Σελίδες

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

Περί "δικομανίας", "πολυδικίας" και "βραδυδικίας"





Του Γιώργου Λουκά*


Είναι γνωστά σε όλους και, βεβαίως, είναι αναμφισβήτητα τα φαινόμενα της πολυδικίας και της βραδυδικίας που ταλαιπωρούν εδώ και πάρα πολλά χρόνια την Ελληνική Δικαιοσύνη.

Ερευνώντας τα αίτια των φαινομένων αυτών, ακούμε συνήθως να εκφράζεται η εντελώς επιδερμική άποψη ότι αυτά οφείλονται, κατά κύριο λόγο, στη "δικομανία" των Ελλήνων. Η διατύπωση τέτοιων απόψεων ήταν και είναι "η μόνιμη επωδός και η εύκολη απάντηση" όσων δεν ήθελαν και δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα κατάματα ("οι Έλληνες είναι δικομανείς, γι’ αυτό και τα Δικαστήρια έχουν φορτωθεί από υποθέσεις"). Εστιάζει σε μία εντελώς αόριστη, και αναπόδεικτη φυσικά, έννοια περί "δικομανίας των Ελλήνων", την οποία, ωστόσο, εδώ και δεκαετίες "πιπιλίζουν" οι αρμόδιοι, προκειμένου να δικαιολογήσουν τη διαχρονική έλλειψη μίας συστηματικής προσπάθειας έρευνας και μελέτης του προβλήματος. Εξ’ άλλου, τι είναι η δικομανία, αν δεν είναι (και) θέμα ψυχικής υγείας, όπως, μάλιστα, πολύ ορθά και πολύ εύστοχα είχαν παρατηρήσει σε άρθρο τους στην Κυριακάτικη Καθημερινή της 19/12/2021 έγκριτοι Δικαστές; Γιατί, υιοθετώντας την άποψη περί "δικομανών Ελλήνων", οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων χρήζει τελικά ψυχιατρικής παρακολούθησης.

Κατά την άποψή μου, σε μία προσπάθεια συμβολής στο γόνιμο διάλογο, και ξεκινώντας από την παραδοχή ότι, προκειμένου να βρεθεί η λύση ενός προβλήματος, απαιτείται προηγουμένως να εξακριβωθούν τα αίτιά του ή κάποια από αυτά, το φαινόμενο της πολυδικίας και της εξ αυτής βραδυδικίας οφείλεται και σε λόγους που άπτονται όχι μόνο σε εξατομικευμένα συμφέροντα ιδιωτών προσφευγόντων, αλλά που έχουν να κάνουν (α) με νοοτροπίες και αντιλήψεις αιώνων, οι οποίες μπορούν να θεραπευθούν και να αλλάξουν μόνο μέσω της κατάλληλης παιδείας, και, δυστυχώς, μετά από πολλές γενιές, (β) με τη λειτουργία του ίδιου του Κράτους Δικαίου και τις παγιωμένες συμπεριφορές και αντιλήψεις που επικρατούν σε αυτό, (γ) με τη λειτουργία του ίδιου του δικαιϊκού μας συστήματος, της Ελληνικής Δικαιοσύνης και των ελληνικών Δικαστηρίων και (δ) με τη Θεωρία καθ’ εαυτή του Ελληνικού Δικαίου και τα συνταγματικά του θεμέλια.

Συγκεκριμένα:

(α)Χρόνιες Νοοτροπίες και Αντιλήψεις.

Κλασσικό χαρακτηριστικό, και ίσως μοναδικό, που δεν απαντάται με τέτοια συχνότητα στις λοιπές δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, είναι ότι, αφ’ ότου εκδοθεί και δημοσιευθεί ένας Νόμος ή ένα Προεδρικό Διάταγμα ή μία Υπουργική Απόφαση, πρώτο και κυριότερο μέλημα πολλών ενδιαφερομένων είναι, μόλις τον διαβάσουν, να προσπαθήσουν οι ίδιοι ή μέσω δικηγόρου να διαπιστώσουν αν ο Νόμος τους αφορά και αν υπάρχει "κάποιο παράθυρο" για να εξαιρεθούν ή να ενταχθούν στις προβλέψεις του αναλόγως. Σε αυτή την "αιώνια αναζήτηση" του κενού του Νόμου ή, κατά τα κοινώς λεγόμενα, του "παραθύρου", οφείλονται εν πολλοίς η –σε απαράδεκτο βαθμό - υπερανάλυση και η τεράστια έκταση των ελληνικών νομοθετημάτων, με αποτέλεσμα "να χάνεσαι" στην κυριολεξία όταν τα διαβάζεις και, μοιραία, να καταλήγεις στα Δικαστήρια, ζητώντας τους να προβούν τελικά αυτά στην ερμηνεία του Νόμου. Για τους πολίτες των προηγμένων δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών ο Νόμος είναι απλά Νόμος και όλοι τον αντιμετωπίζουν από την αρχή καλοπροαίρετα και χωρίς επιφυλάξεις και, το κυριότερο, "χωρίς δεύτερες σκέψεις". Γι’ αυτό και οι Νόμοι τους είναι συνήθως περιεκτικοί και μικρής - λογικής εκτάσεως. Αντιθέτως, ο Έλληνας Νομοθέτης, αγχωμένος και γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι το νομοθέτημα "θα γίνει κόσκινο" και ότι πολλοί "θα πατήσουν ακόμα και στο "και”", καταλήγει να έχει συντάξει ένα νομοθέτημα τεράστιο σε έκταση, όπου, μάλιστα, πολλές φορές αποτυπώνεται ή και διακρίνεται το άγχος του αυτό, καταγράφοντας και αναλύοντας υποπεριπτώσεις των υποπεριπτώσεων, στις οποίες δεν πάει καν το μυαλό μας.

Αυτές οι παγιωμένες νοοτροπίες και αντιλήψεις αιώνων μπορούν και πρέπει, επιτέλους, να αλλάξουν. Αλλά αυτό θα γίνει σταδιακά και, δυστυχώς, θα πάρει χρόνια, μέσω της παροχής κατάλληλης παιδείας και εκπαίδευσης στις επερχόμενες γενιές.

(β)Λειτουργία του ίδιου του Κράτους Δικαίου.

Αλλά και το ίδιο το Ελληνικό Κράτος (Δικαίου) έχει, εξίσου, μεγάλο μερίδιο ευθύνης στη δημιουργία του φαινομένου της πολυδικίας και της εξ αυτής βραδυδικίας, αφού πολλές είναι οι φορές που ο διοικούμενος – εργαζόμενος - φορολογούμενος – ασφαλισμένος έχει οφθαλμοφανώς δίκιο και, όμως, η Διοίκηση, αντί να τον δικαιώσει σε επίπεδο απλής εξέτασης αιτήσεως ή ενδικοφανούς ή ιεραρχικής προσφυγής, δηλαδή σε εσωτερικό επίπεδο, δεν του ικανοποιεί το δίκαιο αίτημά του στη λογική του "άσε να τον δικαιώσουν τα Δικαστήρια, μην βρούμε κανέναν μπελά εμείς".

Παραπλήσια είναι και η πάγια τακτική του Δημοσίου και των Δημοσίων Φορέων να ταλαιπωρούν τον πολίτη με τη διαιώνιση μίας υπόθεσης, για την οποία έχει δικαιωθεί οριστικώς και πρωτοδίκως, ήτοι με την άσκηση εκ μέρους τους συνεχών ενδίκων μέσων (εφέσεων, αιτήσεων αναιρέσεως κλπ), ακόμα και για περιπτώσεις ήσσονος σημασίας ή ελαχίστου χρηματικού αντικειμένου ή για περιπτώσεις που είναι προφανές ότι το ένδικο μέσο αποκλείεται να ευδοκιμήσει, στην εξίσου λογική του Δημοσίου "να ασκήσουμε όποιο ένδικο μέσο μας επιτρέπει η Δικονομία για να μην μας κατηγορήσουν ότι δεν το πήγαμε μέχρι τέρμα". Ας κάνει τον κόπο να ρωτήσει κανείς Λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή Δικηγόρους – Νομικούς Συμβούλους του Δημοσίου Τομέα πόσες φορές, στα πλαίσια της άνω παγιωμένης τακτικής και λογικής αποποίησης τυχόν ευθυνών των διοικούντων, τους έχει δοθεί εντολή από Διοικητικά ή Δημοτικά Συμβούλια και από Όργανα της Διοίκησης να ασκήσουν οπωσδήποτε και με οιοδήποτε κόστος ένδικα μέσα, για τα οποία δεν έχουν στην κυριολεξία τι να γράψουν και τα οποία θα απορριφθούν μετά βεβαιότητας; Αποτέλεσμα να ταλαιπωρούνται τα Δικαστήρια και "να φορτώνονται τα πινάκια" χωρίς λόγο.

(γ)Λειτουργία του ίδιου του δικαιϊκού μας συστήματος και της Ελληνικής Δικαιοσύνης.

Μήπως, όμως, και το ίδιο το δικαιϊκό μας σύστημα ευθύνεται για τη διαιώνιση του φαινομένου της πολυδικίας;

Όπως είναι γνωστό, και φυσικά πρέπει να είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτό, η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα, σε αντίθεση με πολλές χώρες στην Ευρώπη, δεν είναι ακριβή, δεν είναι μόνο για τους λίγους και τους κατέχοντες, αλλά είναι προσιτή σε κάθε πολίτη ή κάτοικο αυτής της Χώρας, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να προσφύγει σε αυτήν χωρίς ιδιαίτερα μεγάλο κόστος.

Ωστόσο, φθηνή πρόσβαση στη Δικαιοσύνη δεν (πρέπει να) σημαίνει και ασήμαντες και ανεπαίσθητες συνέπειες, οικονομικής φύσεως, για τον ηττηθέντα διάδικο, είτε για τον αβασίμως και καταχρηστικώς προσφεύγοντα – ενάγοντα είτε για τον εναγόμενο, ο οποίος, αν και έχει εξ’ αρχής καταφανώς άδικο, εξαναγκάζει, μέσω της αδικαιολόγητης αρνήσεώς του, τον αντίδικό του να καταφύγει τελικά στη Δικαιοσύνη, ταλαιπωρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα ήδη ταλαιπωρημένα Δικαστήρια και Δικαστές.

Είναι παρά πολλές, δυστυχώς, οι περιπτώσεις που διάδικοι "εργαλειοποιούν" την ίδια τη Δικαιοσύνη, την καθιστούν, στην κυριολεξία "όργανό τους", στα πλαίσια μίας τακτικής και στρατηγικής που ακολουθούν. Ενώ, για παράδειγμα, είναι εναγόμενοι, αντεπιτίθενται με μία συνήθως καταχρηστική και παρελκυστική ανταγωγή – αντίθετη αγωγή ή με μία αβάσιμη μήνυση ή με μία αίολη καταγγελία, προκειμένου στο τέλος είτε να εξαντλήσουν οικονομικά τον αντίδικό τους είτε να ζητήσουν συμψηφισμό των εκατέρωθεν απαιτήσεων είτε να επιτύχουν έναν διακανονισμό, επ’ ωφελεία τους, με το πρόσχημα ότι "θα φάμε τα χρόνια μας σε αλλεπάλληλα δικαστήρια".

Αλλά και σε οφθαλμοφανώς και αποδεδειγμένως αβάσιμες προσφυγές διοικουμένων κατά Φορέων του Δημοσίου Τομέα, στις περισσότερες των περιπτώσεων τα Διοικητικά Δικαστήρια δεν επιδικάζουν υπέρ των Φορέων τις πράγματι αιτηθείσες υπέρ αυτών δικαστικές δαπάνες, αλλά τις συμψηφίζουν μεταξύ των διαδίκων. Πόσες είναι οι περιπτώσεις, και είναι πάρα πολλές, που διοικούμενοι – ασφαλισμένοι συνεχίζουν να καταθέτουν ομαδικές προσφυγές ή αγωγές για θέματα που έχουν πλέον κριθεί οριστικώς και τελεσιδίκως υπέρ του Δημοσίου με δεκάδες ad hoc εφετειακές και πρωτόδικες Αποφάσεις; Ενώ, δηλαδή, ένα θέμα μπορεί να έχει πλέον λυθεί με ήδη δημοσιευμένες, επομένως γνωστές σε όλους, δικαστικές Αποφάσεις και δεν υπάρχει περίπτωση να αντιστραφεί το κλίμα, στους Δημοσίους Φορείς (π.χ. Ασφαλιστικά Ταμεία) συνεχίζουν να καταφθάνουν και να να κοινοποιούνται "καραβιές" προσφυγών επί του θέματος, με αποτέλεσμα να απασχολούνται τα Δικαστήρια για θέματα, για τα οποία έχουν ήδη αποφανθεί.

Μία ενδεδειγμένη λύση θα ήταν η σημαντικότατη αύξηση της προβλεπόμενης επιδικαζόμενης δικαστικής δαπάνης εις βάρος του ηττηθέντος διαδίκου σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτός "να το σκέφτεται δύο και τρεις και πέντε φορές" πριν πάρει την απόφαση να απασχολήσει τη Δικαιοσύνη για λόγους τακτικισμού και μόνο, καταχρηστικώς, αβασίμως και παρελκυστικώς, και να το μετανιώνει αν το επιλέξει και, φυσικά, ηττηθεί.

Μία άλλη ενδεδειγμένη λύση θα ήταν η υποχρεωτική και επί ποινή απαραδέκτου καταβολή εγγυοδοσίας εις βάρος του καταχρηστικώς προσφεύγοντος – ενάγοντος – αντενάγοντος, σε περίπτωση που ο Δικαστής το κρίνει με προδικαστική Απόφασή του, προκειμένου να συνεχίσει, σε δεύτερο στάδιο, στην επί της ουσίας εξέταση του σχετικού ενδίκου βοηθήματος (αγωγής, προσφυγής).

(δ)Ανασφάλεια Δικαίου σε ορισμένες περιπτώσεις.


Περαιτέρω, ένα μέρος του προβλήματος έγκειται στο γεγονός ότι, ακόμα και σε επίπεδο Εφετείων, εκδίδονται αντιφατικές Αποφάσεις για το ίδιο θέμα, αφού κάθε Δικαστής είναι ελεύθερος, εκ του Συντάγματος, να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το Νόμο κατά την κρίση του. Ωστόσο, κάποιες –λίγες είναι η αλήθεια- φορές προκαλείται μία ανασφάλεια δικαίου για το τι τελικά ισχύει και τι όχι. Λόγω, όμως, της υφιστάμενης πολυδικίας και της εξ αυτής βραδυδικίας, η υπόθεση αργεί αρκετά να φθάσει και να δικασθεί στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, προκειμένου να αρθεί τελικά η διχογνωμία ή ή αμφισβήτηση και να επιλυθεί οριστικά το ζήτημα. Πρόκειται, λοιπόν, για φαύλο κύκλο, ο οποίος δεν φαίνεται να τελειώνει.

(ε)Συνταγματική Θεώρηση της Λειτουργίας της Δικαιοσύνης- Διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος της Συνταγματικότητας.

Και ερχόμαστε στο πιο ενδιαφέρον κομμάτι του παρόντος που έχει να κάνει με τη συνταγματική θεώρηση της λειτουργίας της Δικαιοσύνης, και συγκεκριμένα με το διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των Νόμων από τα Δικαστήρια.

Αυτή η μορφή ελέγχου εφαρμόζεται εδώ και έναν περίπου αιώνα στην Ελλάδα. Το Σύνταγμα, στο άρθρο 93 παρ. 4 ορίζει:"Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα". 

Ο κάθε Δικαστής μπορεί να αρνηθεί να εφαρμόσει Νόμο που αντίκειται στο Σύνταγμα. Αντίστοιχα η Απόφασή του αυτή δεν επηρεάζει το τυπικό κύρος του Νόμου, ισχύει μόνο για τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που δημιουργούνται προβλήματα, τα οποία οδηγούν στην άνω αναφερόμενη ανασφάλεια δικαίου, αφού παρατηρείται ότι η Νομολογία των Ανωτάτων Ακυρωτικών Δικαστηρίων δεν παραμένει πάντοτε σταθερή, ενώ παραμένει επίσης αβέβαιο τόσο για το διοικούμενο όσο και για τη Διοίκηση εάν ένας Νόμος τελικά δεν (πρέπει να) εφαρμόζεται, ως αντισυνταγματικός, ή εάν η Διοίκηση θα συνεχίσει τελικά να τον εφαρμόζει για τους υπολοίπους μη προσφεύγοντες και να παράγει έννομες συνέπειες στην πράξη, παρά το ότι έχει κριθεί αντισυνταγματικός.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι περικοπές των συντάξεων από τους μνημονιακούς Νόμους, οι οποίες, αν και κρίθηκαν αντισυνταγματικές από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω, μεταξύ πολλών άλλων, της έλλειψης αναλογιστικών μελετών από πλευράς του Δημοσίου για την αναγκαιότητα των εν λόγω περικοπών, εντούτοις το ίδιο Δικαστήριο περιόρισε τις απαιτήσεις όσων συνταξιούχων δεν είχαν προσφύγει δικαστικά μέχρι τότε μόνο στο ενδεκάμηνο Ιουνίου 2015 – Μαίου 2016, ενώ λίγο αργότερο έκρινε συνταγματικό το Ν. 4387/2016 ("Νόμο Κατρούγκαλου"), στον οποίο, όμως, είχαν ενσωματωθεί οι άνω μειώσεις, δηλαδή έκρινε, τελικά, νόμιμες τις περικοπές αυτές από 13/05/2016 και εφ’ εξής. Επρόκειτο, γενικά, για έναν "δημοσιονομικό δικαστικό ακτιβισμό", όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει στο άρθρο του στην Εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ" ο Αναπληρωτής Καθηγητής στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αντώνης Καραμπατζός, με τίτλο "Όταν ο δικαστής από πιανίστας γίνεται συνθέτης", στο οποίο ανέφερε, μεταξύ άλλων:"...ο δημοσιονομικός δικαστικός ακτιβισμός συνεχίστηκε και μέσα στην κρίση, υπερβαίνοντας τα όρια ενός θεμιτού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Ο σφετερισμός αυτός νομοθετικής και κυβερνητικής εξουσίας από τα δικαστήρια έχει θέσει υπό σοβαρή δοκιμασία την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών...".

Ειδικά ως προς τους περίφημους Μνημονιακούς Νόμους, διατάξεις των οποίων κρίθηκαν τελικά από τα Δικαστήρια αντισυνταγματικές αρκετά χρόνια μετά τη δημοσίευσή τους, φαίνεται πως μάλλον ξεχάσαμε τις συνθήκες εκτάκτου και κατεπείγουσας ανάγκης και πίεσης των δανειστών, κάτω από τις οποίες είχαν ψηφισθεί από τη Βουλή, και το ότι η Χώρα είχε φθάσει τότε στο χείλος της κατάρρευσης και της χρεωκοπίας.

Είναι πράγματι πολύ λεπτός και δύσκολος ο διαχωρισμός μεταξύ του "υπάρχουν Δικαστές στο Βερολίνο" και της, εκ του αποτελέσματος, έμμεσης υποκατάστασης σε ορισμένες περιπτώσεις της νομοθετικής από τη δικαστική εξουσία.

Ίσως, θα υποστήριζαν κάποιοι, να έφθασε η ώρα να (ξανα)βάλουμε στο τραπέζι και να (ξανα)αρχίσουμε έναν γόνιμο και επιστημονικό διάλογο για την ανάγκη ή μη ίδρυσης ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Χώρα μας, κατά τα πρότυπα της Γαλλικής Δημοκρατίας. 

Ωστόσο, αυτός είναι ένας προβληματισμός που στοχεύει κατ’ ευθείαν "στα σπλάχνα" του Συντάγματός μας και "στην καρδιά" της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, όπως την έχει καθιερώσει εδώ και έναν αιώνα ο συντακτικός Νομοθέτης, και θα πρέπει να δαπανηθούν τόνοι μελάνης και χαρτιού για να αναλυθεί με πολύ μεγάλη προσοχή και χωρίς πειραματισμούς και ακροβασίες, προς το σκοπό, πάντοτε, της βέλτιστης λειτουργίας της Ελληνικής Δικαιοσύνης.


*Δικηγόρος DEA Droit public

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου