Την Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022 και ώρα 11 μετά την Θεία Λειτουργία που θα τελεστεί στον ιερό ναό αγίας Μαρίνης Ηλιουπόλεως, θα ψαλεί το 40ήμερο μνημόσυνο του Γεωργίου Προμπονά, ενός καλού κ΄αγαθού ενορίτου.
Ο μακαριστός, υπερενενηκοντούτης, εκοιμήθη στις 13 Σεπτεμβρίου 2022 και ετάφη στις 20 του αυτού μηνός και έτους στο κοιμητήριο αγίας Μαρίνης Ηλιουπόλεως. Προηγήθηκε η εξόδιος ακολουθία στον εντός του κοιμητηρίου ιερό ναό Αναστάσεως Κυρίου, προεξάρχοντος του προέδρου του εκκλησιαστικού συμβουλίου του ναού μας, αρχιμανδρίτου Σεραφείμ Δημητρίου, ο οποίος εκφώνησε και επικήδειο λόγο. Συμμετείχαν κληρικοί, Δημοτικοί άρχοντες της πόλεως, εκπρόσωποι εκ της Νάξου, τόπου καταγωγής του, και δεκάδες ενορίτες.
Υπήρξε ενεργό μέλος της εκκλησιαστικής κοινότητας της αγίας Μαρίνης και έως του γήρατος του εκκλησιαζόταν ομού μετά της μακαριστής συζύγου του Βασιλικής και συμμετείχαν στις ενοριακές δράσεις.
Εις μνήμην του, δημοσιεύουμε εκ των επικηδείων που εκφωνήθηκαν, τον λόγο του συγγενούς του, Αναστασίου Σαλτέρη, στελέχους της Δημοσίας Διοικήσεως, στον οποίο περιγράφεται κατ΄αξίαν ο εκλιπών.
Επικήδειος λόγος κατά την Εξόδιο Ακολουθία του Γεωργίου (Γιώργη) Προμπονά (20.9.2022)
Αγαπημένε μας θείε Γιώργο,
Η ώρα αυτή, που η εκκλησία μας σε συνοδεύει με την Εξόδιο Ακολουθία και εμείς, ως θνητοί, σε αποχαιρετούμε με τον δικό μας τρόπο, είναι από τη φύση της μια ώρα ιδιαίτερη, δύσκολη, βαριά μα και βαθιά.
Την ώρα αυτή, αγαπημένε θείε, είναι επιπλέον πολύ δύσκολο να βρεθούν λόγια που να μπορούν να ανταποκριθούν και να καθρεφτίσουν μια προσωπικότητα λαμπερή και φωτεινή, μια ζωή ξάστερη και γενναία, έναν άνθρωπο τόσο πολύπλευρο και τόσο ιδιαίτερο όσο εσύ.
Και όμως. Για μια τόσο σπουδαία μορφή όπως εσύ, μέσα στη μεγάλη, την απέραντη θλίψη που σκορπίζει η απώλειά σου στα παιδιά, στα αδέρφια και την οικογένεια, στη Νάξο μας και την Ηλιούπολη, θαρρώ ότι μπορεί κατ’ αναλογία να χρησιμοποιήσει κανείς τη φράση του Θουκυδίδη:
Ουκ ολοφύρομαι μάλλον ή παραμυθήσομαι. Ίσως δεν αρμόζει δηλαδή το κλάμα μα η παρηγοριά.
Γιατί, ας μου επιτραπεί να πω, ότι της δικής σου γενιάς που τόσα βίωσε και τόσα είδε, που πρόλαβε να ζήσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τα όσα ακολούθησαν, ήσουν εκπρόσωπος επιφανής.
Και ήσουν από εκείνους που όχι μόνο δεν τους χαρίστηκε τίποτα, αλλά ξεκίνησαν ακόμη και κάτω από το μηδέν.
Γιατί στ’ αλήθεια να πρωτομιλήσει κανείς με δέος;
Για τον ερχομό στην Αθήνα με τον παππού Μανώλη και τη γιαγιά Στέλλα για να εργασθούν για την αποπληρωμή ενός χρέους όταν ήσουν οχτώ χρονώ παιδάκι λίγο πριν την εισβολή;
Για την επιστροφή σου στο νησί μας με τη μητέρα σου και τις ευθύνες που ανέλαβες εκ των πραγμάτων, σε τόσο τρυφερή ηλικία;
Για την απότομη ωρίμανσή σου στις μέσα από τις κακουχίες της κατοχής;
Για τη σκληρή δουλειά μετά στην Αθήνα και την αγάπη σου που έγινε επιμονή για τα γράμματα και την εκ νέου φοίτησή σου στο σχολείο;
Για τη συμμετοχή σου στους μεγάλους αγώνες τους λαού μας για δημοκρατία;
Για την αναγνώρισή σου από τους δημότες της Ηλιούπολης, που σε εξέλεξαν δημοτικό σύμβουλο;
Για την προσφορά σου στη Νάξο και ευρύτερα στις Κυκλάδες με τη δραστηριότητά σου στο Σύλλογο Κυκλαδιτών Ηλιούπολης που και ιδρυτικό του μέλος ήσουν και Πρόεδρός του διετέλεσες;
Για τη σκληρή δουλειά και το μόχθο, για τα όσα κατάφερες, για τη σπουδαία οικογένεια που δημιούργησες με τη Βάσω σου;
Θείε μου Γιώργο, είναι τόσα πολλά αυτά που μπορεί κανείς να απαριθμεί με θαυμασμό που μπορεί για ώρες να μιλάει.
Είναι, βλέπεις, δύσκολο να διαχωρίσει κανείς τη μία πτυχή της προσωπικότητάς σου από την άλλη. Γιατί στο πρόσωπό σου συνυπήρχαν αρμονικά και ισορροπημένα ο ακούραστος εργάτης, ο υποδειγματικός οικογενειάρχης, ο κοινωνικός αγωνιστής, ο ανήσυχος πολίτης, ο άνθρωπος του πνεύματος, ο θεράπων του λόγου, του λαϊκού μας πολιτισμού, των γραμμάτων και της ιστορίας.
Παρόλο που στην αρχή, γεμάτος συστολή, ντρεπόσουν να παρουσιάσεις τα γραπτά σου, τελικά αυτά έμελλε όχι απλώς να τύχουν μαζικής αποδοχής και ακαδημαϊκής αναγνώρισης, όχι μόνο να εισαχθούν με επίσημες αποφάσεις στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά κάτι ακόμη πιο σπουδαίο:
Να προσφέρουν πολύτιμη υπηρεσία στον τόπο μας τόσο ως αυτοτελή έργα τέχνης όσο και ως πολύτιμες πηγές της ιστορίας μας.
Η μελέτη τους βοηθά εμάς και θα βοηθήσει τις επόμενες γενιές, αφενός να εμβαθύνουν καλύτερα στη γλώσσα μας μέσα από την πηγαία τους ροή, την αυθεντική τους δομή και το γλωσσολογικό τους υπόβαθρο που γνήσιο και ανόθευτο, έρχεται κατευθείαν από τη λαλιά του Ομήρου.
Και οι ακρογιαλιές του Ομήρου που περιγράφει ο Ελύτης, είναι και οι δικές σου ακρογιαλιές, πάνω από τις οποίες διεξάγονταν οι αερομαχίες στον πόλεμο που με δραματικότητα και τόση παραστατικότητα μας περιέγραφες.
Είναι όμως θείε μου και κάτι άλλο.
Η ιστορία.
Το πώς έζησες την Κατοχή, το πώς μας τη διηγείσαι, το πώς μεταφέρεις επίσης τις συνήθειες του τόπου μας στο χαρτί, είναι πολύτιμοι μάρτυρες για να κατανοήσουμε εμείς μα και οι γενιές που θα έρθουν, το περιβάλλον του πολέμου μα και γενικότερα τον ίδιο μας τον τόπο, τις συνήθειες, τον τρόπο ζωής, τις αξίες, τους ανθρώπους του.
Και είναι τόσο έντεχνα δοσμένα, που ξεπερνούν το χτες, το σήμερα και το αύριο και εξυψώνονται χωρίς καμία υπερβολή σε πολύτιμη παρακαταθήκη, ένα, για να χρησιμοποιήσω και πάλι τον Θουκυδίδη, κτήμα ες αεί για την πατρίδα μας.
Όπως έσπασε ο Θεόφιλος τα στεγανά στη ζωγραφική, έτσι έσπασες εσύ θείε μου τα στεγανά στα γραπτά με το λόγο σου.
Και σαν Μακρυγιάννης αποτύπωσες με ενάργεια και αυθεντικότητα ιστορίες αλλά και μύθους.
Και δεν έχανες κι εκεί την ευκαιρία να φανερώνεις κι εκεί την ανησυχία σου και την αγωνία σου για τους νεότερους:
«Γράψτε τα εσείς που είστε γεννημένοι συγγραφείς με λεπτομέρειες να τα διαβάσουν οι κατοπινοί για να λένε: Ποτέ πια πόλεμος».
Αυτή είναι η φράση που κλείνει τα Διηγήματα της Κατοχής από τη Νάξο.
Και μέχρι την τελευταία στιγμή, θαύμαζα την οξύτητα της πολιτικής σου σκέψης.
Θα μου λείψουν θείε πολύ αυτά τα τηλεφωνήματα με τις οξύτατες αναλύσεις σου για το πολιτικό γίγνεσθαι, για το πώς βλέπει ο κόσμος τα πράγματα, για το τι συμβαίνει στην πατρίδα μας.
Όλα αυτά σου τα χαρίσματα, κλείνονταν σε ένα χαρακτήρα μοναδικό για την πραότητα, τη γλυκύτητα, τη φυσική ευγένεια.
Η ίδια γλυκύτητα με της θείας της Βάσως, σε ένα σπάνιο συνταίριασμα δύο ανθρώπων που ξεχείλιζαν από αγάπη και καλοσύνη.
Δεν έχει πάψει στιγμή να αναφέρεται ο αδερφός σου ο Ιάκωβος στο πόσο τον υποστήριξες σε όλα όταν, παιδάκι κι αυτός 13 χρονών ήρθε στον τόσο δύσκολο κόσμο της Αθήνας.
Στο πόσο τον βοήθησες να σταθεί κοινωνικά και επαγγελματικά, τόσο που διαρκώς αναγνωρίζει ότι σε σένα οφείλει τα πάντα.
Θα έπρεπε ο δικός σου κόσμος, να είναι ο κόσμος των παιδιών μας.
Ο κόσμος του αγώνα, της τιμιότητας, της περηφάνειας, της αξιοπρέπειας, της πνευματικής εγρήγορσης, της κοινωνικής προσφοράς.
Και η δική σου Νάξος, να είναι η Νάξος που θα μείνει για πάντα ζωντανή στα κοπέλια και στα κοπελουδάκια του νησιού, με την ίδια αγάπη και αφοσίωση στον τόπο και σε όλα αυτά που συνθέτουν τον πολιτισμό του.
Κλείνοντας αυτόν τον σύντομο αποχαιρετισμό, αγαπημένε μου θείε, έναν αποχαιρετισμό οδύνης μα και περηφάνειας που είχαμε την τύχη να μας αγκαλιάσεις σαν να είμαστε μία οικογένεια στενή, θα σου ανταποδώσω τα λόγια από ένα δικό σου κοτσάκι που είναι από χρόνια κορνιζαρισμένο σε περίοπτη θέση:
«Άμα αργώ να σε θωρώ, δύσκολα το αντέχω».
Είναι ήδη πολύ δύσκολο αγαπημένε θείε, καλή ανάπαυση.
Αναστάσιος Σαλτερής
Εις μνήμην του, δημοσιεύουμε εκ των επικηδείων που εκφωνήθηκαν, τον λόγο του συγγενούς του, Αναστασίου Σαλτέρη, στελέχους της Δημοσίας Διοικήσεως, στον οποίο περιγράφεται κατ΄αξίαν ο εκλιπών.
Επικήδειος λόγος κατά την Εξόδιο Ακολουθία του Γεωργίου (Γιώργη) Προμπονά (20.9.2022)
Αγαπημένε μας θείε Γιώργο,
Η ώρα αυτή, που η εκκλησία μας σε συνοδεύει με την Εξόδιο Ακολουθία και εμείς, ως θνητοί, σε αποχαιρετούμε με τον δικό μας τρόπο, είναι από τη φύση της μια ώρα ιδιαίτερη, δύσκολη, βαριά μα και βαθιά.
Την ώρα αυτή, αγαπημένε θείε, είναι επιπλέον πολύ δύσκολο να βρεθούν λόγια που να μπορούν να ανταποκριθούν και να καθρεφτίσουν μια προσωπικότητα λαμπερή και φωτεινή, μια ζωή ξάστερη και γενναία, έναν άνθρωπο τόσο πολύπλευρο και τόσο ιδιαίτερο όσο εσύ.
Και όμως. Για μια τόσο σπουδαία μορφή όπως εσύ, μέσα στη μεγάλη, την απέραντη θλίψη που σκορπίζει η απώλειά σου στα παιδιά, στα αδέρφια και την οικογένεια, στη Νάξο μας και την Ηλιούπολη, θαρρώ ότι μπορεί κατ’ αναλογία να χρησιμοποιήσει κανείς τη φράση του Θουκυδίδη:
Ουκ ολοφύρομαι μάλλον ή παραμυθήσομαι. Ίσως δεν αρμόζει δηλαδή το κλάμα μα η παρηγοριά.
Γιατί, ας μου επιτραπεί να πω, ότι της δικής σου γενιάς που τόσα βίωσε και τόσα είδε, που πρόλαβε να ζήσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τα όσα ακολούθησαν, ήσουν εκπρόσωπος επιφανής.
Και ήσουν από εκείνους που όχι μόνο δεν τους χαρίστηκε τίποτα, αλλά ξεκίνησαν ακόμη και κάτω από το μηδέν.
Γιατί στ’ αλήθεια να πρωτομιλήσει κανείς με δέος;
Για τον ερχομό στην Αθήνα με τον παππού Μανώλη και τη γιαγιά Στέλλα για να εργασθούν για την αποπληρωμή ενός χρέους όταν ήσουν οχτώ χρονώ παιδάκι λίγο πριν την εισβολή;
Για την επιστροφή σου στο νησί μας με τη μητέρα σου και τις ευθύνες που ανέλαβες εκ των πραγμάτων, σε τόσο τρυφερή ηλικία;
Για την απότομη ωρίμανσή σου στις μέσα από τις κακουχίες της κατοχής;
Για τη σκληρή δουλειά μετά στην Αθήνα και την αγάπη σου που έγινε επιμονή για τα γράμματα και την εκ νέου φοίτησή σου στο σχολείο;
Για τη συμμετοχή σου στους μεγάλους αγώνες τους λαού μας για δημοκρατία;
Για την αναγνώρισή σου από τους δημότες της Ηλιούπολης, που σε εξέλεξαν δημοτικό σύμβουλο;
Για την προσφορά σου στη Νάξο και ευρύτερα στις Κυκλάδες με τη δραστηριότητά σου στο Σύλλογο Κυκλαδιτών Ηλιούπολης που και ιδρυτικό του μέλος ήσουν και Πρόεδρός του διετέλεσες;
Για τη σκληρή δουλειά και το μόχθο, για τα όσα κατάφερες, για τη σπουδαία οικογένεια που δημιούργησες με τη Βάσω σου;
Θείε μου Γιώργο, είναι τόσα πολλά αυτά που μπορεί κανείς να απαριθμεί με θαυμασμό που μπορεί για ώρες να μιλάει.
Είναι, βλέπεις, δύσκολο να διαχωρίσει κανείς τη μία πτυχή της προσωπικότητάς σου από την άλλη. Γιατί στο πρόσωπό σου συνυπήρχαν αρμονικά και ισορροπημένα ο ακούραστος εργάτης, ο υποδειγματικός οικογενειάρχης, ο κοινωνικός αγωνιστής, ο ανήσυχος πολίτης, ο άνθρωπος του πνεύματος, ο θεράπων του λόγου, του λαϊκού μας πολιτισμού, των γραμμάτων και της ιστορίας.
Παρόλο που στην αρχή, γεμάτος συστολή, ντρεπόσουν να παρουσιάσεις τα γραπτά σου, τελικά αυτά έμελλε όχι απλώς να τύχουν μαζικής αποδοχής και ακαδημαϊκής αναγνώρισης, όχι μόνο να εισαχθούν με επίσημες αποφάσεις στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά κάτι ακόμη πιο σπουδαίο:
Να προσφέρουν πολύτιμη υπηρεσία στον τόπο μας τόσο ως αυτοτελή έργα τέχνης όσο και ως πολύτιμες πηγές της ιστορίας μας.
Η μελέτη τους βοηθά εμάς και θα βοηθήσει τις επόμενες γενιές, αφενός να εμβαθύνουν καλύτερα στη γλώσσα μας μέσα από την πηγαία τους ροή, την αυθεντική τους δομή και το γλωσσολογικό τους υπόβαθρο που γνήσιο και ανόθευτο, έρχεται κατευθείαν από τη λαλιά του Ομήρου.
Και οι ακρογιαλιές του Ομήρου που περιγράφει ο Ελύτης, είναι και οι δικές σου ακρογιαλιές, πάνω από τις οποίες διεξάγονταν οι αερομαχίες στον πόλεμο που με δραματικότητα και τόση παραστατικότητα μας περιέγραφες.
Είναι όμως θείε μου και κάτι άλλο.
Η ιστορία.
Το πώς έζησες την Κατοχή, το πώς μας τη διηγείσαι, το πώς μεταφέρεις επίσης τις συνήθειες του τόπου μας στο χαρτί, είναι πολύτιμοι μάρτυρες για να κατανοήσουμε εμείς μα και οι γενιές που θα έρθουν, το περιβάλλον του πολέμου μα και γενικότερα τον ίδιο μας τον τόπο, τις συνήθειες, τον τρόπο ζωής, τις αξίες, τους ανθρώπους του.
Και είναι τόσο έντεχνα δοσμένα, που ξεπερνούν το χτες, το σήμερα και το αύριο και εξυψώνονται χωρίς καμία υπερβολή σε πολύτιμη παρακαταθήκη, ένα, για να χρησιμοποιήσω και πάλι τον Θουκυδίδη, κτήμα ες αεί για την πατρίδα μας.
Όπως έσπασε ο Θεόφιλος τα στεγανά στη ζωγραφική, έτσι έσπασες εσύ θείε μου τα στεγανά στα γραπτά με το λόγο σου.
Και σαν Μακρυγιάννης αποτύπωσες με ενάργεια και αυθεντικότητα ιστορίες αλλά και μύθους.
Και δεν έχανες κι εκεί την ευκαιρία να φανερώνεις κι εκεί την ανησυχία σου και την αγωνία σου για τους νεότερους:
«Γράψτε τα εσείς που είστε γεννημένοι συγγραφείς με λεπτομέρειες να τα διαβάσουν οι κατοπινοί για να λένε: Ποτέ πια πόλεμος».
Αυτή είναι η φράση που κλείνει τα Διηγήματα της Κατοχής από τη Νάξο.
Και μέχρι την τελευταία στιγμή, θαύμαζα την οξύτητα της πολιτικής σου σκέψης.
Θα μου λείψουν θείε πολύ αυτά τα τηλεφωνήματα με τις οξύτατες αναλύσεις σου για το πολιτικό γίγνεσθαι, για το πώς βλέπει ο κόσμος τα πράγματα, για το τι συμβαίνει στην πατρίδα μας.
Όλα αυτά σου τα χαρίσματα, κλείνονταν σε ένα χαρακτήρα μοναδικό για την πραότητα, τη γλυκύτητα, τη φυσική ευγένεια.
Η ίδια γλυκύτητα με της θείας της Βάσως, σε ένα σπάνιο συνταίριασμα δύο ανθρώπων που ξεχείλιζαν από αγάπη και καλοσύνη.
Δεν έχει πάψει στιγμή να αναφέρεται ο αδερφός σου ο Ιάκωβος στο πόσο τον υποστήριξες σε όλα όταν, παιδάκι κι αυτός 13 χρονών ήρθε στον τόσο δύσκολο κόσμο της Αθήνας.
Στο πόσο τον βοήθησες να σταθεί κοινωνικά και επαγγελματικά, τόσο που διαρκώς αναγνωρίζει ότι σε σένα οφείλει τα πάντα.
Θα έπρεπε ο δικός σου κόσμος, να είναι ο κόσμος των παιδιών μας.
Ο κόσμος του αγώνα, της τιμιότητας, της περηφάνειας, της αξιοπρέπειας, της πνευματικής εγρήγορσης, της κοινωνικής προσφοράς.
Και η δική σου Νάξος, να είναι η Νάξος που θα μείνει για πάντα ζωντανή στα κοπέλια και στα κοπελουδάκια του νησιού, με την ίδια αγάπη και αφοσίωση στον τόπο και σε όλα αυτά που συνθέτουν τον πολιτισμό του.
Κλείνοντας αυτόν τον σύντομο αποχαιρετισμό, αγαπημένε μου θείε, έναν αποχαιρετισμό οδύνης μα και περηφάνειας που είχαμε την τύχη να μας αγκαλιάσεις σαν να είμαστε μία οικογένεια στενή, θα σου ανταποδώσω τα λόγια από ένα δικό σου κοτσάκι που είναι από χρόνια κορνιζαρισμένο σε περίοπτη θέση:
«Άμα αργώ να σε θωρώ, δύσκολα το αντέχω».
Είναι ήδη πολύ δύσκολο αγαπημένε θείε, καλή ανάπαυση.
Αναστάσιος Σαλτερής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου