Το 1944 ο Τζώρτζ Όργουελ διατύπωσε τις εξής σκέψεις, επιχειρώντας να αποτυπώσει το εύρος της χρήσεως του όρου, που, από τότε, είχε καταλήξει να υπονοεί όλα όσα επιθυμούσε να αποδώσει κάποιος ως μομφή στους αντιπάλους του: «η λέξη “Φασισμός” είναι σχεδόν εντελώς χωρίς νόημα. Σε συζητήσεις, φυσικά, χρησιμοποιείται ακόμα πιο άγρια από ό,τι σε έντυπα. Την έχω ακούσει να εφαρμόζεται σε γεωργούς, καταστηματάρχες, στην κοινωνική πίστη, στην σωματική τιμωρία, στο κυνήγι της αλεπούς, στις ταυρομαχίες, στην Επιτροπή του 1922, στην Επιτροπή του 1941, στον Κίπλινγκ, τον Γκάντι, τον Τσάνγκ Κάι-Σεκ, την ομοφυλοφιλία, τις εκπομπές του Πρίσλεϋ, στους ξενώνες νεότητας, την αστρολογία, τις γυναίκες, τα σκυλιά και δεν ξέρω τι άλλο………… Εκτός από τον σχετικά μικρό αριθμό των συμπαθούντων τους φασίστες, σχεδόν κάθε αγγλόφωνος θα αποδεχόταν τον “νταή” ως συνώνυμο του “Φασίστας”. Αυτό είναι περίπου το πλησιέστερο στον ορισμό που έχει πετύχει μια πολύ κακοποιημένη λέξη».
Του Διονύση Κ. Καραχάλιου
Θεωρώ ιδιαίτερα επιτυχημένο αυτόν τον ορισμό και απόλυτα ταιριαστό στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, όπου, μακράν του να γίνεται λόγος για τα επί μέρους στοιχεία, που απαρτίζουν την φασιστική ιδεολογία και συνθέτουν την ιστορική διαδρομή του φασισμού, η συστηματική και «για πάσαν νόσον …» χρήση του όρου από την αριστερά αποβλέπει στην στοχοποίηση του μη αρεστού πολιτικού αντιπάλου, στον εκμηδενισμό της προσωπικής του αξιοπρέπειας και αξιοπιστίας και στην εκ προοιμίου αποδυνάμωση του λόγου του, μέσα από την διαμόρφωση μιας απολύτως διαστρεβλωμένης, απαξιωτικής και απωθητικής εικόνας γι’ αυτόν.
Η πρόσφατη δίκη της «Χρυσής Αυγής» και των στελεχών της επιβεβαίωσε την συντονισμένη, όσο και απεγνωσμένη προσπάθεια της αριστεράς να επιβάλλει τον «αντιφασισμό» της, ως κυρίαρχο δημοκρατικό στοιχείο της ιδεολογίας της. Έχοντας βιώσει την συντριβή των ονείρων της με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την απομυθοποίηση των ειδώλων της – εγκληματιών δικτατόρων και απελπισμένη από την αδυναμία της να παράξει σύγχρονο και ουσιαστικό πολιτικό λόγο, έχει επιλέξει να αυτοπροσδιορίζεται αρνητικά, οικειοποιούμενη προπαγανδιστικά ακόμη και γεγονότα στην διαμόρφωση των οποίων η συνεισφορά της ήταν από ανύπαρκτη έως ύποπτη. Διότι ασφαλώς το να διαλαλεί πομπωδώς η αριστερά τον αντιφασισμό της, όταν χάρη στην Χρυσή Αυγή έριξε την κυβέρνηση Σαμαρά, πανηγύρισε μαζί της το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα και ψήφισε από κοινού την απλή αναλογική με την προσδοκία να αποτρέψει μελλοντικά την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας, όχι μόνον δεν της επιτρέπει την θετική αποτίμηση των ενεργειών της, αλλά της στερεί και το δικαίωμα να εμφανίζεται ως τιμητής των πάντων και ως μοναδικός υπέρμαχος μιας δημοκρατικής νομιμότητας, την οποία υπονομεύει η ίδια η δράση της και οι πρακτικές της.
Ο «αντιφασισμός» δεν είναι σημερινή ανακάλυψη της αριστεράς. Αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισε η συστηματική προσπάθεια αποσιώπησης της σοβιετικής – ναζιστικής συνεργασίας του συμφώνου Ρίμπεντροπ – Μολότοφ, που κατέληξε στον διαμελισμό της Πολωνίας και στην υποταγή των βαλτικών χωρών και κατέστη επιτακτική η ανάγκη να απαλυνθούν, όσο ήταν δυνατόν, οι εντυπώσεις από την αναγκαστική και δια των όπλων επιβολή του υπαρκτού σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη. Η προπαγανδιστική αντιμετώπιση αυτών των «δυσάρεστων» γεγονότων απαιτούσε τον υπερτονισμό του «ηρωικού αγώνα» της πατρίδας των λαών εναντίον του Χίτλερ και την αναγωγή του «αντιφασισμού» σε κυρίαρχο γνώρισμα μιας ιδεολογίας της οποίας σταδιακά αποκαλυπτόταν ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας της, με την απόλυτη περιφρόνηση του ανθρώπου και των ελευθεριών του και την εφιαλτική αστυνόμευση της καθημερινότητάς του.
Η ελληνική αριστερά, καθοδηγούμενη από ηγέτες σταλινικής διαπαιδαγώγησης και τυφλής υπακοής στον «πατερούλη των λαών», δεν ήταν δυνατόν να υστερήσει σ’ αυτή την υπαρξιακή ανάγκη. Χωρίς δυσκολία η αριστερά έστελνε στα «λαϊκά δικαστήρια» και στους φονιάδες της ΟΠΛΑ, οποιονδήποτε μη αρεστό αντίπαλο, που αντιδρούσε στην βίαιη στρατολόγηση, στο παιδομάζωμα, στους βιασμούς, στις λεηλασίες και στο πλιάτσικο… «Φασίστας», «προδότης», δωσίλογος» ήταν οποιοσδήποτε τολμούσε να αντισταθεί στις επιθυμίες «λεβεντανθρώπων» τύπου Βελουχιώτη και καπετάν Γιώτη….
Συνεπώς, η κληρονομιά ήταν βαριά και η σύγχρονη αριστερά δεν μπορούσε παρά να την αποδεχθεί και να την συνεχίσει… Έτσι, αυτοί που ποτέ δεν βρήκαν έστω ένα λόγο για να καταδικάσουν τα βδελυρά εγκλήματα της 17 Νοέμβρη (αντιθέτως επικροτούσαν την «κοινωνική αποστολή» των αδίστακτων φονιάδων…), αυτοί που θεωρούν ως εκδήλωση της «δίκαιης αγανάκτηση του λαού» την πυρπόληση δημοσίων κτηρίων και τον χλευασμό του Κοινοβουλίου, αυτοί που ουδέποτε δάκρυσαν για την στυγερή δολοφονία νέων ανθρώπων επειδή ήθελαν να εργασθούν, αυτοί που χειροκροτούν την βία όταν εκδηλώνεται εναντίον του υποτιθέμενου ταξικού εχθρού στα πεδία των Εξαρχείων ή των πανεπιστημιακών σχολών και αυτοί που βρίζουν χυδαία τους αντιπάλους τους, δηλώνουν, χωρίς ντροπή και συστολή, «αντιφασίστες»… Ενώ, στην πραγματικότητα, λατρεύουν την βία, επιζητούν την κρίση, το χάος και την σύγκρουση, υπονομεύουν την κοινωνική γαλήνη και την ευνομία, υποδαυλίζουν την αγανάκτηση και την οργή των «μη προνομιούχων» και ενθαρρύνουν οποιαδήποτε «δράση» θεωρούν ικανή να ανατρέψει τις δομές και τους θεσμούς της συντεταγμένης πολιτείας, της οποίας απολαμβάνουν τις ελευθερίες και τα «δημοκρατικά δικαιώματα»… Και της οποίας επικαλούνται, με θράσος και αναίδεια, τους νόμους και την επιείκεια των δικαστηρίων της, για να αποφύγουν την καταδίκη τους… Ώστε, ως «αντιφασίστες» να συνεχίσουν τον αγώνα τους κατά των μισητών εχθρών τους…
Είναι προφανές ότι το, φαινόμενο δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από μια φασιστική συμπεριφορά εκείνων που παριστάνουν τους «αντιφασίστες», επειδή, στην πραγματικότητα, στερούνται δημοκρατικής συνείδησης και εμφορούνται από εχθρότητα και μίσος έναντι της πραγματικής δημοκρατίας, στην οποία ουδέποτε πίστεψαν και της οποίας απεργάζονται την κατάλυση. Πρόκειται για «αντιφασίστες», των οποίων ο φασισμός είναι τόσο πιο αποκρουστικός, όσο μεγαλύτερη είναι η επιμονή με την οποία προβάλλουν και προπαγανδίζουν τον «αντιφασισμό» τους…
Ο «αντιφασισμός» δεν είναι σημερινή ανακάλυψη της αριστεράς. Αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισε η συστηματική προσπάθεια αποσιώπησης της σοβιετικής – ναζιστικής συνεργασίας του συμφώνου Ρίμπεντροπ – Μολότοφ, που κατέληξε στον διαμελισμό της Πολωνίας και στην υποταγή των βαλτικών χωρών και κατέστη επιτακτική η ανάγκη να απαλυνθούν, όσο ήταν δυνατόν, οι εντυπώσεις από την αναγκαστική και δια των όπλων επιβολή του υπαρκτού σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη. Η προπαγανδιστική αντιμετώπιση αυτών των «δυσάρεστων» γεγονότων απαιτούσε τον υπερτονισμό του «ηρωικού αγώνα» της πατρίδας των λαών εναντίον του Χίτλερ και την αναγωγή του «αντιφασισμού» σε κυρίαρχο γνώρισμα μιας ιδεολογίας της οποίας σταδιακά αποκαλυπτόταν ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας της, με την απόλυτη περιφρόνηση του ανθρώπου και των ελευθεριών του και την εφιαλτική αστυνόμευση της καθημερινότητάς του.
Η ελληνική αριστερά, καθοδηγούμενη από ηγέτες σταλινικής διαπαιδαγώγησης και τυφλής υπακοής στον «πατερούλη των λαών», δεν ήταν δυνατόν να υστερήσει σ’ αυτή την υπαρξιακή ανάγκη. Χωρίς δυσκολία η αριστερά έστελνε στα «λαϊκά δικαστήρια» και στους φονιάδες της ΟΠΛΑ, οποιονδήποτε μη αρεστό αντίπαλο, που αντιδρούσε στην βίαιη στρατολόγηση, στο παιδομάζωμα, στους βιασμούς, στις λεηλασίες και στο πλιάτσικο… «Φασίστας», «προδότης», δωσίλογος» ήταν οποιοσδήποτε τολμούσε να αντισταθεί στις επιθυμίες «λεβεντανθρώπων» τύπου Βελουχιώτη και καπετάν Γιώτη….
Συνεπώς, η κληρονομιά ήταν βαριά και η σύγχρονη αριστερά δεν μπορούσε παρά να την αποδεχθεί και να την συνεχίσει… Έτσι, αυτοί που ποτέ δεν βρήκαν έστω ένα λόγο για να καταδικάσουν τα βδελυρά εγκλήματα της 17 Νοέμβρη (αντιθέτως επικροτούσαν την «κοινωνική αποστολή» των αδίστακτων φονιάδων…), αυτοί που θεωρούν ως εκδήλωση της «δίκαιης αγανάκτηση του λαού» την πυρπόληση δημοσίων κτηρίων και τον χλευασμό του Κοινοβουλίου, αυτοί που ουδέποτε δάκρυσαν για την στυγερή δολοφονία νέων ανθρώπων επειδή ήθελαν να εργασθούν, αυτοί που χειροκροτούν την βία όταν εκδηλώνεται εναντίον του υποτιθέμενου ταξικού εχθρού στα πεδία των Εξαρχείων ή των πανεπιστημιακών σχολών και αυτοί που βρίζουν χυδαία τους αντιπάλους τους, δηλώνουν, χωρίς ντροπή και συστολή, «αντιφασίστες»… Ενώ, στην πραγματικότητα, λατρεύουν την βία, επιζητούν την κρίση, το χάος και την σύγκρουση, υπονομεύουν την κοινωνική γαλήνη και την ευνομία, υποδαυλίζουν την αγανάκτηση και την οργή των «μη προνομιούχων» και ενθαρρύνουν οποιαδήποτε «δράση» θεωρούν ικανή να ανατρέψει τις δομές και τους θεσμούς της συντεταγμένης πολιτείας, της οποίας απολαμβάνουν τις ελευθερίες και τα «δημοκρατικά δικαιώματα»… Και της οποίας επικαλούνται, με θράσος και αναίδεια, τους νόμους και την επιείκεια των δικαστηρίων της, για να αποφύγουν την καταδίκη τους… Ώστε, ως «αντιφασίστες» να συνεχίσουν τον αγώνα τους κατά των μισητών εχθρών τους…
Είναι προφανές ότι το, φαινόμενο δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από μια φασιστική συμπεριφορά εκείνων που παριστάνουν τους «αντιφασίστες», επειδή, στην πραγματικότητα, στερούνται δημοκρατικής συνείδησης και εμφορούνται από εχθρότητα και μίσος έναντι της πραγματικής δημοκρατίας, στην οποία ουδέποτε πίστεψαν και της οποίας απεργάζονται την κατάλυση. Πρόκειται για «αντιφασίστες», των οποίων ο φασισμός είναι τόσο πιο αποκρουστικός, όσο μεγαλύτερη είναι η επιμονή με την οποία προβάλλουν και προπαγανδίζουν τον «αντιφασισμό» τους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου