου του Κόμματος. (Μάρτιος-Απρίλιος 1927).


Στο ίδιο συνέδριο πάντως σε επίπεδο εντυπώσεων τουλάχιστον θα δικαιωθούν οι θέσεις των Κορδάτου-Αποστολίδη καθώς ο πρώην άσπονδος αντίπαλος τους, Π. Πουλιόπουλος θα παραδεχτεί το “mea culpa” και θα είναι αυτός πρώτος που θα προτείνει την ανατροπή της απόφασης του 1924, ερχόμενος σε ανοιχτή σύγκρουση με την ΚΔ και την πολιτική της. Θα προτείνει την αντικατάσταση του συνθήματος για Ανεξάρτητη Μακεδονία από το σύνθημα για αυτοδιάθεση των μειονοτήτων μέχρι και την απόσχισή τους, ενώ θα τονίσει σαν μοναδική λύση την προοπτική της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας, επανερχόμενος ουσιαστικά στις θέσεις του ΣΕΚΕ(κ) πριν το 3ο έκτακτο συνέδριο. Τελικά, και με δεδομένη την άρνηση της Κομιντέρν για ανατροπή του συνθήματος μετά από αίτημα που κατέβαλε ο Σταυρίδης για λογαριασμό του ΚΚΕ με επιστολή στο προεδρείο της ΚΔ, το ΚΚΕ θα επιλέξει να εξακολουθήσει την ίδια γραμμή προς το παρόν με μια σημαντική διαφοροποίηση. Χρησιμοποιώντας τα ίδια τα εργαλεία της Κομιντέρν θα ορίσει σαν προεπαναστατική την περίοδο και θα υποβαθμίσει ενσυνείδητα το εθνικό ζήτημα έτσι ώστε το σύνθημα για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας να αποσιωπηθεί.


Από το 3ο τακτικό συνέδριο κι έπειτα το κόμμα θα μπει στην περίοδο που έχει μείνει γνωστή σαν «φραξιονιστική πάλη δίχως αρχές» ή λικβινταριστική περίοδος (1927-1931). Αυτή η διαδικασία θα απονεκρώσει ουσιαστικά τις λειτουργίες του Κόμματος, και θα αναγκάσει την ίδια την Κομιντέρν το Νοέμβριο του 1931 να αποστείλει έκκληση[66] προς τα μέλη του Κόμματος για ενότητα. Παρά τις αντίξοες συνθήκες οι προσπάθειες των στελεχών του ΚΚΕ για ανατροπή της γραμμής στο Μακεδονικό δεν θα σταματήσουν. Με απαρχή το συνέδριο του Κόμματος το 1927, το οποίο θα δώσει κάποια ισχυρά θεωρητικά και πολιτικά εργαλεία (βλ. εισήγηση Χ. Βατή «Το εθνικό ζήτημα και το Κόμμα μας[67]») θα ενταθούν οι προσπάθειες του ΚΚΕ να οριοθετήσει μια πιο ρεαλιστική πολιτική γραμμή στο εθνικό. Μια πρώτη επιτυχία θα σημειωθεί στην ευρεία ολομέλεια της ΚΔ το 1927 όπου μια πρώτη υποχώρηση θα κάνει ο ίδιος ο Κολάρωφ ο οποίος θα φανεί ανοιχτός προς την αντικατάσταση του συνθήματος με την πρόταση για αυτοδιάθεση των μειονοτήτων έως την απόσχιση τους.


Υποβοηθητικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία θα παίξει το κλείσιμο της περιόδου της «άνευ αρχών φραξιονιστικής πάλης» με τον διορισμό του Νίκου Ζαχαριάδη από την Κομιντέρν ως γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ. Η σταθεροποίηση που θα επέλθει στο κόμμα υπό τη νέα ηγεσία καθώς επίσης και η διείσδυση στελεχών του ΚΚΕ στην Κομιντέρν θα γείρει σταδιακά την πλάστιγγα υπέρ των θέσεων του ελληνικού Κόμματος πάνω στο εθνικό θέμα. Από την 4ηολομέλεια του ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1931 θα αποφασιστεί η δημοσιοποίηση από τον κομματικό τύπο της μετεξέλιξης της θέσης σε «αυτοδιάθεση έως απόσχιση». Η θέση αυτή θα αποτελέσει το πρώτο βήμα για την ολοκληρωτική αναθεώρηση της απόφασης για ανεξαρτητοποίηση της Μακεδονίας.


Αυτή η διαδικασία θα ολοκληρωθεί με το 7ο συνέδριο της Κομιντέρν (Ιούλιος-Αύγουστος 1935), το οποίο στο πλαίσιο της δημιουργίας των λαϊκών μετώπων –της συνεργασίας δηλαδή των ΚΚ με τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά- θα ανατρέψει την προηγούμενη απόφαση του 5ουσυνεδρίου για το Μακεδονικό και εν γένει για το εθνικό ζήτημα. Η νέα θέση θα επιδιώκει την εθνική και πολιτική ισοτιμία των μειονοτήτων[68].
Ένα χρόνο όμως νωρίτερα η Κομιντέρν διαμορφώνοντας τη νέα πολιτική της θέση ή καλύτερα ολοκληρώνοντας ότι είχε αρχίσει σαν στροφή το 1925-1926 θα αναγνωρίσει για πρώτη φορά την ύπαρξη Μακεδονικού έθνους σε συνεδρίαση της Βαλκανικής Γραμματείας (BLS), το Γενάρη του 1934. Η κίνηση αυτή είναι ένας καθαρός πολιτικός τακτικισμός. Θέλοντας η ΚΔ να ανακόψει τη σύνδεση της Χιτλερικής Γερμανίας με τη Βουλγαρία με αφορμή το Μακεδονικό, κατέβαλε οποιαδήποτε προσπάθεια ώστε να αποδυναμώσει τα ερείσματα της Βουλγαρίας στην ευρύτερη Μακεδονία. Πρώτος στόχος ήταν η άρνηση την βουλγαρικότητας των κατοίκων της Μακεδονίας η οποία αποτελούσε το βασικό επιχείρημα της Βουλγαρίας για τις διεκδικήσεις της στην περιοχή. Παράλληλα για την αποφυγή παρόμοιου σεναρίου αυτή τα φορά με αφορμή την περίπτωση της Κροατίας θα έπρεπε να δημιουργηθούν ΚΚ ανά έθνος μέσα στη Γιουγκοσλαβία τα οποία θα ασχοληθούν εντονότερα με τα κατ’ εξοχήν εθνικά τους ζητήματα έτσι ώστε να αποτρέψουν τη συμμαχία των κρατών τους με τη ναζιστική Γερμανία. Τραγική ειρωνεία θα αποτελέσει η συμμετοχή του ίδιου του Κολάρωφ στην διαδικασία της ΚΔ μέσω της οποίας αναγνωρίστηκε το Μακεδονικό έθνος, σε μια κίνηση με σαφή αντιβουλγαρικά χαρακτηριστικά. Ήταν πλέον ξεκάθαρη η στροφή της ΕΣΣΔ μέσω της Κομιντέρν στη στήριξη της Γιουγκοσλαβίας ώστε αυτή να αποτελέσει ένα ισχυρό ανάχωμα στην διείσδυση του ναζισμού στα Βαλκάνια. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι με την ίδια απόφαση προβλεπόταν η ίδρυση των ΚΚ Σλοβενίας Κροατίας και αργότερα και Μακεδονίας[69].

Αυτή η νέα απόφαση της Κομιντέρν θα έπρεπε ασφαλώς να αναπαραχθεί από και από τα Βαλκανικά ΚΚ. Στη Βουλγαρία ήταν η σειρά του ΚΚΒ να προσπαθεί να εφεύρει ελιγμούς έτσι ώστε να αποφύγει την κρατική καταστολή. Το σύνολο της δράσης του για την υπεράσπιση της γραμμής για ύπαρξη Μακεδονικού έθνους θα εξαντληθούν στο τύπωμα κάποιων φυλλαδίων και την ίδρυση κάποιων φιλοσοφικών μακεδονικών ομίλων. Στην Ελλάδα μετά από διαρκείς εκκλήσεις της ΚΔ να ιδρυθούν οργανώσεις της ΕΜΕΟ (εν.) και εκεί, η ηγεσία θα ανταποκριθεί μετά από μια χρόνια σιωπή. Έτσι θα δημιουργηθούν το 1933 κάποιοι πρώτοι οργανωτικοί θύλακες της ΕΜΕΟ (εν.) και στην Ελλάδα, οι οποίοι ουσιαστικά θα επιφορτιστούν από το 1934 σε συνεργασία με το ΚΚΕ την προπαγάνδιση της ύπαρξης Μακεδονικού έθνους και των διεκδικήσεων που αυτό θέτει. Η οργάνωση θα παραμείνει μια άμαζη μάζωξη στελεχών Σλαβομακεδονικής καταγωγής του ΚΚΕ. Η υπόλοιπη δράση του ΚΚΕ γύρω από το θέμα θα είναι η δημοσιοποίηση φυλλαδίων και άρθρων στον κομματικό τύπο.

Στη Γιουγκοσλαβία παρουσιάστηκε πιο έντονη δράση από μεριάς ΚΚΓ σε καμία περίπτωση πάντως καθοριστική. Το ΚΚΓ σε αντίθεση με το ΚΚΕ είχε πολύ νωρίτερα δημιουργήσει οργανώσεις της ΕΜΕΟ (εν.) στην γιουγκοσλαβική Μακεδονία οι οποίες όμως είχαν εξαρθρωθεί από τις αρχές. Η διάλυση της κεντρικής ΕΜΕΟ (εν.) το 1935 απέτρεψε το ΚΚΓ απ’ την ανάληψη πρωτοβουλίας για επανασύσταση της οργάνωσης. Αντί αυτού με πρωτοβουλία του κόμματος συστήθηκε η –βραχύβια- Μακεδονική φοιτητική ομάδα του ΜΑΝΑΡΟ το 1936, η οποία μπόρεσε να λειτουργήσει με μικρή απήχηση έως το 1939[70].


Με την ανατροπή πάντως των προηγούμενων αποφάσεων από το 7ο συνέδριο της ΚΔ το 1935 τα ΚΚ των Βαλκανίων σίγουρα νοιώσανε πιο ελεύθερα ώστε να αναπτύξουν την δική τους αυτόνομη πολιτική και πάνω στο εθνικό ζήτημα. Έτσι η επόμενη περίοδος από το 1935 έως την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα χαρακτηριστεί από την διαδικασία χτισίματος της πατριωτικής γραμμής των ΚΚ ώστε αυτά να μπορέσουν να συνδεθούν με τους υπόλοιπους αντιφασιστικούς σχηματισμούς ώστε να κατορθώσουν να παράξουν μια αποτελεσματική αντίσταση απέναντι στο φασισμό και τον ναζισμό. Ακόμα και στην ίδια την ΕΣΣΔ ο Στάλιν προσπαθώντας να συσπειρώσει όλα τα τμήματα του κοινωνικού κορμού της Σοβιετικής Ένωσης θα κάνει λόγω για τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο.


Στην Ελλάδα η αλλαγή πλεύσης θα επικυρωθεί τόσο από την 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ (Γενάρης 1934)[71] όσο και από το 5ο τακτικό του συνέδριο τον Μάιο του 1934. Η διαδικασία θα ολοκληρωθεί με το 6ο συνέδριο του Κόμματος το Δεκέμβρη του 1935 στο οποίο θα επικυρωθούν και οι αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Γ’ Διεθνούς[72]. Στο πλαίσιο των αποφάσεων αναφερόντουσαν ως λόγοι της αλλαγής του συνθήματος και της πολιτικής η νέα εθνολογική σύσταση που έχει προκύψει στη Μακεδονία και η προτεραιότητα του Κόμματος να δημιουργήσει το Αντιφασιστικό λαϊκό μέτωπο.


Συμπεράσματα



Με την ίδρυση της Κομιντέρν το Μακεδονικό ουσιαστικά μπαίνει σε μια νέα φάση όπου ο κομμουνιστικός παράγοντας γίνεται μια υπολογίσιμη δύναμη, καθώς με τη δυναμική του ένταξη στο πολιτικό και γεωπολιτικό σκηνικό διεκδικεί μια λύση του θέματος με τους δικούς του όρους και υπέρ των δικών του διεθνών συμφερόντων. Η Κομιντερν θα αναγκάσει σε μεγάλα λάθη τους πολιτικούς της εκφραστές στα Βαλκάνια, τα κατά τόπους ΚΚ. Αρχικά θα τα εμπλέξει σε μια πολύ δύσκολη σπείρα της εξέλιξής τους καλώντας τα να υποστηρίξουν το εγκεφαλικό της σχέδιο για μια «Ενιαία κι Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη». Η –αναγκαστική- υιοθέτηση αυτής της θέσης από τα ΚΚ θα τα οδηγήσει πολύ κοντά στη διάλυσή τους. Η αποτυχία των σχεδιασμών της Κομιντέρν για την επιτυχία μιας επανάστασης που θα ξεσπούσε κυρίως στο Βουλγαρικό έδαφος και θα εξαπλωνόταν σε όλα τα Βαλκάνια οδήγησε σε μια μερική στροφή της ακολουθούμενης πολιτικής χωρίς όμως να ανατρέπει τον πυρήνα κάθε αυτό του σχεδιασμού. Μέσα από μια επίπονη διαδικασία μπολσεβικοποίησης των κομμάτων η οποία θα σημαδευτεί από διασπάσεις στο ΚΚΓ και στο ΚΚΕ, τελικά τα Βαλκανικά ΚΚ θα υποταχθούν εξ’ ολοκλήρου στην Κομιντέρν. Η διαδικασία θα ολοκληρωθεί άκομψα με το διορισμό σε μια τουλάχιστον περίπτωση γραμματέα απ’ ευθείας από την ΚΔ, αυτόν του ΚΟΥΤΒΗ[73] Ν. Ζαχαριάδη ο οποίος θα αναλάβει την ηγεσία του ΚΚΕ το 1931. Σε έναν από τους τελευταίους της τακτικούς ελιγμούς η Κομιντέρν το 1934 θα αναγνωρίσει την ύπαρξη Μακεδονικού έθνους εμπλέκοντας και πάλι τα Βαλκανικά ΚΚ σε έναν νέο γύρο συγκρούσεων με τις αρχές των χωρών τους. Στόχος αυτών των πολιτικών ήταν πάντα με τον έναν ή άλλο τρόπο η εξυπηρέτηση των σχεδίων που εξυφαίνονταν στη Μόσχα είτε για να ανατραπούν σε πρώτη φάση οι διεθνείς συσχετισμοί υπέρ της (1923), είτε για να διατηρήσει μια ισορροπία διεθνών δυνάμεων απέναντι στην άνοδο του φασισμού και του ναζισμού. (1934-1935). Με την άνοδο των φασιστικών κινημάτων η ΕΣΣΔ θα δείχνει αφενός να ξεπερνάει το σύνδρομο καταδίωξης που την κατατρέχει μετά την Ουκρανική εκστρατεία του1918 ενώ θα υποβαθμίσει την επαναστατική της κατεύθυνση ώστε να μπορέσει να συνεργαστεί όχι μόνο με τους σοσιαλιστές αλλά και με τις ίδιες τις καπιταλιστικές δυτικές Δυνάμεις και τις ηγεσίες τους στον πόλεμο ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό.


Η περίοδος που θα σημαδευτεί μετά το 1935 με την ανατροπή του συνθήματος για Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη θα επιτρέψει στα ΚΚ να διαμορφώσουν μια αυτόνομη εθνική πολιτική και για πρώτη φορά να περάσουν την κοινωνική επανάσταση μέσα από την θύρα του εθνικού κινήματος με μια ρεαλιστική αυτή τη φορά βάση και όχι στα πλαίσια αντιδιαλεκτικών τυχοδιωκτισμών. Η νέα αυτή πολιτική που θα ακολουθηθεί και θα χαραχτεί υπό το «εθνικά υπεύθυνο» σύνθημα της «ισοτιμίας των μειονοτήτων» μέσα στον εθνικό κορμό θα αποτελέσει μια πατριωτική πολιτική θέση η οποία θα διευκολύνει όλα τα μεγαλειώδη εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των Βαλκανίων να ντυθούν στα χρώματα των Κομμουνιστικών Κομμάτων που θα τα εμπνεύσουν. Απότοκο αυτής της διαδικασίας θα είναι τελικά η ευόδωση του βασικού στόχου της μεσοπολεμικής Κομιντέρν, η κατάληψη δηλαδή της εξουσίας σε όλα τα Βαλκάνια –πλην της Ελλάδας- από τα ΚΚ, μεταπολεμικά. Με μια διαφορά. Η Κομιντέρν δεν θα «επιζήσει» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να δει την πολιτική αναδιαμόρφωση του Βαλκανικού χάρτη. Το 1943 σε μια ακόμη καθαρά τακτική κίνηση του Στάλιν με αφορμή το παζάρεμα του κόσμου την περίοδο πριν την υπογραφή της Γιάλτας, η Κομιντέρν θα περάσει στην ιστορία.


Οι αποφάσεις της παίξανε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση μιας ιστορικής περιόδου που αποτελεί ταυτόχρονα και σημαντική -νέα- φάση του Μακεδονικού Ζητήματος. Επηρεασμένη από έναν ρομαντικό διεθνισμό ο πρώιμος επαναστατικός της χαρακτήρας θα διαμορφώσει εν μέρει ανατρεπτικές συνθήκες, οι οποίες τελικά όμως θα καταρρεύσουν λόγω της καταστολής αφενός αλλά και της ίδιας της ανεδαφικότητάς τους από την άλλη. Με την «ενηλικίωσή» της η ΚΔ θα μάθει να μην «παίζει με την φωτιά» καθώς θα ακολουθήσει πιο συντηρητικά σχήματα υπηρέτησης των κομμουνιστικών συμφερόντων και της ΕΣΣΔ. Αυτή η στάση θα επηρεαστεί από πολλούς ακόμη παράγοντες που έχουν να κάνουν με τους διεθνής συσχετισμούς.


Τέλος η παρατήρηση για τη σημαντικότητα των θέσεων της ΚΔ αντλείται από την ουσιαστική επιρροή που κατόρθωσε τελικά να ασκήσει αυτή στα Βαλκανικά ΚΚ. Ειδικότερα την περίοδο της «επαναστατικής τρέλας» του 1923-1924. Παρόλα αυτά σήμερα πια μπορούμε να πούμε ότι η στοίχιση των ΚΚ πίσω από την Κομιντέρν έγινε περισσότερο για τυπικούς λόγους που θα προφύλαγαν τα Κόμματα αυτά από την διαγραφή τους από τα διεθνή όργανα και τη συνακόλουθη απομόνωσή τους. Ουσιαστικά τόσο η βάση τους όσο και ένα μεγάλο (ίσως και πλειοψηφικό στην πραγματικότητα) μέρος της ηγεσίας τους ποτέ δεν αποδέχτηκε ως ορθή την θέση της Κομιντέρν για το εθνικό και ειδικότερα για το Μακεδονικό ζήτημα. Από πολιτικής άποψης αποτέλεσε μια τακτική κίνηση η οποία αποσκοπούσε στην επίκαιρη ανάγκη για στήριξη του ΚΚΒ στην προετοιμαζόμενη από αυτό επανάσταση. Στήριγμα αυτής της προσέγγισης που καταθέτουμε, αποτελεί η διαρκής προσπάθεια των μελών κυρίως του ΚΚΕ αλλά και του ΚΚΓ να ανατρέψουν αυτή την απόφαση την επαύριο της υιοθέτησής της.


Εν τέλει η υιοθέτηση του συνθήματος της «ενιαίας κι Ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης» από τα ΚΚ που αποτέλεσε την πιο πολυσυζητημένη «συμβολή» της Κομιντέρν στο ζήτημα, μπορούμε να πούμε ότι η σημαντικότητα της αναδείχθηκε κατά τις πολιτικές της χρήσεις στο επόμενο χρονικό διάστημα παρά από την ίδια την ουσία της θέσης και των πραγματικών συνεπειών που αυτή επέφερε. Για τον γράφοντα πιο σημαντική θέση της Κομιντέρν γύρω από το Μακεδονικό αποτελεί η αναγνώριση Μακεδονικού έθνους καθώς αυτή η θέση δημιουργεί προηγούμενο και διαμορφώνει ουσιαστικά τη νέα βάση του προβλήματος πάνω στην οποία θα αναπτυχθεί η συνέχιση του Μακεδονικού ζητήματος με νέους όρους μέχρι και σήμερα. 
 
[1] Βλ. Ε. Κωφός: «Η Ελλάδα και το Ανατολικό Ζήτημα, 1875-1881». (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2001)
[2] Βλ. Ν. Βλάχος: «Το Μακεδονικό ως φάση του Ανατολικού Ζητήματος 1878 – 1908». (Αθήνα 1935)
[3] Βλ. Γ. Μέγας: «Η επανάσταση των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη». (UniversityStudio Press, Θεσσαλονίκη 2003)
[4] Βλ. John Reed: «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011)
[5] Βλ. Συλλογικός τόμος: «Η Κομμουνιστική Διεθνής 1919-1943» (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2003)
[6] Βλ. Σπ. Σφέτας: «Το Μακεδονικό και η Βουλγαρία. Πλήρη τα απόρρητα Βουλγαρικά έγγραφα 1950-1967». (Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2009), Κων. Κατσάνος: «Το Μακεδονικό και η Γιουγκοσλαβία. Πλήρη τα απόρρητα γιουγκοσλαβικά αρχεία 1950-1967». (Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2009), Ι. Σ. Κολιόπουλος – Ι. Δ. Μιχαηλίδης (επιμ.) «Το Μακεδονικό στα ξένα αρχεία. Απόρρητα έγγραφα Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας (1950-1967)».
[7] Βλ. Α. Παπαπαναγιώτου: «Το Μακεδονικό Ζήτημα και το Βαλκανικό Κομμουνιστικό Κίνημα 1918-1939 (Θεμέλιο, Αθήνα 1992), Α. Δάγκας- Γ. Λεοντιάδης: «Κομιντέρν και Μακεδονικό ζήτημα. Το ελληνικό παρασκήνιο». (Τροχαλία, Θεσσαλονίκη 1997), Σπ. Σφέτας: «Η γέννηση του Μακεδονισμού στο Μεσοπόλεμο» (ΙΜΜΑ), Δ. Λιβάνιος «Η Μακεδονία των Κομμουνιστών. Όψεις της πολιτικής του ΚΚΕ και του ΚΚΓ για το Μακεδονικό ζήτημα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου 1918-1940». (Θεσσαλονίκη 1991).


[8] Βλ. S. Bernstein – P. Milza: «Ιστορία της Ευρώπης» (Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997)
[9] Βλ. William Foster: «Ιστορία των τριών Διεθνών» (Δωρικός, Αθήνα 1990)
[10] Παρά τις έντονες καταδίκες που υπερψήφιζε η Β’ Διεθνής στα συνέδρια της και τον χαρακτηρισμό ως ιμπεριαλιστικού του πολέμου που ήταν “ante portas” στην ουσία στήριξε την διεξαγωγή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ενδοτική στάση των σοσιαλδημοκρατών υπογραμμίστηκε με την υπερψήφιση των νομοσχεδίων που αφορούσαν στις πολεμικές δαπάνες στα εθνικά κοινοβούλια όπου συμμετείχαν.
[11] Ο Λένιν θα διαμορφώσει μια εντελώς διαφορετική στάση απέναντι στο σοσιαλσωβινισμό προτείνοντας την εκμετάλλευση του πολέμου για μετατροπή του σε εμφύλιο ταξικό πόλεμο. Τελικά η Β’ Διεθνής θα καταρρεύσει όντως εν μέσω του πολέμου το 1916 για να επανασυστηθεί ως Σοσιαλδημοκρατική και Εργατική Διεθνής το 1919. Μετεξέλιξη αυτής της διεθνούς αποτελεί η ιδρυμένη το 1951 Σοσιαλιστική Διεθνής (SI) η οποία υφίσταται ακόμα και σήμερα.
[12] Πρώτο βήμα και πρόδρομος της Γ’ Διεθνούς θα αποτελέσει η Διεθνής Συνάντηση του Τσίμμερβαλντ τον Σεπτέμβριο του 1915.
[13] Βασικότερος εκ των οποίων εμφανίζεται ο συντριπτικός αριθμός των αγροτών οι οποίοι επιζητούν αναδασμό της γης, αίτημα που καλύπτουν με τα πολιτικά τους προγράμματα σχεδόν αποκλειστικά οι διάφορες εκφάνσεις του σοσιαλιστικού φάσματος.
[14] Hristo Botev: Γεννήθηκε στις 6-1-1848 και πέθανε την 1η Ιουνίου του 1876. Αποτελεί τον εθνικό ποιητή και λαϊκό ήρωα των Βουλγάρων καθώς ανέπτυξε επαναστατική απελευθερωτική δράση ενάντια στις Οθωμανικές αρχές την περίοδο από το 1870 έως το θάνατό του. Ο Botev είναι επίσης γνωστός ταυτόχρονα για τις αναρχικές του ιδεολογικές απόψεις, ενώ διατηρεί και σχέσεις με Ρώσους αναρχικούς της περιόδου.
[15] Πρόκειται για τη «δεξιά»σοσιαλδημοκρατική τάση του κόμματος.
[16] Βλ. Δάγκας – Αποστολίδης: «Η Σοσιαλιστική Οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης 1909-1918». (ΚΜΕ, Αθήνα 1989), σελ. 72 υποσημ. 3.
[17] Βλ. S. Alexander: «Το εργατικό κίνημα στη Σερβία και την πρώην Γιουγκοσλαβία». (πρακτ. συνεδρίου «Κρίση, Πόλεμος και η Παγκόσμια Οικονομία – Οι Προοπτικές της Οργανωμένης Εργατικής Τάξης στις Χώρες της Πρώην Γιουγκοσλαβίας», μτφρ. Will Firth, Δεκέμβριος 2007)
[18] Την ίδια χρονιά το ΚΚΓ θα πετύχει μεγάλη εκλογική νίκη με την ανάδειξή του σε τρίτο κόμμα με 58 έδρες στη Βουλή. Ταυτόχρονα το ποσοστό που θα αποσπάσει στη περιοχή της Μακεδονίας θα αγγίξει το 30%. Ο «σερβισμός» του όμως θα θεωρηθεί ο κύριος λόγος από την Κομιντέρν για την απώλεια δυνάμεων στο χώρο της Μακεδονίας. Σύμφωνα με την ίδια προσέγγιση πολλοί Μακεδόνες αγρότες στράφηκαν προς τη δυναμική ΕΜΕΟ. Αυτή η αντίληψη θα αποτελέσει παράγοντα διαμόρφωσης της νέας θέσης της Κομιντέρν για το Μακεδονικό.
[19] Βλ. Δάγκας – Αποστολίδης ο.π. σελ. 132
[20] Οι δύο άλλες -μικρές- σοσιαλιστικές οργανώσεις που υπάρχουν την ίδια περίοδο στην Ελλάδα του Πλ. Δρακούλη και του Ν. Γιαννιού θα υποστηρίξουν την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Η Φεντερασιόν θα καταδικάσει όμως την φιλοπόλεμη στάση τους.
[21] Αυτή η σύγκρουση θα στοιχίσει στον Μπεναρόγια τη διαγραφή του από το κόμμα το 1924.
[22] Εδώ αναφέρονται με τον γενικόλογο τίτλο «αριστερά» καθώς βρισκόμαστε στο μεταίχμιο όπου όλα τα Βαλκανικά Σοσιαλιστικά κόμματα μετατρέπονται με διάφορες ταχύτητες σε Κομμουνιστικά, οπότε και δεν είναι ξεκάθαρος ο ιδεολογικός τους χαρακτήρας.
[23] Ανάμεσα σε διάφορες χώρες που θα αποστείλουν στρατεύματα συγκαταλέγεται και η Ελλάδα μετά την απόφαση του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Γάλλου ομολόγου του Κλεμανσώ. Έτσι το 1918 23.551 άνδρες του ελληνικού στρατού θα αναπτυχθούν στην Ουκρανία. Η εκστρατεία θα γνωρίσει παταγώδη αποτυχία, ενώ θα έχει αρκετά δυσάρεστες συνέπειες στο μέλλον για την Ελλάδα και τις σχέσεις της με τη νεαρά Σοβιετική Ένωση.
Βλ. Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ/ΓΕΣ): «Το ελληνικόν εκστρατευτικόν Σώμα εις μεσημβρινήν Ρωσίαν» (Αθήναι 1960).
[24] Η οποία την ίδια περίοδο διαμορφώνει την άποψη ότι η Γιουγκοσλαβία λόγω της πολυεθνικής της σύνθεσης θα καταρρεύσει υπό το βάρος των εθνικιστικών αποσχιστικών τάσεων. Αυτή η εξέλιξη φαντάζει θετική στα μάτια των Σοβιετικών καθώς θεωρούν την Γιουγκοσλαβία ισχυρό σύμμαχο της Αντάντ στα Βαλκάνια.
[25] Sima Markovic: Γεννήθηκε την 8η Νοεμβρίου του 1888 και πέθανε στις 19 Απριλίου του 1939. Πρόκειται για την ιστορική και ηγετική φιγούρα του σοσιαλιστικού κινήματος στη Σερβία τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Σημαντικός πολιτικός ηγέτης και επιστήμονας θα αποτελέσει τον πόλο συσπείρωσης των σοσιαλιστών που διαφωνούν με τη γραμμή της ΕΣΣΔ στο Μακεδονικό ζήτημα. Η ανυπακοή του αυτή δεν θα περάσει απαρατήρητη, θα εκτελεστεί το 1939 από τις Σοβιετικές αρχές στα πλαίσια των μεγάλων εκκαθαρίσεων του 1937-1939, όταν και θα κατηγορηθεί με τη συνήθη κατηγορία του τροτσκιστή-πράκτορα της Intelligence Service. Στην ΕΣΣΔ είχε καταφύγει μετά τη δραπέτευσή του το 1935 και είχε καταλάβει τη θέση του συνεργαζόμενου φυσικού με το Ινστιτούτο Φιλοσοφίας και Φυσικής του Σοβιετικού Πανεπιστημίου.
[26] Πιέσεις θα δεχτεί από τον Κολάρωφ ο Έλληνας εκπρόσωπος του ΣΕΚΕ(κ) Γεωργιάδης στο περιθώριο του 3ου Συνεδρίου της ΚΔ (Μόσχα, Άνοιξη 1921) ώστε το ΚΚΕ να αποδεχτεί την θέση του ΚΚΒ για την Μακεδονία. Ο Γεωργιάδης δεν θα ενδώσει στις πιέσεις.
[27] Βλ. Δάγκας-Λεοντιάδης: «Κομιντέρν και Μακεδονικό Ζήτημα» σελ. 31
[28] Bela Kun: Γεννημένος στις 20 Φλεβάρη του 1886, πέθανε μάλλον τη 19ηΑυγούστου του 1938. Πρόκειται για τον Ούγγρο κομουνιστή που ηγήθηκε της βραχύβιας Σοβιετικής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας το 1919, η οποία διήρκησε μόλις 5 μήνες. Μετά την πτώση της ΣΔΟ και εν μέσω ο Κουν κατέφυγε στην ΕΣΣΔ όπου και θα εκτελούνταν στο πλαίσιο των σταλινικών εκκαθαρίσεων του 1937-1939.
[29] Roza Luxembourg-Karl Liebknecht: Πρόκειται για τους ηγέτες της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Σπάρτακος, η οποία θα ηγηθεί της εξέγερσης του Γενάρη του 1919. Μετά από σκληρές μάχες 10 ημερών η εξέγερση θα κατασταλεί από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση η οποία θα έχει στο πλευρό της ακροδεξιές και παρακρατικές ομάδες και οργανώσεις. Η Ρόζα και ο Κάρλ θα συλληφθούν και θα εκτελεστούν κατά την διάρκεια της ανάκρισης τους το Γενάρη του ‘19. Το πτώμα της Λούξεμπουργκ θα πεταχτεί στα βρώμικα νερά του Βερολινέζικου ποταμού Σπρέε, απ’ όπου θα ανασυρθεί 4 μήνες αργότερα.
[30] Kurt Εisner: Γεννήθηκε στις 14 Μαΐου του 1867 και πέθανε στις 21 Φλεβάρη του 1919. Πρόκειται για τον πρωθυπουργό της βραχύβιας φιλοκομμουνιστικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας, γνωστής κι ως Βαυαρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας η οποία θα ανατραπεί μετά την ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των Κομμουνιστών και των φασιστικών Fraikorps, η οποία θα λήξει με την επικράτηση των τελευταίων.
Ο Αισνερ θα δολοφονηθεί ένα χρόνο μετά την δημιουργία της Δημοκρατίας της Βαυαρίας το Φλεβάρη του 1919 έπειτα από τρομοκρατική ενέργεια που θα κάνει εναντίον του φιλοβασιλικός φοιτητής.
[31] Μακεδονική Ομοσπονδιακή Προσφυγική Οργάνωση.
[32] Βλ. Παπαπαναγιώτου ο.π. σελ. 44-46.
[33] Σε αυτή την Συνδιάσκεψη εκπρόσωπος του ελληνικού τμήματος θα είναι ο όψιμος γραμματέας του ΣΕΚΕ(κ) Ν. Σαργολόγος, ο οποίος θα συνυπογράψει τις προτάσεις για το Μακεδονικό. Φοβούμενος τις αντιδράσεις όμως με την επιστροφή του στην Αθήνα από τους συντρόφους του θα καταχραστεί ένα σημαντικό ποσό που αποτελούσε έμβασμα της ΚΔ προς το ελληνικό κόμμα και θα διαφύγει στις ΗΠΑ. Στην επίσημη ιστοριογραφία του ΚΚΕ έχει καταγραφεί ως χαφιές και πράκτορας της Ασφάλειας.
[34] Βλ. Δάγκας-Λεοντιάδης ο.π. σελ.31.
[35] Vasil Kolarov: 1877-1950. Πρόκειται για τον Βούλγαρο Κομμουνιστή ηγέτη ο οποίος θα καταλάβει υψηλές θέσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα και στην Κομιντέρν.
[36] Ο.π. σελ. 41.
[37] Grigory Zinoviev: 1883-1936. Πρόκειται για τον Ρώσο κομμουνιστή ο οποίος συμμετείχε στην Οκτωβριανή Επανάσταση και κατείχε υψηλά αξιώματα τόσο στο ΡΚΚ(μπ.) όσο και στην Κομιντέρν. Θα εκτελεστεί από τις σταλινικές αρχές την περίοδο των «δικών της Μόσχας», με την κατηγορία του αντισοβιετικού πράκτορα.
[38] Η θεωρητική αποκρυστάλλωση της μαρξιστικής θέσης για το εθνικό ζήτημα θα δοθεί από το έργο του Στάλιν «Μαρξισμός και εθνικό ζήτημα» (Κοροντζή, Αθήνα 1945). Η τακτική της ΚΔ την περίοδο αυτή μάλλον δείχνει να αγνοεί το θεωρητικό πλαίσιο και τις αντικειμενικές συνθήκες που πρέπει να συντρέχουν ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο έθνος.
[39] Georgi Dimitrov: 1882-1949. Πρόκειται για τον Βούλγαρο κομμουνιστή ηγέτη, ο οποίος θα καταλάβει υψηλά αξιώματα τόσο στο ΚΚΒ όσο και στην Κομιντέρν, της οποίας θα διατελέσει και γενικός γραμματέας Την περίοδο 1946-1949 θα αναδειχθεί ηγέτης της Σοσιαλιστικής πλέον Βουλγαρίας. Το 1933 θα βρεθεί κατηγορούμενος σε Χιτλερικό δικαστήριο της Γερμανίας για το υποτιθέμενο κάψιμο του Ράιχσταγ.
[40] Πρόκειται για τη σοσιαλδημοκρατική θέση που θα διαμορφώσει ο Αυστριακός σοσιαλιστής Όττο Μπάουερ πάνω στο εθνικό, με την οποία θα υποστηρίξει την ενότητα των αυτοκρατορικών δυνάμεων με βάση μια πολιτιστική προσέγγιση των εθνικών χαρακτηριστικών η οποία αμβλύνει τις διαφορές τους.
[41] Dmitri Manuilsky: Πρόκειται για τον Ρώσο Κομμουνιστή, μέλος του ΡΚΚ(μπ.) ο οποίος κατέχει τη θέση του θεωρητικού της Κομιντέρν πάνω στο εθνικό την περίοδο που εξετάζουμε
[42] Βλ. Παπαπαναγιώτου ο.π. σελ. 60 και Δάγκας-Λεοντιάδης ο.π. σελ. 61.
[43] Βασικό επιχείρημα των Ελλήνων κομμουνιστών αποτελεί η εθνολογική ανατροπή που έχει συντελεστεί μετά την εγκατάσταση 700.000 χιλιάδων περίπου Ελλήνων μικρασιατών προσφύγων στην Μακεδονία. Χρησιμοποιώντας τα ίδια πολιτικά και θεωρητικά εργαλεία της ΚΔ η Ελληνική θέση ρίχνει το βάρος της στην διείσδυση του κόμματος στη μάζα των χιλιάδων προσφύγων. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματικά όσο επιβάλλεται η θέση της ΚΔ για από-αποικιοποίηση της Μακεδονίας από Έλληνες πρόσφυγες.
[44] Κ. Novakovic: Πρόκειται για τον Γιουγκοσλάβο κομμουνιστή, ο οποίος θα εκδώσει την μπροσούρα «η Μακεδονία στους Μακεδόνες, η γη στους Αγρότες» με την οποία θα προσπαθήσει να υποστηρίξει τις θέσεις της Κομιντέρν στο Μακεδονικό ζήτημα.
[45] Πράγματι η δράση της ΕΜΕΟ στο ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας θα είναι πολύ περιορισμένη καθ’ όλη την διάρκεια της δράσης της.
[46] Βλ. Δάγκας-Λεοντιάδης ο.π. σελ.66
[47] Βλ. Δάγκας-Λεοντιάδης ο.π. σελ. 68.
[48] Βλ. Δ. Λιβάνιος «Η Μακεδονία των Κομμουνιστών».
[49] Ο.π.
[50] Ένα από αυτά θα είναι η ανάδειξη του ζητήματος τακτικής πάνω στο Μακεδονικό σε αξιακό ζήτημα για την ένταξη του ΣΕΚΕ(κ) στην Κομιντέρν.
[51] Παντελής Πουλιόπουλος: 1900-1943. Πρόκειται για τον Έλληνα κομμουνιστή ο οποίος θα διατελέσει πρώτος γραμματέας του ΚΚΕ. Κατόπιν θα διαγραφεί από το κόμμα το 1927 λόγω της σύγκρουσής του με την Κομιντέρν και το πνεύμα του Σταλινισμού το οποίο επικρατεί στην ΕΣΣΔ. Θα αποτελέσει την ψυχή του αντιπολιτευτικού στον σταλινισμό τροτσκιστικού ρεύματος που θα δημιουργηθεί στην Ελλάδα την περίοδο από το 1927 κι έπειτα. Θα εξοριστεί πολλές φορές και θα φυλακιστεί από την Μεταξική δικτατορία. Τελικά θα εκτελεστεί το 1943 στο κάτεργο της Ακροναυπλίας από τις Ιταλικές δυνάμεις κατοχής το 1943.
[52] Ήδη βέβαια πρέπει να σημειώσουμε ότι η απόφαση είχε δημοσιευτεί μερικώς από την Κομμουνιστική Επιθεώρηση στα τέλη του 1924 με πρωτοβουλία του διευθυντή της Π. Πουλιόπουλου.
[53] Βλ. Δάγκας-Λεοντιάδης ο.π. σελ. 73.
[54] Γιάννης Κορδάτος: 1891-1961, Ιστορικό στέλεχος του Κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα και κορυφαίος μαρξιστής ιστορικός. Θα διαγραφεί από το ΚΚΕ μετά το 3οτακτικό του συνέδριο το 1927 ως δεξιός οπορτουνιστής θα παραμείνει όμως πιστός στις κομμουνιστικές του ιδέες.
[55] Θωμάς Αποστολίδης: 1892-1944 Θεσσαλός συνδικαλιστής στον χώρο των τυπογράφων και επικεφαλής της Πανεργατικής Ένωσης Βόλου. Ως γενικός γραμματέας του ΚΚΕ διαφώνησε με τη θέση για το «Μακεδονικό», απομακρύνθηκε και αργότερα διαγράφηκε (1929) για αντικομματική δράση. Συνεργάστηκε με τους σοσιαλιστές, τους αρχειομαρξιστές και επί δικτατορίας Μεταξά εξορίστηκε. Το 1943 έγινε γραμματέας της τροτσκιστικής οργάνωσης Επαναστατικό Σοσιαλιστικό (Κομμουνιστικό) Κόμμα. Εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1944.
[56] Λευτέρης Σταυρίδης: Πρόκειται για τον Έλληνα Κομμουνιστή, μέλος του ΚΚΕ ο οποίος ήταν ο θεωρητικός υπεύθυνος για την εισήγηση πάνω στο εθνικό στο 3οέκτακτο συνέδριο του ΣΕΚΕ(κ). Ο πρώην γραμματέας και βουλευτής του ΚΚΕ (1926-28) εξελίχτηκε στο σφοδρότερο εχθρό του. Μετά τη διαγραφή του «για παραγοντισμό» εντάχτηκε στον αστικοδημοκρατικό πολιτικό χώρο για να προσχωρήσει αργότερα στο φασιστικό-μεταξικό στρατόπεδο. Μεταπολεμικά έγραψε το βιβλίο «Τα παρασκήνια του ΚΚΕ», που χρησίμευσε ως βάση για τη συκοφάντηση του. Μετείχε στα αντικομμουνιστικά κέντρα της περιόδου 1950-1965, μισθοδοτούμενος από τα μυστικά κονδύλια των κυβερνήσεων Καραμανλή.
[57] Ο.π. σελ. 84.
[58] Για το πρόγραμμα δράσης του Κόμματος πάνω στο Μακεδονικό βλ. Παπαπαναγιώτου ο.π. σελ. 79.
[59] Για το περιεχόμενο της διακήρυξης βλ. Παπαπαναγιώτου ο.π. σελ. 50.
[60] Ivan Mihailov: Γεννήθηκε στο χωριό Novo Selo της Μακεδονίας στις 26 Αυγούστου 1896 και πέθανε υπέργηρος στην Ρώμη στις 5 Σεπτεμβρίου 1990 σε ηλικία 94 ετών. Το 1924, μετά την δολοφονία του Τόντωρ Αλεξάντρωφ, ανέλαβε την ηγεσία της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΒΜΡΟ) διατηρώντας την ηγετική αυτή θέση επί εξήντα έξι ολόκληρα χρόνια. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία των Βαλκανίων και πρωταγωνιστής των ιστορικών διακυμάνσεων που υπέστη το Μακεδονικό ζήτημα. Αργότερα θα συνεργαστεί τόσο με τους Κροάτες φασίστες του Πάβελ Άντιτς όσο και με τους ίδιους τους Χιτλερικούς.
[61] Pavel Shatev: Πρόκειται για τον Βουλγαρο-Μακεδόνα αναρχικό, ο οποίος ήταν ο μοναδικός επιζόντας της ομάδας των «Βαρκάρηδων» που εκδήλωσαν τις βομβιστικές επιθέσεις στη Θεσσαλονίκη εναντίον Οθωμανικών και διεθνών στόχων το 1903.
[62] Dimitar Vlahov: 1878-1953. Πρόκειται για τον Βουλγαρο-Μακεδόνα σοσιαλιστή πολιτικό του βραχύβιου Ομοσπονδιακού Λαϊκού κόμματος ο οποίος μετά τη διάλυσή του έδρασε μέσω της Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης, την οποία εκπροσώπησε ως βουλευτής. Αργότερα θα ενταχθεί στην ΕΜΕΟ (εν.) και θα αναδειχθεί σε ηγέτη της μετά το 1931.
[63] Από τότε και στο εξής όλοι ο γενικοί γραμματείς του ΚΚΓ θα έχουν Κροατική καταγωγή, με επιφανέστερο τον κατοπινό ηγέτη της χώρας στρατάρχη Τίτο.
[64] Βλ. Σ. Σφέτα, «Η γέννηση του Μακεδονισμού στο Μεσοπόλεμο» (Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα).
[65] Βλ. Παπαπαναγιώτου ο.π. σελ. 86-87.
[66] Βλ. Ριζοσπάστης 2/11/1931.
[67] Βλ. Παπαπαναγιώτου ο.π. σελ. 91.
[68] Με βάση αυτή την απόφαση θα διαλύθεί και η ΕΜΕΟ (ενωμένη) καθώς θα εγκαταλειφθεί το βασικό της σύνθημα. Η οργάνωση βέβαια είχε ήδη οδηγηθεί και στην πρακτική εξάρθρωση από τις βουλγαρικές αρχές μετά την δημοσιοποίηση της θέσης της Κομιντέρν για ύπαρξη ξεχωριστού Μακεδονικού έθνους (Φλεβάρης 1935).
[69] Μέχρι το 1937 πάντως λόγω αδυναμίας εξεύρεσης στελεχών το ΚΚΜ δεν θα έχει δημιουργηθεί ακόμη.
[70] Βλ. Σ. Σφέτας ο.π.
[71] Βλ. Α. Παπαπαναγιώτου ο.π. σελ. 99.
[72] Για το περιεχόμενο της απόφασης βλ. Α. Παπαπαναγιώτου ο.π. σελ. 103.
[73] Κομμουνιστιτσέσκαγια Ουνιβερσιτάτ Τραβαγιέρσκι Βαστόκ, η κομματική σχολή στελεχών της Σοβιετικής Ένωσης.




Ενδεικτική Βιβλιογραφία



- Ε. Κωφός: «Η Ελλάδα και το Ανατολικό Ζήτημα, 1875-1881». (Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2001)


- Ν. Βλάχος: «Το Μακεδονικό ως φάση του Ανατολικού Ζητήματος 1878 – 1908». (Αθήνα 1935)


- Γ. Μέγας: «Η επανάσταση των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη». (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003)


- John Reed: «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011)


- Συλλογικός τόμος: «Η Κομμουνιστική Διεθνής 1919-1943» (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2003)


- Σπ. Σφέτας: «Το Μακεδονικό και η Βουλγαρία. Πλήρη τα απόρρητα Βουλγαρικά έγγραφα 1950-1967». (Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2009)


- Κων. Κατσάνος: «Το Μακεδονικό και η Γιουγκοσλαβία. Πλήρη τα απόρρητα γιουγκοσλαβικά αρχεία 1950-1967». (Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2009)


- Ι. Σ. Κολιόπουλος – Ι. Δ. Μιχαηλίδης (επιμ.) «Το Μακεδονικό στα ξένα αρχεία. Απόρρητα έγγραφα Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας (1950-1967)».


- Α. Παπαπαναγιώτου: «Το Μακεδονικό Ζήτημα και το Βαλκανικό Κομμουνιστικό Κίνημα 1918-1939» (Θεμέλιο, Αθήνα 1992)


- Α. Δάγκας- Γ. Λεοντιάδης: «Κομιντέρν και Μακεδονικό ζήτημα. Το ελληνικό παρασκήνιο». (Τροχαλία, Θεσσαλονίκη 1997)


- Σπ. Σφέτας: «Η γέννηση του Μακεδονισμού στο Μεσοπόλεμο» (ΙΜΜΑ)


- Δ. Λιβάνιος «Η Μακεδονία των Κομμουνιστών. Όψεις της πολιτικής του ΚΚΕ και του ΚΚΓ για το Μακεδονικό ζήτημα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου 1918-1940». (Θεσσαλονίκη 1991)


- S. Bernstein – P. Milza: «Ιστορία της Ευρώπης» (Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997)


- William Foster: «Ιστορία των τριών Διεθνών» (Δωρικός, Αθήνα 1990)


- Δάγκας – Αποστολίδης: «Η Σοσιαλιστική Οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης 1909-1918». (ΚΜΕ, Αθήνα 1989)


- Λένιν «Ο Βαλκανικός Πόλεμος και ο σοβινισμός των αστών» (Άπαντα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987)


- Λένιν «Η Εθνική Ισότητα» (Άπαντα Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987)


- Λένιν «Το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση τους» (Άπαντα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987)


- S. Alexander: «Το εργατικό κίνημα στη Σερβία και την πρώην Γιουγκοσλαβία». (πρακτ. συνεδρίου«Κρίση, Πόλεμος και η Παγκόσμια Οικονομία – Οι Προοπτικές της Οργανωμένης Εργατικής Τάξης στις Χώρες της Πρώην Γιουγκοσλαβίας», μτφρ. Will Firth, Δεκέμβριος 2007)


- Στάλιν «Μαρξισμός και το Εθνικό Ζήτημα» (Κοροντζή, Αθήνα 1945)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου