Σελίδες

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

Γιορτή της εθνικής μας ταυτότητας




Του Τάκη Θεοδωρόπολου


Τι θα γιορτάσουμε το 2021; Αν ήμασταν Γάλλοι ή Αμερικανοί δεν θα αναρωτιόμασταν. Γιορτάζουμε το Έθνος. Η λέξη nation και με τη γαλλική και με την αγγλική προφορά κυκλοφορεί ελεύθερη στη ρητορεία των πολιτικών ηγετών τους. Δεν ισχύει το ίδιο παρ’ ημίν. Στα δικά μας πολιτικά ήθη η επίκληση του έθνους παραπέμπει σε μια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση. Η «εθνική υπερηφάνεια», ας πούμε, είναι συνυφασμένη με τον «εθνικισμό» και τα παράγωγά του, συνήθως αισθήματα του τύπου που στην κοινή γλώσσα αποκαλούμε ακροδεξιά. Πίσω του σέρνεται ο χορός της «ξενοφοβίας», της «μισαλλοδοξίας» και άλλα απεχθή παρόμοια.
Εθνική ταυτότητα ή εθνική συνείδηση; Μα τι λέμε τώρα. Αυτά η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία τα άφησε πίσω της μαζί με τον τελευταίο σπασμό του εμφύλιου σπαραγμού, τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Τελευταία φορά που γιορτάσαμε τους δεσμούς μας με το 1821 ήταν επί δικτατορίας. Τότε το Έθνος ήταν το πρώτο όνομα στη μαρκίζα της επιθεώρησης που παρουσίαζε νούμερα με τις μεγάλες του στιγμές. Αναπαραστάσεις στο Παναθηναϊκό Στάδιο της πολεμικής αρετής με πεζικάριους ντυμένους με αρχαιοελληνικές φουστίτσες και τη Σοφία Βέμπο. Ήμουν κι εγώ εκεί ως μαθητής.
Δεν είναι δυνατόν η ευρωπαϊκή Ελλάδα του 2021 να γιορτάζει την εθνική ταυτότητα που διέσυρε η δικτατορία των συνταγματαρχών. Πρέπει να βρούμε κάτι άλλο να γιορτάσουμε. Η «εθνική συνείδηση» είναι αντιδημοκρατική. Εκτός αυτού εμείς είμαστε για την Ευρώπη των λαών – περιμένω ματαίως κάποιον ορθοφρονούντα πολιτικό μας να τολμήσει να πει ότι η «Ευρώπη των λαών» είναι μια μπούρδα για τους καταληψίες, αφού η σημερινή ένωση στηρίζεται στα έθνη που τη συνθέτουν. Και «έθνος» σημαίνει κοινότητα γλώσσας και βιωμένης ιστορικής εμπειρίας. Η «βιωμένη» εμπειρία είναι πύλη εισόδου στην Ιστορία.

Η «εθνική ταυτότητα» έζησε στην παρανομία στις δεκαετίες της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Αν υπάρχει κάποια απόδειξη της ηγεμονίας του λόγου της Αριστεράς σε όλες αυτές τις δεκαετίες είναι αυτή. Κυριάρχησε με σύμμαχο την πολιτική ορθότητα μιας Ευρώπης που είχε την ψευδαίσθηση ότι θα οικοδομήσει την ενότητά της, υπακούοντας στις γενικές αρχές της και παραβλέποντας τη βιωμένη εμπειρία των εθνών που την αποτελούσαν. Παράδειγμα, οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές. Η γενική αρχή επέτασσε την υποδοχή τους. Ομως η βιωμένη εμπειρία της Ελλάδας δεν είχε καμία σχέση με την εμπειρία της Δανίας ή της Σουηδίας.

Αμήχανοι αναθέσαμε την οργάνωση των εορτασμών σε μια «πολυσυλλεκτική» επιτροπή. Πανεπιστημιακοί διαφόρων ιδεολογικών αποχρώσεων, κοινώς δημόσιοι υπάλληλοι, ανέλαβαν να μας πουν τι είναι αυτό που θα γιορτάσουμε το 2021. Ορισμένοι βρήκαν την ευκαιρία να ξαναγράψουν την Ιστορία αυτών των διακοσίων ετών. Ομως, μέχρι τώρα δεν έχουν απαντήσει στο ερώτημα: «Τι θα γιορτάσουμε το 2021»; Και «Ποιοι είμαστε εμείς που θα το γιορτάσουμε»;


Και οι δύο ερωτήσεις παραπέμπουν στην εθνική ταυτότητα και τη εθνική συνείδηση. Το 2021 θα γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια της εθνικής μας ταυτότητας. Και θα τα γιορτάσουμε όσοι έχουμε συνείδηση αυτής της ταυτότητας.

Δεν είναι φοβερό, δεν πονάει, όμως τρομάζει τη λεγόμενη προοδευτική σκέψη. Αυτή που οραματίζεται έναν κόσμο που τον αποτελούν ενεργούμενα ορθών ιδεών, χωρίς μνήμη, χωρίς βιώματα, με μόνη γλώσσα τη γλώσσα της πολιτικής ορθότητας. Το «2021» είναι μια ευκαιρία για να αισθανθούμε υπερήφανοι για τον εαυτό μας; «Εάν οι άνθρωποι δεν αισθάνονται υπερήφανοι για τη χώρα τους, δεν θα εργάζονται για λογαριασμό της», γράφει ο Φουκουγιάμα. Και λίγο πιο πάνω: «Η εθνική ταυτότητα είναι σημαντική για την ποιότητα της διακυβέρνησης». Θεωρητικά σχήματα θα μου πείτε. Τα ζούμε όμως στην καθημερινότητά μας χωρίς να ξέρουμε γιατί τα ζούμε.

Η χώρα έχει χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Ζει σαν να μην περιμένει κάτι καλύτερο απ’ αυτό που ζει. Η κυρίαρχη παιδεία είναι ο εθισμός στον χαβαλέ. Ο έφηβος μαθαίνει ότι δεν έχει τίποτε άλλο να κερδίσει από την ελληνική του ταυτότητα εκτός από το ξεσάλωμα. Θα μου πείτε οι εορτασμοί δεν έχουν τη δύναμη να ανατρέψουν την επίδραση του κυνισμού, διότι περί αυτού πρόκειται. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 άφησαν μια Αθήνα χειρότερη απ’ αυτήν που τους διοργάνωσε.

Κι αν τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα, ας βρούμε τους λόγους που μας επιτρέπουν να τα γιορτάσουμε παρά τις δυσκολίες τους. Κι ας βρούμε το θάρρος να ομολογήσουμε ότι τη γιορτή τη χρωστάμε στη συνείδηση της εθνικής μας ταυτότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου