Σελίδες

Τρίτη 17 Μαΐου 2022

Πόλεμος στην Ουκρανία: Η αρχή του τέλους της «ουδετερότητας» στην Ευρώπη;

Μαργαρίτα Βεργολιά


Καθώς η Φινλανδία και η Σουηδία οδεύουν προς το ΝΑΤΟ, η προοπτική έχει αρχίσει να προβληματίζει έντονα και άλλες ουδέτερες ή στρατιωτικά αδέσμευτες χώρες στην Ευρώπη, με φόντο τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία
Με ή χωρίς τους εκβιασμούς του Ταγίπ Ερντογάν για τουρκικό βέτο και τις ηχηρές προειδοποιήσεις του Βλαντίμιρ Πούτιν για αντίποινα το «νερό» για τη Φινλανδία και τη Σουηδία έχει πια κυλήσει από το «αυλάκι» μιας τύποις ουδετερότητας σε αυτό του ΝΑΤΟ.



Η εταιρική σχέση αμφότερων με τη Βορειοανατολική Συμμαχία μετρά από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90.

Ήταν όμως υπό τη βαριά σκιά και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία που το Ελσίνκι πήρε τη μεγάλη απόφαση να βάλει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τον γεωπολιτικό όρο «φινλανδοποίηση», ο οποίος εδώ και 75 χρόνια όριζε τη Φινλανδία στρατιωτικά αδέσμευτη εξ ανάγκης, βάσει διμερούς συμφωνίας με την ΕΣΣΔ.

Η Στοκχόλμη επίσης διέβη τον Ρουβίκωνα, αφήνοντας πίσω μια παράδοση επίσημης ουδετερότητας άνω των δύο αιώνων, που άρχισε μετά την ήττα της από τη Ρωσική Αυτοκρατορία και την παράδοση της Φινλανδίας στους Τσάρους. Και συνεχίστηκε στον 20ο και 21ο αιώνα, με τη γειτονική της, ανεξάρτητη πια χώρα να λειτουργεί ως «μαξιλάρι» με την ΕΣΣΔ αρχικά και μετέπειτα Ρωσία.

Όμως στην Ευρώπη του 21ου αιώνα και δη μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η πολιτική της ουδετερότητας δείχνει να μπαίνει γενικά υπό νέο πρίσμα.

Μοιραία η δημόσια συζήτηση για ένταξη ή σύσφιξη των σχέσεων με το ΝΑΤΟ έχει ανοίξει σε άλλες χώρες που παραμένουν στρατιωτικά αδέσμευτες, εντός κι εκτός ΕΕ, καθώς η στρατηγική και γεωπολιτική αυτονομία της παραπέμπεται στις καλένδες.



Η ελβετική «ευέλικτη» ουδετερότητα

Παρά το γεγονός ότι βρέθηκε εν μέσω ευρωπαϊκών ή παγκόσμιων συρράξεων στον 20ο αιώνα, η Ελβετία διατήρησε την επίσημη ουδετερότητά της, λειτουργώντας ως εχέμυθο και ασφαλές «θησαυροφυλάκιο», με το γόητρο και της έδρας διεθνών οργανισμών.

Με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ωστόσο, στη δυτικοκεντρική χώρα της Ευρώπης -όχι όμως και της ΕΕ- άρχισαν να γίνονται δεύτερες σκέψεις.

Ήδη τα ελβετικά υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας εκπονούν μελέτες για τις μελλοντικές επιλογές της Βέρνης, η οποία

ευθυγραμμίστηκε μεν με τις ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, αλλά δεν έχει προχωρήσει στο «πάγωμα» περιουσιακών στοιχείων και αρνείται την επανεξαγωγή πολεμικού υλικού από τη Γερμανία στην εμπόλεμη Ουκρανία.

Εν μέσω προστριβών με τις ΗΠΑ για τη στάση της -κυρίως ως προς τις κρυμμένες περιουσίες Ρώσων ολιγαρχών στα άδυτα του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου- εξετάζονται τώρα οι δυνατότητες μιας προσαρμοσμένης ουδετερότητας, με στενότερη συνεργασία με το ΝΑΤΟ, του οποίου a propos αποτελεί εταίρο.

Έχει προσχωρήσει στο πρόγραμμα «Συνεργασία για την Ειρήνη» (PfP) από το 1996μ έγινε μέλος του Ευρωατλαντικού Συμβουλίου Εταιρικής Σχέσης (EAPC) την επόμενη χρονιά, ενώ έχει υποστηρίξει αποστολές υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια και στο Αφγανιστάν.

Μέχρι τον Σεπτέμβριο εν τω μεταξύ αναμένεται να κατατεθεί προς συζήτηση στο υπουργικό συμβούλιο και μετέπειτα στο κοινοβούλιο η έκθεση του υπουργείου Άμυνας για τη μελλοντική πολιτικής ασφάλειας, π.χ. την προοπτική κοινών στρατιωτικών ασκήσεων με χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ.

Στο μεσοδιάστημα, έχει κλείσει συμφωνία με τις ΗΠΑ για την αγορά 36 μαχητικών F-35 και 5 συστοιχιών Patriot, για την οποία δόθηκε το «πράσινο φως» με δημοψήφισμα στην Ελβετία το 2020.

Σε δημοσκόπηση του περασμένου Απριλίου εν τω μεταξύ -μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία- το 56% των ερωτηθέντων Ελβετών δήλωσαν υπέρ της σύσφιξης των σχέσεων με το ΝΑΤΟ και το 33% υπέρ της ένταξης στη Συμμαχία (από 21% που ήταν κατά μέσο όρο τα προηγούμενα χρόνια).


Η «γκρίζα» ουδετερότητα της Ιρλανδίας

Ενώ η Βόρεια Ιρλανδία ανήκει στο ΝΑΤΟ, όχι όμως στην ΕΕ -ως τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου- η Δημοκρατία της Ιρλανδίας έχει χαράξει αντίστροφη πορεία.

Μέλος της ΕΕ από το 1973, δεν έχει ενταχθεί -επισήμως ως αδέσμευτη- στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, δηλώνοντας στρατιωτικά ουδέτερη από την εποχή της ανεξαρτησίας της, παρά το γεγονός ότι αυτό δεν αναφέρεται ρητά στο Σύνταγμά της.

Μια σειρά τροποποιήσεων στον Αμυντικό Νόμο του 1954 -βασικού νομικού πλαισίου για τις ιρλανδικές δυνάμεις- άνοιξαν τον δρόμο για διάφορες κινήσεις, που θεωρήθηκαν εγκατάλειψη της ουδετερότητας.

Από τη χρήση του ιρλανδικού εναέριου χώρου από αμερικανικά μαχητικά στη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ ή τον ανεφοδιασμό στο αεροδρόμιο Σάνον αεροσκαφών που μετέφεραν Αμερικανούς στρατιώτες.

Έως τη συμμετοχή σε εκπαιδευτικές αποστολές της PESCO (Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας) στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της ΕΕ.

Κατά τα λοιπά το Δουβλίνο έχει επενδύσει έως τώρα ελάχιστα στην άμυνά του, βασιζόμενο και στο γεγονός ότι λόγω γεωγραφικής θέσης η Ιρλανδία βρίσκεται de facto υπό τον «ομπρέλα» του ΝΑΤΟ, κι ας μην είναι μέλος της Συμμαχίας.

Όμως η ανακοίνωση της Ρωσίας για ναυτικές ασκήσεις στην ΑΟΖ της Ιρλανδίας, λίγο πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, ήλθε να καταδείξει όσο εκτεθειμένο μπορεί να βρεθεί το αποκομμένο από την ηπειρωτική Ευρώπη Δουβλίνο.

Η Ιρλανδία στερείται «αξιόπιστης στρατιωτικής ικανότητας για την προστασία της», τόνιζε χαρακτηριστικά κυβερνητική έκθεση του περασμένου Φεβρουαρίου.

Τώρα με τον πόλεμο στην Ουκρανία να κλείνει σχεδόν τρεις μήνες οι ανησυχίες στο Δουβλίνο εντείνονται για τη δυνατότητα αντιμετώπισης οποιαδήποτε πιθανής επίθεσης, ακόμη και υβριδικής.

Η ουδετερότητα είναι «ένα ζήτημα πολιτικής που μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή», διακήρυξε ο πρωθυπουργός Μάικλ Μάρτιν.

Δημοσκόπηση στις αρχές Μαρτίου έδειξε ότι σχεδόν ένας στους δύο (49%) των ερωτηθέντων θεωρεί πλέον την αρχική έννοια της ιρλανδικής ουδετερότητας ξεπερασμένη, ενώ το 37% τασσόταν υπέρ της ένταξης στο ΝΑΤΟ.

Σε έτερη δημοσκόπηση στα τέλη Μαρτίου το 46% δήλωνε υπέρ της συμμετοχής ιρλανδικών στρατευμάτων σε έναν μελλοντικό ευρωπαϊκό στρατό, ενώ το 48% τοις εκατό θεωρούσε ότι η Ιρλανδία πρέπει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.

Προσώρας το Δουβλίνο εξετάζει τον διπλασιασμό των ετήσιων αμυντικών δαπανών.

Όμως «για μια μικρή χώρα, υπάρχουν μόνο δύο τρόποι να αμυνθεί», παρατηρεί ο Μάικλ Κένεντι, ιστορικός στη Βασιλική Ιρλανδική Ακαδημία: «Η συλλογική άμυνα με την ένταξη σε μια συμμαχία ή ένας τεράστιος αμυντικός προϋπολογισμός».


Ο «γόρδιος δεσμός» της Κύπρου

Η τουρκική κατοχή στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, η επιθετικότητα της Άγκυρας και η απροθυμία μελών του ΝΑΤΟ να ανοίξουν ακόμη ένα μέτωπο που θα διαταράξει την συνοχή του περιπλέκουν την ενταξιακή προοπτική της Κύπρου στη Συμμαχία.

Ως εκ τούτου, ενώ στα εδάφη της φιλοξενεί δύο μεγάλες βρετανικές βάσεις, παραμένει η μόνη χώρα της ΕΕ που δεν συμμετέχει στην «Συνεργασία για την Ειρήνη» (PfP) του ΝΑΤΟ, παρά το γεγονός ότι η κυπριακή Βουλή έχει εγκρίνει από το 2011 ψήφισμα υπέρ της επιδίωξης συμμετοχής στο πρόγραμμα.

Η κυβέρνηση Αναστασιάδη έχει προβάλει σε διάφορες χρονικές στιγμές το ενδιαφέρον της, χωρίς όμως να γίνουν σαφή βήματα.

Τώρα η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η ιστορική απόφαση της Σουηδίας και της Φινλανδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ επαναφέρουν το θέμα στη δημόσια συζήτηση και στη Λευκωσία.

Όμως «είναι πάρα πολύ πρόωρο να συζητείται κάτι ανάλογο, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα», ανέφερε το Σάββατο ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης.

«Και να ήταν επιθυμία της κυπριακής κυβέρνησης, θα προσέκρουε σε διαδικαστικά θέματα και ιδιαίτερα στην άρνηση βεβαίως της Τουρκίας», τόνισε. «Χρειάζεται ομοφωνία για να γίνει κάποιο (κράτος) μέλος του ΝΑΤΟ».

«Είμαστε μια μικρή χώρα, χρειαζόμαστε προστασία βεβαίως. Το θέμα», συμπλήρωσε, «είναι να αποτελεσματική η προστασία και οι αποφάσεις να τυγχάνουν και της έγκρισης του λαού».

Αν και δεν έχει διαφοροποιηθεί η κατάσταση ως προς τις τουρκικές αντιδράσεις, γράφει ο κυπριακός Τύπος, ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου, Ιωάννης Κασουλίδης ανέφερε ότι ετοιμάζονται διάφορες μελέτες για συμμετοχή της Κύπρου στο πρόγραμμα «Συνεργασία για την Ειρήνη» ή για ένταξη στο ΝΑΤΟ.

«Εμάς ευχαρίστως θα μας ενδιέφερε», επεσήμανε ο ίδιος ο Κύπριος ΥΠΕΞ σε προ ημερών συνέντευξή του στο «ΒΗΜΑ».

«Ιδίως μετά το Ουκρανικό και όλες αυτές τις εξελίξεις, είναι ένας επιπλέον λόγος που θα ενδιαφερόμασταν για να συμμετάσχουμε σε έναν τέτοιο αμυντικό οργανισμό για την ασφάλεια των μελών του, αν το εμπόδιο Τουρκία δεν υπήρχε», τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι το Κυπριακό πρόβλημα «δεν μπορεί να παραμένει ανοιχτό» και ότι είναι ανάγκη ο διεθνής παράγοντας να ωθήσει την Τουρκία στην επανέναρξη των συνομιλιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου