Σε κατάσταση σοκ παραμένουν τα τελευταία εικοσιτετράωρα οι περισσότερες δυτικές κοινωνίες στον πλανήτη παρακολουθώντας σε απευθείας μετάδοση την πλήρη «παλινόρθωση» των Ταλιμπάν, στο Αφγανιστάν. Το πώς και γιατί οι «Φοιτητές» (Ταλιμπάν) της φυλής Παστούν κατάφεραν να απογυμνώσουν επιχειρησιακά και πολιτικά τη Δύση τείνει να μετατραπεί στο «ερώτημα του ενός εκατομμυρίου», καθώς οι αντάρτες του Αφγανιστάν κατόρθωσαν μέσα σε τέσσερις δεκαετίες -και υστερώντας εμφανώς ως προς την υπεροπλία δυνάμεων- να αποκαθηλώσουν τις δύο υπερδυνάμεις του δυτικού κόσμου, αρχικά την ΕΣΣΔ και τις ΗΠΑ.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, η επιτυχία τους σχετίζεται με τον πολιτικό σκοπό του πολέμου, καθώς οι Ταλιμπάν εμφανίζονται αποφασιστικότεροι από τις δυτικές δυνάμεις, αφού από την πρώτη κιόλας επέμβαση των Σοβιετικών τη δεκαετία του ’80 διαθέτουν το ισχυρό κίνητρο, που δεν είναι άλλο από τη διατήρηση της ισλαμικής παράδοσης της χώρας και της υπεράσπισης της «εθνικής» τους κυριαρχίας.
Σοβιετικό Βατερλό
Για το λόγο αυτό, οι Μουτζαχεντίν (έχοντας πολεμήσει ήδη από τον 19ο αιώνα κατά των Βρετανών) επέδειξαν σθεναρή αντίσταση, στην μοναδική-και μοιραία- στρατιωτική επέμβαση της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν. Με πρόσχημα τον περιορισμό του απόηχου της Ιρανικής Επανάστασης (και την πτώση του Σάχη), αλλά κυρίως την παροχή βοήθειας στην κομμουνιστική κυβέρνηση Ταράκι κατόπιν αιτήματός της στην Μόσχα, οι Σοβιετικοί εισέβαλαν τελικά το 1979 και αφού ο Πρόεδρος της χώρας είχε ανατραπεί, προκειμένου να τη διατηρήσουν στη σφαίρα επιρροής της, αν και τελικά η επέμβαση μετατράπηκε γρήγορα σε Βατερλό.
Και αυτό γιατί, οι Αφγανοί πολεμιστές επιδόθηκαν σε έναν εκτεταμένο ανταρτοπόλεμο (κατά πολλούς στρατιωτικούς αναλυτές τον πλέον επιτυχημένο του 20ου αιώνα), βραχυκυκλώνοντας τον τακτικό, Ερυθρό Στρατό. Η ανορθόδοξη τακτική των Μουτζαχεντίν, η οποία ξεδιπλώθηκε σε χωριά και κυρίως οροπέδια, υποβοηθούμενη καταλυτικά από το ορεινό ανάγλυφο της χώρας, σε συνδυασμό με την υποστήριξη που γνώρισαν από άλλες δυνάμεις (κυρίως του σουνιτικού τόξου, όπως η Σαουδική Αραβία και βέβαια τις ΗΠΑ) είχε ως αποτέλεσμα να επιβραδύνουν τα αποτελέσματα στο πεδίο, κερδίζοντας χρόνο εναντίον της ΕΣΣΔ, η οποία βίωνε τεράστια πίεση από την κούρσα εξοπλισμών του Ρέιγκαν. Ο τελευταίος είχε προεξοφλήσει την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων και παρά την απέλπιδα προσπάθεια του Προέδρου Γκορμπατσόφ με την «περεστρόικα».
Παράλληλα, το σθένος των Αφγανών ανταρτών εναντίον των Σοβιετικών ενισχύθηκε από δυτικά, οπλικά συστήματα, όπως τα αντιαρματικά Milan και οι πύραυλοι εδάφους – αέρος Stinger, που έριχναν κατά δεκάδες τα σοβιετικά ελικόπτερα, μη επιτρέποντας την αντίδραση ενός προηγμένου, συμβατού στρατού. Παρότι η παροχή αμερικανικής υλικής υποστήριξης των ΗΠΑ στους Μουτζαχεντίν γύρισε μπούμερανγκ τα επόμενα χρόνια για τους Αμερικανούς, κατάφερε, ωστόσο, η επέμβαση της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν να αποκαλεστεί ως το «Σοβιετικό Βιετνάμ», δίνοντας στην Μόσχα τη χαριστική βολή.
Σχολιάζοντας τις καταιγιστικές εξελίξεις στο Αφγανιστάν, ο τελευταίος ηγέτης της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αφενός χαρακτήρισε ως «πολιτικό λάθος» τη σοβιετική εκστρατεία στη χώρα (η οποία έληξε με ενέργειές του το 1989) και αφετέρου ως καταδικασμένη την παρουσία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή. «Αυτοί (σ.σ. το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ) θα έπρεπε να έχουν παραδεχθεί νωρίτερα ότι απέτυχαν. Το σημαντικό τώρα είναι να αντλήσουν διδάγματα από αυτό που συνέβη και να διασφαλίσουν ότι δεν θα επαναληφθούν παρόμοια λάθη», υπογράμμισε στο Πρακτορείο RIA ο Γκορμπατσόφ.
Η «Ισλαμική Διεθνής»
Η άτακτη φυγή των Σοβιετικών έμελλε, ωστόσο, να εδραιώσει τις ρίζες της διεθνούς ισλαμικής τρομοκρατίας στο Αφγανιστάν (ήδη από τη δεκαετία του ’80), η οποία έλαβε μορφή «ιερού πολέμου» (τζιχάντ) κατά τη σύγκρουση με τους Σοβιετικούς. Το 1996 η Καμπούλ πέφτει στα χέρια των Ταλιμπάν, που από πολιτικο-θρησκευτικό κίνημα έχουν εξελιχθεί στην ένοπλη δράση, ενώ σταδιακά κατακτούν τον έλεγχο του 90% της χώρας. Με αναπτερωμένο το ηθικό, έχοντας νικήσει μια υπερδύναμη, οι Αφγανοί αντάρτες κοιτούν κατάματα προς τη Δύση. Τόσο, που σε μια συνέντευξή του στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν δήλωσε ότι οι Ισλαμιστές θα διέλυαν τις ΗΠΑ σε μικρότερα κράτη! Με την αποχώρηση της ΕΣΣΔ, οι φανατικοί Ισλαμιστές αρχίζουν ακόμη να οργανώνουν πυρήνες σε μη μουσουλμανικά κράτη, όπου υπήρχαν όμως μουσουλμανικές μειονότητες, πυρήνες οι οποίοι βρήκαν κάθε λογής υποστήριξη στην οργάνωση Αλ Κάιντα («Η βάση) του Οσάμα Μπιν Λάντεν, η οποία λειτούργησε ως χρηματοδότης, εκπαιδευτής και διεθνής σύνδεσμος των διάσπαρτων ισλαμιστών, αποκτώντας σταδιακά χαρακτήρα «Ισλαμικής Διεθνούς».
Η μαξιμαλιστική οπτική του Μπιν Λάντεν απέναντι στον Ισλαμικό κόσμο (φιλοδοξώντας ο ίδιος να τον ενώσει, όπως ο Μωάμεθ τους Άραβες τον 7ο αιώνα) δε βρήκε γόνιμο έδαφος στη Σαουδική Αραβία, όπου πρωτοπαρουσίασε την πρότασή του. Το 1998, ωστόσο, ο Μπιν Λάντεν δέχεται την εισήγηση του υψηλόβαθμου στελέχους της Αλ-Κάιντα («πατέρα των τρομοκρατικών επιθέσεων στις ΗΠΑ) Χαλίντ Σεΐχ Μοχάμεντ, για την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Ο καλός καιρός του Σεπτεμβρίου και οι σχεδόν αμετάβλητες πρωινές πτήσεις υπηρετούσαν το στρατηγικό σχέδιο, το οποίο άλλαξε την πορεία της παγκόσμιας τρομοκρατίας, αφού για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία ένα οργανωμένο κράτος (του βεληνεκούς των ΗΠΑ) δέχεται χτύπημα αυτού του μεγέθους από μη κρατικό δρώντα (μη κράτος), αλλά από μια αόρατη τρομοκρατική οργάνωση, καθώς 19 φανατικοί Ισλαμιστές κατάφεραν σχεδόν ανεμπόδιστα σειρά από «αεροπειρατείες -καμικάζι» στις βορειοδυτικές ΗΠΑ.
Αποτέλεσμα ήταν ο εν ενεργεία Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζόρτζ Μπους να κηρύξει τον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» έχοντας στο πλευρό του το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ,το ΝΑΤΟ (που ενεργοποίησε το Άρθρο 5 για τη συλλογική άμυνα) και μια ομπρέλα συμμάχων για να επέμβει για πρώτη φορά στο Αφγανιστάν το 2001. Στη «σταυροφορία» Μπους συνεργάστηκαν και αντίρροπες δυνάμεις, αφού η Ρωσία έπεισε το Ουζμπεκιστάν να θέσει υπό την διάθεση των ΗΠΑ τις σοβιετικές βάσεις του, το Ιράν παρείχε υποστήριξη στους Σιίτες του Αφγανιστάν απέναντι στους Ταλιμπάν και το Πακιστάν (στην πραγματικότητα κατά το ήμισυ) παρείχε πληροφορίες στρατηγικού χαρακτήρα στην αμερικανική πλευρά.
Και οι Αμερικανοί, ωστόσο, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ίδια υψηλή στρατηγική των Ταλιμπάν, αυτή του ανταρτοπολέμου, στον οποίο είχαν αρχίσει να στρατολογούν μαζικά και μουσουλμάνους πολίτες ευρωπαϊκών κρατών (ιδίως μετά το θεαματικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου) μετατρέποντας μέσα από ψηφιακά δίκτυα προπαγάνδας την απογοήτευσή τους από την αδυναμία ένταξής τους στις δυτικές κοινωνίες (κυρίως στη Γαλλία) σε τυφλή ριζοσπαστικοποίηση.
Παρά την αυτοπεποίθηση που διακατείχε τις συμμαχικές δυνάμεις λόγω της χρήσης της τελευταίας τεχνολογικής γενιάς οπλισμού, τα αποτελέσματα ήταν στην αρχή πενιχρά. Μολονότι οι Αμερικανοί άλλαξαν παντελώς το στρατιωτικό μοντέλο οργάνωσής τους για το Αφγανιστάν, περνώντας στα Οπλικά Οργανωμένα Συστήματα (μετάβαση που στη στρατιωτική βιβλιογραφία λογίζεται ως «επανάσταση»), ο γρήγορος εντοπισμός στόχου με σχεδόν απόλυτη ακρίβεια και η ταυτόχρονη μετάδοση της πληροφορίας πέτυχαν ελάχιστα στους αμμόλοφους του Αφγανιστάν.
Ακόμη και αν οι Αμερικανοί δεν ήταν «ορατοί» ως οργανωμένος τακτικός στρατός και διατεθειμένοι για μάχη σώμα με σώμα στο πεδίο, η υψηλή τεχνολογία δεν μπορούσε να εντοπίσει υπόγειες στοές, κρησφύγετα κυρίως σε σπηλιές, αλλά και στρατηγικούς στόχους των Ταλιμπάν, οι οποίοι είχαν εξελιχθεί στο ενδιάμεσο και αντιαεροπορικά. Αποφεύγοντας ακόμη την αναμέτρηση στο έδαφος, η Αμερικανική Αεροπορία επιχείρησε να πλήξει κέντρα βάρους των Ταλιμπάν εξ αποστάσεως, ώστε να μειωθούν (για πολιτικούς κυρίως λόγους) όσο το δυνατόν οι ανθρώπινες απώλειες.
Ένα ακόμη κέντρο βάρους για τους Ταλιμπάν υπήρξε η ίδια η σύσταση του «στρατού» τους, ο οποίος αποτελούνταν από ντόπιους Αφγανούς Ταλιμπάν, ελάχιστα εκπαιδευμένους, ξένους στρατολογημένους πολεμιστές (κυρίως από τα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά και τις ΗΠΑ) καλύτερα εκπαιδευμένους, αλλά και στρατολογημένους από την Αλ-Κάιντα μαχητές, που εκπαιδεύτηκαν στα στρατόπεδά της. Στην πάροδο των χρόνων μέχρι σήμερα, οι ντόπιοι Αφγανοί αντικαταστάθηκαν από τις «εισαγωγές» πολεμιστών, παρέχοντας νέες δεξιότητες στον ανταρτοπόλεμο, με τη χρήση ακόμη και ψηφιακών μέσων. Τελικά οι συμμαχικές δυνάμεις καταλύουν την κυριαρχία των Ταλιμπάν τον Νοέμβριο του 2001 και στις 17 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους διαλύεται το «Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν».
Με τη συντριβή της πρώτης, πενταετούς διακυβέρνησης των Ταλιμπάν και τον έλεγχο της χώρας από τις συμμαχικές δυνάμεις, στις 4 Δεκεμβρίου του 2001 η Διεθνής Σύνοδος της Βόννης οδηγεί στο σχηματισμό της προσωρινής κυβέρνησης υπό τον Χαμίντ Καρζάι στο Αφγανιστάν, με κάποιες εγγυήσεις κυβερνητικής σταθερότητας στη χώρα. Ο Πρόεδρος Καρζάι γίνεται ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος Πρόεδρος της χώρας το 2004 και επανεκλέγεται -παραμένοντας σταθερός συνομιλητής της Δύσης- και το 2009, ενώ οι ηττημένοι πυρήνες των Ταλιμπάν έχουν βρει από χρόνια καταφύγιο στις γειτονικές χώρες και κυρίως στο Πακιστάν.
Κλειδί για την επάνοδο των Ταλιμπάν αποτέλεσε, ωστόσο, η πρώτη θητεία του Προέδρου των ΗΠΑ, Μπάρακ Ομπάμα, ο οποίος μετατόπισε εντυπωσιακά το ενδιαφέρον της χώρας από την Μέση Ανατολή προς την Νοτιοανατολική Ασία, χτίζοντας σταδιακά προϋποθέσεις ανάσχεσης της Κίνας. Εστιάζοντας παράλληλα στα εσωτερικά ζητήματα των ΗΠΑ, ο Ομπάμα υπεραμύνθηκε μιας λιγότερο παρεμβατικής εξωτερικής πολιτικής, αποφασίζοντας την απομείωση της στρατιωτικής παρουσίας της χώρας του στην περιοχή το 2011.
Παράλληλα, διαβλέποντας την τάση, οι Ταλιμπάν προβαίνουν -για πρώτη φορά- σε κινήσεις διεθνούς νομιμοποίησης, ιδρύοντας στην Ντόχα του Κατάρ Γραφείο, δηλαδή διπλωματικό θύλακα για διμερείς επαφές με αξιωματούχους και ξένες κυβερνήσεις. Ο στόχος δεν ήταν άλλος, παρά η προσέγγιση με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, προκειμένου το ένοπλο κίνημα του αφγανικού ανταρτοπολέμου να αποκτήσει πυλώνες πολιτικής έκφρασης και κυρίως διαπραγμάτευσης με τη Δύση. Με την αρωγή και του Κατάρ, οι διαπραγματεύσεις εκκινούν αρχικά άτυπα και στη συνέχεια αποκτούν διπλωματική υπόσταση, όταν το 2014 ο Μπάρακ Ομπάμα ανακοινώνει σταδιακή απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, αποβλέποντας και στην αποκατάσταση της εικόνας των ΗΠΑ στον Αραβικό κόσμο.
Αυτό το «κεκτημένο» κορυφώνεται στη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ουάσιγκτον και των Ταλιμπάν τον Φεβρουάριο του 2020 για την ουσιαστική μείωση των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, υπό τον όρο η χώρα να μην καταστεί ορμητήριο νέου κύματος τρομοκρατικών επιθέσεων.
Οι Ταλιμπάν αθετούν εν μέρει την υπόσχεσή τους τις επόμενες ημέρες και η διοίκηση Μπάιντεν μεταθέτει την οριστική ημερομηνία αποχώρησης από την 1η Μάϊου στην 11η Σεπτεμβρίου του 2021, διακηρύττοντας μαζί με το σχέδιο μαζικής αποχώρησης πως «ήρθε η ώρα να τελειώσει ο μακροβιότερος πόλεμος της Αμερικής». Ήρθε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου