Σελίδες

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

ΟΙ ΣΦΑΓΕΣ ΤΟΥ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ΣΤΟΝ ΦΕΝΕΟ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ


(Σε συνέχειες από το έργο μου «ΑΘΩΩΝ ΑΙΜΑ, «Ελεύθερος Μωριάς» 1943-44»)

ΜΕΡΟΣ 3ΟΝ: ΟΤΑΝ ΟΙ ΣΦΑΓΕΣ ΑΡΧΙΣΑΝ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΤΡΥΠΑ ΕΠΑΝΩ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ, ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ.

Ἄννα Σταματοπούλου: «...Εἶχαν μετατρέψει τόν χῶρο σέ ἄντρο δαφθορᾶς καί ἐγκληματικότητας. Κουβαλοῦσαν ὄμορφες κοπέλες πού ἀντιστέκονταν στίς ἐρωτικές ἐπιθυμίες τους καί τίς βίαζαν, μάλιστα μπρός στά μάτια τῶν ἀνήμπορων πατεράδων τους, πού δέν μποροῦσαν νά προσφέρουν καμιά βοήθεια στίς ἐκκλήσεις τῶν παιδιῶν τους, γιατί ἦταν λιῶμα ἀπό τό ξύλο τῶν συναγωνιστῶν, ἀλλά καί δέν τολμοῦσαν νά μιλήσουν..».

Ὁ καθηγητής καί συγγραφέας Γιάννης Δ. Μπαλαφούτας, ἀπό τή Στιμάγκα Κορινθίας, περιγράφει τή σύλληψη γιά μηδαμινή αἰτία, τήν 5η Δεκεμβρίου 1943, δυό κατοίκων τῆς Στιμάγκας -ὁ ἕνας ἦταν ὁ πατέρας του- καί τήν προσαγωγή τους στό Ἀρχηγεῖο τοῦ συντάγματος τοῦ ΕΛΑΣ στόν Φενεό γιά τήν τυπική «ἀνάκριση».

Ἕνα σχόλιο τῶν δυό συγχωριανῶν στό καφενεῖο τοῦ χωριοῦ ἦταν ἀρκετό νά τούς κατατάξει στήν «ἀντίδραση» καί νά ξεκινήσει τή διαδικασία ἐκκαθάρισής τους. Ταυτόχρονα, ἡ μαρτυρία δείχνει ὅτι οἱ ἐκκαθαρίσεις ἦταν ἤδη σέ ἐξέλιξη ἀπό τό 1943 καί δέν ξεκίνησε λόγω τῆς δημιουργίας τῶν ΤΑ την άνοιξη του 1944.
Τον Μπαλαφούτα μαζί μέ τόν συγχωριανό του Θανάση Ψυχογυιό, 3 ὁπλοφόροι τῆς ΟΠΛΑ, τούς πῆραν μέ κατεύθυνση τό Ἀρχηγεῖο τοῦ ΕΛΑΣ, στόν Φενεό. Ὅμως ἐκεῖνες τίς ἡμέρες - ἦταν ἡ 6η Δεκεμβρίου 1943- βρισκόταν σέ ἐξέλιξη ἡ «Ἐπιχείρηση Καλάβρυτα» τῶν Γερμανῶν καί ἡ προτεραιότητα τῶν ἀνταρτῶν τοῦ ΕΛΑΣ ἦταν νά ἀποφύγουν τούς Γερμανούς. Ὅπως ἔκαναν καί ἄλλες ὁμάδες κρατουμένων ἀπό διαφορετικά μέρη, τούς διέταξαν στό δρόμο νά γυρίσουν πίσω στά χωριά τους καί νά ἀναμένουν νέες ἐντολές τῶν ὑπευθύνων τοῦ ΕΑΜ.

Ὑπάρχουν κι ἄλλες ἀναφορές ὅτι ἔγιναν ἐκτελέσεις κρατουμένων στό Μοναστήρι τόν Δεκέμβριο τοῦ 1943, ἐπειδή πλησίασε Γερμανικός στρατός πού συμμετεῖχε στήν «Ἐπιχείρηση Καλάβρυτα» καί οἱ ἀντάρτες ἐκκένωσαν προσωρινά τό Στρατόπεδο. Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1943 κοντά στό Μοναστήρι ἐκτέλεσαν καί μιά ὁμάδα ἀπό 14 Ἰταλούς στρατιῶτες, τούς ὁποίους φαίνεται ὅτι κάποιος ὑπεύθυνος τοῦ ΕΛΑΣ δέν ἤθελε πιά γιά ἀντάρτες (σ.σ. Οἱ Ἰταλοί ἦταν ἀπό αὐτούς πού μετά τή συνθηκολόγησή τους, κατέφυγαν τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1943 στόν ΕΛΑΣ γιά νά σωθοῦν από τους Γερμανούς!).

Οἱ φυλακίσεις καί οἱ ἐκτελέσεις στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου συνεχίσθηκαν μέ ὅλο καί αὐξανόμενο ρυθμό μέ τήν εἴσοδο τοῦ 1944. Ὅλο καί περισσότεροι ἄνθρωποι ἀπό διάφορα χωριά τῆς Ἀργολιδοκορινθίας, τῆς ὀρεινῆς Ἀχαΐας καί τῆς Ἀρκαδίας, μέ δεμένα χέρια, ἔπαιρναν κάποιο μονοπάτι πρός τό Μοναστήρι συνοδευόμενοι ἀπό ἔνοπλους φρουρούς τῆς ΟΠΛΑ ἤ τοῦ ΕΛΑΣ. Μέχρι τό τέλος Ἀπριλίου 1944, οἱ ἀφίξεις ἦταν ἀτομικές ἤ λίγων ἀτόμων μαζί.

Από τόν Μάϊο τοῦ 1944, οἱ κουστωδίες τῶν δεμένων πού ἔφθαναν ἐκεῖ ἦταν πολυάριθμες, μέχρι καί δεκάδες ἄτομα (ἡ κουστωδία πού ἔφθασε ἐκεῖ ἀπό τή Νεμέα, ἀποτελεῖτο ἀπό 55 ἄτομα). Τότε καί οἱ ἐκτελέσεις αὐξήθηκαν ἀνάλογα. Ταυτόχρονα ἀνέβαινε καί ἡ θερμοκρασία καί οἱ ἄταφοι νεκροί πού μέχρι τότε ἐγκαταλείπονταν στή γύρω πλαγιά ἄρχισαν νά δημιουργοῦν πρόβλημα στούς θύτες καί τό Κόμμα.

Ἡ μυρωδιά, ἀλλά καί τά ἀνθρώπινα μέλη πού ἐμφανίζονταν στούς γύρω δρόμους ἀκόμη καί στά κοντινά χωριά, δέν ἐπέτρεπε πλέον στούς ὑπεύθυνους τοῦ ΕΑΜ νά ὑποστηρίζουν τό ψεῦδος ὅτι οἱ κρατούμενοι πού ἐξαφανίζονταν εἶχαν μεταφερθεῖ σέ ἄλλα Στρατόπεδα.

Λέει ἡ Ἄννα Σταματοπούλου ἀπό τό κοντινό χωριό Πανόραμα (Φονιάς): «...Τά σκυλιά ἔφερναν στό χωριό πόδια, κεφάλια ἀνθρώπινα. Ἐγώ συγκεκριμένα ἔχω θάψει σέ ἕνα χωράφι, πιό πέρα ἀπό τό σπίτι μας, ἕνα πόδι μέ τό παπούτσι του φορεμένο. Τό ἔφεραν οἱ σκύλοι καί ἐγώ φοβόμουν νά τό βλέπω, διότι τό σπίτι μας εἶναι στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, κοντά στό χωράφι...».

Ἡ λογοτέχνης Ντίνα Βλάχου, μικρή κοπέλα τότε κι αὐτή στό ἴδιο χωριό, περιγράφει τίς δικές της ἐμπειρίες μέ τίς σφαγές καί τά ἄταφα πτώματα: «...Ἐκεῖ κοντά στίς πλαγιές τοῦ μοναστηριοῦ μέ τήν ὀργιαστική βλάστηση, στούς ὄχτους καί στά ρέματα μέ τά κρύα νερά καί τά αἰωνόβια δέντρα, ψιθύριζαν μέ ὀρθάνοιχτα μάτια οἱ μεγάλοι, ἔσφαζαν οἱ ἀντάρτες τούς ἀνθρώπους. Μέσα στούς θάμνους, πίσω ἀπό πέτρες, μισοσκεπασμένους στήν καλύτερη περίπτωση στήν ἄμμο τῆς ρεματιᾶς... 

Γέμισε ὁ πανέμορφος τόπος πτώματα, πού βρωμοῦσαν τυμπανισμένα σέ στάσεις ἀνατριχιαστικές. Κάθονταν πάνω τους, ἔτρωγαν, ἀποπατοῦσαν καί βατεύονταν ὁλόκληρα σύννεφα ἀπό μῦγες.
Τά σκυλιά τοῦ μοναστηριοῦ, ἡ Σουλτάνα κι ὁ Κοράκης, τό ὀσμί¬στηκαν μέ τόν ἀέρα, πήγαιναν μέχρις ἐκεῖ κι ἔτρωγαν τά πτώματα. Ἦρθε καί γέρεψε ἡ Σουλτάνα, ἦταν κάτασπρη ἐκείνη, μόνο τά μάτια της ἦσαν κόκκινα καί πάχυνε κι ἔγινε σάν πολική ἀρκούδα. Καί ἡ τραχηλιά της ἔγινε χοντρή, σάν σωλῆνας καί τρεμόπαιζε μέ τήν κίνηση καί μούγκριζε μέ κάθε της ἀνάσα κι ἔβγαζε ἀντί γαύγισμα, βρυχηθμό, σάν τόν Κέρβερο τοῦ Ἄδη καί ἡ γούνα της ἔγινε ὁλόπαχη καί γυαλιστερή. Καί στοίχειωσε. 

Καί πέρασε στήν περιοχή τοῦ μύθου στά μέρη μας. Καί κανείς δέν μποροῦσε, ὅσο ἔζησαν τά δυό σκυλιά, νά περάσει σέ μιά πολύ μεγάλη ἀκτῖνα ἀπό τούς τόπους τοῦ μοναστηριοῦ. Οἱ χωρικοί ἔλεγαν τότε, χωρίς ὑπερβολή καμμιά, τό πίστευαν, πώς ἡ Σουλτάνα ἦταν ἐπικίνδυνη. Ἀφοῦ εἶχε φάει πεθαμένους ἀνθρώπους, μποροῦσε νά φάει καί ζωντανούς. [...]

Ἡ Μούργα μας, ἡ δική μας σκύλα, ἀπόψε ἔλειπε ὅλη νύχτα. Ἦρθε τό πρωί στό σπίτι λερωμένη, βρωμοῦσε κιόλας καί μ᾽ ἕνα μαῦρο λαστιχένιο παπούτσι γυναικεῖο στό στόμα καί μέ τό πόδι, πού τό φοροῦσε, μέσα. Εἶχε πάει κι αὐτή στά ρέματα τοῦ μοναστηριοῦ, κάπου μιά ὥρα μέ τά πόδια μακριά, νά φάει ἀνθρώπους, ὅπως ἔκαναν καί τά ἄλλα σκυλιά τῶν χωριῶν, κι εἶχε κάνει καί κείνη τό κουμάντο της. Τό εἶπε ταραγμένος ὁ πατέρας τό πρωί στήν αὐλή.

Τόν ἄκουγα ἀμίλητη πίσω ἀπό τίς πηχοῦλες τοῦ χαγιατιοῦ. Σέ μᾶς τά παιδιά δέν τό ᾽δειξε ἐκεῖνο τό μακάβριο παπούτσι. Εἶπε ἐπίσης πώς τῆς τό πῆρε. Τήν κοπάνισε κιόλας μέ τό ἀμόνι νά μήν τό ξανακάνει.

Καί τά ἄλλα σκυλιά τῶν χωριῶν ἔφερναν στά σπίτια τους κομμάτια ἀπό πτώματα. Τά τραβοῦσαν, τά ξέσχιζαν ἀπό τά κουφάρια καί τά ᾽παιρναν· ἄλλο κεφάλι, ἄλλο χέρι... Τά ᾽κρυβαν σ᾽ ἀπόμερα σημεῖα στό χῶμα, νά τά φᾶνε ἀργότερα πού θά πεινάσουν. Δέν ξέρω ἄν τό ξανάκανε ἡ Μούργα, ἤ τί τό ἔκανε ἐκεῖνο τό πόδι ὁ πατέρας. Μπορεῖ νά τό ἔθαψε σέ μιά γωνιά τοῦ κήπου μας καί ἐκεῖ νά ἀναπαύεται ἀκόμα, χωρισμένο ἀπό τό ὑπόλοιπο, σκόρπιο στούς τέσσερους ἀνέμους, σῶμα, ἤ σέ μιά ἄκρη τοῦ νεκροταφείου τοῦ χωριοῦ μας λίγο ψηλότερα ἀπό τό σπίτι μας...».

Ἦταν ἀκριβῶς αὐτά τά «προβλήματα» γιά τό ΚΚΕ πού καυ¬τηρίασε ὁ ἐπι-κεφαλῆς του στήν Πελοπόννησο, ὁ Ἀχιλλέας Μπλά¬νας, στήν Συνδιάσκεψη τοῦ Ἀπριλίου 1944 στή Στρέζοβα καί διέταξε τήν «ἐξαφάνιση τῶν σορῶν τῶν θυμάτων».
Τόν Μάϊο τοῦ 1944 ὁ τότε στρατοπεδάρχης στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὁ πρώην χωροφύλακας Γεώργιος Πισογιαννάκης, ἀπευθύνθηκε σέ ντόπιους βοσκούς καί ἀγροφύλακες νά τοῦ ὑποδείξουν κατάλληλο μέρος γιά τήν ἀπόκρυψη τῶν πτωμάτων, πού μέχρι τότε ρίχνονταν στίς πλαγιές γύρω ἀπό τό Μοναστήρι.

Ὁ Παναγάκης Οἰκονομόπουλος ἀπό τό χωριό Καλύβια, πατέρας ἑνός σφαγέα στόν Φενεό καί ἑνός ἄλλου πού ἦταν φρούραρχος τοῦ χωριοῦ τους, ὑπέδειξε ἕνα βάραθρο (τήν Τρῦπα) στή θέση Κακοβούνι τοῦ βουνοῦ Ντουρντουβάνα. Ἀπό τότε, ἐκεῖ γίνονταν ὅλες οἱ ἐκτελέσεις, πού μετριοῦνται σέ ἑκατοντάδες. Τά θύματα σφάζονταν πάντα μέ μαχαίρι. Κατά πολλές μαρτυρίες προηγείτο κτύπημα στό πίσω μέρος τοῦ κρανίου, μέ τό γλωσσίδι τῆς καμπάνας.

Ἡ Τρῦπα στό Κακοβούνι, βρίσκεται σέ μία δασωμένη πλα¬γιά τοῦ βουνοῦ, σέ ὑψόμετρο 1.800 μέτρων καί ἀπέχει γύρω στά 5-6 χιλιόμετρα ἀπό τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἡ Τρῦπα ἔχει στενό στόμιο πλάτους 2-3 μέτρων καί μήκους 6-7 μέτρων. Στά 5 μέτρα βάθος, ὑπάρχει ἕνα μικρό πατάρι 10Χ2 μέτρα, ἐνῶ στά 60 μέτρα βάθος ὑπάρχει τό μεγάλο, ἐπικλινές δάπεδο τῆς Τρύπας, ἐμβαδοῦ 40Χ30 μέτρων. Στό κάτω μέρος αὐτοῦ τοῦ δαπέδου βρέθηκαν τά κόκκαλα τῶν θυμάτων πού ἀνασύρθηκαν τό 1991. Τά θύματα πού ρίχνονταν στήν Τρῦπα ἀπό τήν ΟΠΛΑ, κατέληγαν σ᾽αὐτήν τήν μεγάλη αἴθουσα τῶν 40Χ30 μέτρων τοῦ βάραθρου. [...]

Ἀπό τότε πού ἔγινε γνωστή ἡ ὕπαρξη τῆς Τρύπας στή διοίκηση τοῦ Στρατοπέδου πού ἦταν ἐγκατεστημένη στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅλα σχεδόν τά θύματα σφάζονταν στό χεῖλος τοῦ βάραθρου καί στή συνέχεια οἱ σοροί τους ρίχτονταν μέσα γιά νά χαθοῦν. Σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ βάραθρου, αὐτά κατέληγαν σέ βάθος 65-70 μέτρα, πρός τό χαμηλότερο σημεῖο τῆς μεγάλης αἴθουσας τῶν 40Χ30 μέτρων.

Σέ σφαγές κρατουμένων γύρω ἀπό τό Μοναστήρι τοῦ Φενεοῦ, πρίν νά χρησιμοποιηθεῖ ἡ Τρῦπα, ἀναφέρεται καί ἡ Ἄννα Σταματοπούλου: «...στήν ἀρχή στόν Φενεό δέν τούς ἔσφαζαν στήν Τρῦπα, τούς ἔσφαζαν στίς ρεματιές καί στά δάση μέσα. Ὅταν τό ᾽45 ἐμεῖς πήγαμε νά κόψουμε ξύλα σέ ἕνα δάσος, βρήκαμε ἕνα σταυρό ξύλινο καί ἀπό κάτω ἔβγαινε νερό καί αἷμα. Εἴχανε σφάξει τούς Ἰταλούς ἐκεῖ καί ὁ παππούς μου ὁ Παρθένιος Σταματόπουλος (σ.σ. ἱερομόναχος, ἀδελφός τοῦ παπποῦ της), πού τόν σφάξανε μετά, εἶχε βάλει τόν σταυρό. Τούς σφάζανε σέ διάφορες περιοχές. Καί στό χωριό μου εἴχανε σφάξει ἕξι καί τούς ρίξανε κάποιες ἐλατόκλαρες ἀπό πάνω. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πήγανε σάν τά σκυλιά, ὅπως καταλάβατε, κανείς δέν ἔμαθε ποῦ πήγανε, τί γίνανε...».

Βέβαια, ἀκόμη καί μετά τήν ἀνακάλυψη τῆς Τρύπας στό Κακοβούνι, ἐκτελέσεις γίνονταν καί σέ ἄλλα σημεῖα γύρω ἀπό τό Μοναστήρι. Ὑπῆρχαν μελλοθάνατοι πού ἀπό τόν βασανισμό πού εἶχαν ὑποστεῖ, ἀδυνατοῦσαν νά βαδίσουν τό δύσκολο μονοπάτι μέχρι ἐκεῖ καί δολοφονοῦνταν καθ᾽ ὁδόν. Ἄλλοι δολοφονήθηκαν ἀπό τούς συνοδούς τους πρίν ἀκόμη φθάσουν στό Μοναστήρι.

Μεταξύ αὐτῶν πού δολοφονήθηκαν μακριά ἀπό τήν Τρῦπα, εἶναι καί κάποιοι ἀπό τούς μοναχούς. Ὁ μοναχός Δανιήλ Στρίφτης ἐσφάγη καί ἀκρωτηριάστηκε στήν αὐλή τοῦ Μοναστηριοῦ στίς 12 Ἰουλίου 1944. Στίς 18 Ἰουλίου βρέθηκε τεμαχισμένος μέ παρόμοιο τρόπο στόν κῆπο τοῦ Μοναστηριοῦ ὁ μοναχός Γεννάδιος Πίττας, ἐνῶ τήν ἑπομένη, 19 Ἰουλίου 1944, ἐσφάγη ἔξω ἀπό τό Μοναστήρι ὁ μοναχός Συμεών Σακελλαρίου. Οἱ κομμουνιστές ἔσφαξαν 3 ἀκόμη μοναχούς, ἀλλά ἡ σφαγή τους ἔγινε στό Κακοβούνι καί τά σώματά τους ρίχτηκαν στήν Τρῦπα. Τόν Ἀρσένιο Μητρόπουλο, τόν Παρθένιο Σταματόπουλο (ἀνεσύρθη γυμνός ἀπό τήν Τρῦπα τόν Ἰούνιο 1945, φορώντας μόνο τίς κάλτσες του) καί τόν Καλλίστρατο Μαγκλάρα.

Τῆς σφαγῆς ἐπέζησαν 2 μοναχοί. Ὁ ἕνας, ὁ Ἀμβέρτιος Σκυρλῆς ἀπό τά Καλύβια Κορινθίας, συμπαθοῦσε τό ΕΑΜ καί κρατοῦσε τό στόμα του κλειστό. Σέ ὅλη τη διάρκεια τῶν τρομερῶν γεγονότων στό Μοναστήρι, τοῦ ἐπετρέπετο καί πήγαινε τίς Κυριακές στή Ζαρούχλα Αἰγιαλείας καί λειτουργοῦσε. Ὁ δεύτερος, ἦταν ὁ νεαρός τότε μοναχός Λεόντιος Σιάντος ἀπό τό χωριό Λυκούρια Καλαβρύτων, πού μᾶλλον «χρησιμοποιήθηκε» ἀπό τούς ΕΑΜίτες ὑπεύθυνους τοῦ Στρατοπέδου, λόγω ἁπλοϊκότητας ἤ περιορισμένης νοημοσύνης. Τόν ἔπεισαν νά γίνει «συναγωνιστής» τῶν «ἀνακριτῶν» τοῦ ΕΑΜ καί τῶν ἐκτελεστῶν τῆς ΟΠΛΑ πού εἶχαν βάση τους τό Μοναστήρι.
Γράφει ἡ Ἄννα Σταματοπούλου: «...Εἶχαν μετατρέψει τόν χῶρο σέ ἄντρο δαφθορᾶς καί ἐγκληματικότητας. Κουβαλοῦσαν ὄμορφες κοπέλες πού ἀντιστέκονταν στίς ἐρωτικές ἐπιθυμίες τους καί τίς βίαζαν, μάλιστα μπρός στά μάτια τῶν ἀνήμπορων πατεράδων τους, πού δέν μποροῦσαν νά προσφέρουν καμιά βοήθεια στίς ἐκκλήσεις τῶν παιδιῶν τους, γιατί ἦταν λιῶμα ἀπό τό ξύλο τῶν συναγωνιστῶν, ἀλλά καί δέν τολμοῦσαν νά μιλήσουν. [...] Κούρεψαν καί ἕναν ἀπό τούς καλογήρους, τοῦ φόρεσαν πολιτικά ροῦχα (σ.σ. ἄλλη μαρτυρία λέει ὅτι φοροῦσε στρατιωτικά ροῦχα σάν τούς ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ) καί τόν ἔβαλαν καί αὐτόν νά ἀτιμάζει τίς κρατούμενες. Ὁ ἴδιος, ὕστερα ἀπό λίγο καιρό, καυχόμενος γιά τά κατορθώματά του, ἔλεγε: «Χόρτασα γυναῖκες».

Τά ἴδια περιγράφονται καί ἀπό τή λογοτέχνη Ντίνα Βλάχου: «...Στό μοναστήρι τίς ὄμορφες κοπέλλες οἱ ἀντάρτες τίς ἔπαιρναν γιά «ἀνάκριση» ἀργά τή νύχτα, στό δάσος... Ὕστερα, τά βράδυα, ἔβαζαν τόν παλαβό καλόγερο πού ἔτρεμε τό κεφάλι του -τούς ἄλλους σεβάσμιους μοναχούς τούς εἶχαν ὅλους σφάξει, ἔχασκαν τά κουφάρια τους σκόρπια στούς κήπους τοῦ μοναστηριοῦ- νά βιάζει τίς κρατούμενες γυναῖκες. Ὅποιες ἤθελε. Ποιός ξέρει ἀπό ποῦ τίς εἶχαν φέρει.

Καί ἦρθε καί δυνάμωσε καί τοῦτος ὁ καλόγερος καί στοίχειωσε σάν τή Σουλτάνα τή σκύλα καί χόντρυναν τά μπλάβα χείλη του ὅπως τοῦ τράγου καί μισάνοιξαν καί χόρευε καί πήδαγε τίς ἀποστάσεις καί φύσαγε τό βρώμικο ράσο του καθώς ἀνεβοκατέβαινε σάν ἀέρας τίς σκάλες τοῦ μοναστηριοῦ (εἶχε πολλές σκάλες, πέτρινες καί ξύλινες), κι ἄσ-τραφτε περισσότερο τό ἀσπράδι τοῦ ματιοῦ του, καθώς προβαλλόταν πάνω στό μαῦρο του πρόσωπο, κι ἐξυπηρετοῦσε τώρα μέ ἰδιαίτερο ζῆλο τούς ἀντάρτες. Ἀργότερα πέταξε καί τά ράσα, ξούρισε καί τά γένια, πῆρε κι αὐτός ἕνα ὅπλο στά χέρια καί συνόδευε μαζί μέ ἄλλους ἀντάρτες, κάποιες φορές, τούς κρατούμενους στόν τόπο τῆς θυσίας ...».

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Δεν μπορώ να δεχθώ άλλους φίλους, αλλά μπορείτε να κάνετε Αίτημα Μέλους στην Ομάδα μου, εδώ: https://www.facebook.com/groups/345086039275212/
Ιωάννης Μπουγάς

ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ: Σας προτρέπουμε να ακολουθήσετε την παραπάνω σελίδα του κ. Ιωάννη Μπουγά που είναι αξιόλογη και θυμίζει σε όλες και όλους τα εγκλήματα των κομμουνιστών στην πατρίδα μας . Όπου βέβαια αναφέρει και τον ρόλο ιερέων γιατί προφανώς και η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι πως οι Ορθόδοξοι ιερείς είναι επιρρεπείς στο να υπηρετούν όλες τις χούντες κόκκινες και μαύρες. 

Σ.Μ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου