Σελίδες

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2023

Ο Άγιος Σάββας





Του Παναγιώτη Πάσχου 


Ο όσιος Σάββας γεννήθηκε το έτος 439 μ.Χ. σε ένα χωριό που ονομαζόταν Μουταλάσκη στην περιοχή της Καισάρειας της Καππαδοκίας. Η μητέρα του ονομαζόταν Σοφία και ο πατέρας του, που ονομαζόταν Ιωάννης, ήταν στρατιωτικός. Ο μικρός Σάββας αναγκάστηκε να αποχωριστεί τους γονείς του πολύ σύντομα, αφού οι μετακινήσεις των γονέων του, λόγω του στρατιωτικού επαγγέλματος του πατέρα του ήταν πολλές και μάλιστα σε μακρινά μέρη. Ο λόγος ήταν ότι δεν ήθελαν οι γονείς του να ταλαιπωρούν το μικρό παιδί τους. Όταν έγινε πέντε χρονών οι γονείς του μετακόμησαν στην Αλεξάνδρεια και εμπιστεύτηκαν τον γιο τους στον αδελφό του πατέρα του που ονομαζόταν Ερμείας. Η σύζυγος του Ερμεία ήταν γυναίκα αυταρχική και σκληρή. Πολύ συχνά ξέσπαγε πάνω στον μικρό Σάββα που θεωρούσε ότι ήταν για αυτήν ένα βάρος που δεν μπορούσε να αντέξει. Ο Ερμείας που υπεραγαπούσε τον μικρό ανηψιό του βλέποντας την κατάσταση αυτή, μετέφερε τον Σάββα στο σπίτι του άλλου του αδελφού του Γρηγορίου, για να τον προστατέψει από την σκληρότητα της συζύγου του. Στο σπίτι λοιπόν του Γρηγόριου, άρχισε να πηγαίνει στο σχολείο. Ήταν από μικρός φιλομαθής και ενάρετος. Μάλιστα του άρεσε να επισκέπτεται τακτικά το σπίτι του ιερέα του χωριού του , όπου έπαιζε με τα παιδιά του ιερέα, ενώ, μετά από λίγο καιρό είχε και κάποια μικρή υπηρεσία μέσα στο Ναό που του ανέθεσε ο ιερέας.






Πολύ κοντά στην Μουταλάσκη, υπήρχε ένα ανδρικό μοναστήρι που ονομαζόταν Μονή των Φλαβιανών. Ο ιερέας που συμπαθούσε τον μικρό Σάββα πήγαινε συχνά στο μοναστήρι αυτό και μάλιστα έπαιρνε μαζί του και τον Σάββα. Με το καιρό ο Σάββας και ενώ ήταν οκτώ χρονών ζήτησε από τον ηγούμενο του μοναστηριού να τον κάνει μοναχό. Πράγματι μετά και από την συγκατάθεση των θείων του ο νεαρός Σάββας έγινε μοναχός. Στην μοναχική ζωή ο Σάββας αποδείχτηκε πιο σοφός από πολλούς γέροντες που ζούσαν χρόνια στο μοναστήρι. Περιφρονούσε τα υλικά αγαθά και νήστευε για πολλές μέρες. Μια μέρα μάλιστα που είδε μπροστά του μια μηλιά και θέλησε να φάει ένα μήλο, σκέφτηκε τον Αδάμ και την Εύα και το προπατορικό αμάρτημα και αμέσως πέταξε από τα χέρια του το μήλο που μόλις είχε κόψει. Λέγεται ότι ο φούρναρης του μοναστηριού κάποια μέρα που είχαν βραχεί τα ρούχα του τα έβαλε στο φούρνο να στεγνώσουν και τα ξέχασε εκεί με αναμμένο τον φούρνο. Όταν λοιπόν θυμήθηκε ότι τα ρούχα του βρίσκονταν ακόμα μέσα στο φούρνο προσπάθησε να τα βγάλει αλλά ήταν αδύνατον γιατί έκαιγε πάρα πολύ ο φούρνος. Ο Σάββας όμως που πήγε για να τον βοηθήσει μπήκε μέσα στον αναμμένο φούρνο και περνώντας μέσα από τις φλόγες έβγαλε τα ρούχα άθικτα και ο ίδιος βγήκε χωρίς το παραμικρό κάψιμο. Ο άγιος Σάββας έμεινε στη Μονή των Φλαβιανών έως ότου έγινε δεκαοκτώ ετών. Πάντα ήθελε να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα για να δει τον τόπο που πέρασε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Έτσι αποφάσισε να ζητήσει από τον ηγούμενο του μοναστηριού να τον ευλογήσει και να φύγει. Ο ηγούμενος από την άλλη επειδή συμπαθούσε πολύ τον άγιο δεν έδινε την άδεια του για να φύγει, Ο Θεός όμως έστειλε έναν Άγγελό του ο οποίος είπε στον ηγούμενο:

- "Άφησε τον Σάββα να πάει όπου επιθυμεί".

Το άλλο πρωί ο ηγούμενος έδωσε άδεια στον Σάββα για να αναχωρήσει και μάλιστα τον ευλόγησε.




Στα Ιεροσόλυμα

Έτσι σε ηλικία δεκαοχτώ ετών ο άγιος Σάββας πήγε στα Ιεροσόλυμα. Στην Ιερά Μονή Πασαρίωνος ζούσε ένας γέροντας που καταγόταν από την Καππαδοκία. Μόλις άκουσε την άφιξη του νεαρού μοναχού Σάββα, τον προσκάλεσε και τον φιλοξένησε. Η φήμη του ήταν τέτοια που μοναχοί από άλλα μοναστήρια έρχονταν για να τον συναντήσουν. Ο ίδιος όμως αναζητούσε να πάει στην έρημο. Παράλληλα έμαθε ότι υπήρχε στην περιοχή ο άγιος Ευθύμιος που ήταν γνωστός για την αρετή του και την σοφία του. Ζήτησε λοιπόν από τον άγιο Ευθύμιο να τον δεχθεί στην Λαύρα. Επειδή όμως ήταν νεαρός, τον έστειλε πρώτα στο κοινόβιο του Αγίου Θεόκτιστου, όπου θα έμενε συνολικά δέκα έτη. Άριστος μαθητής του ασκητισμού ο άγιος Σάββας ονομάστηκε από τον άγιος Ευθύμιο "Παιδαριογέροντας". Ο διάβολος όμως που ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να πειράξει τον άγιο Σάββα, προσπαθούσε να σταματήσει τον ασκητικό ζήλο του αγίου με πολλούς τρόπους. Έτσι κάποιος μοναχός που ονομαζόταν Ιωάννης, όταν πέθαναν οι γονείς του ζήτησε άδεια από τον Θεόκτιστο να πάει στην Αλεξάνδρεια για να τακτοποιήσει τις κληρονομικές του υποθέσεις. Ζήτησε να τον συνοδεύσει μάλιστα ο άγιος Σάββας. Ο Θεόκτιστος πράγματι έδωσε την άδεια του και οι δύο μοναχοί πήγαν στην Αλεξάνδρεια. Εκεί ο άγιος Σάββας συνάντησε τους γονείς του οι οποίοι μόλος τον είδαν προσπάθησαν να τον αποτρέψουν από τον μοναχικό βίο. Με την παρουσία των γονέων του ο διάβολος θέλησε να παρασύρει τον άγιο αλλά μάταια.





"Αν θέλετε να είστε γονείς μου μην προσπαθείτε να με βγάλετε από τον μοναχικό βίο που έχω πολύ καιρό επιλέξει".
Ο ερημίτης

Όταν ο άγιος Σάββας βρίσκεται σε ηλικία τριάντα χρονών είναι πια δοκιμασμένος στην μοναστική ζωή. Σε αυτή λοιπόν την ηλικία θέλησε να αναχωρήσει για την έρημο. Στο μεταξύ ο Θεόκτιστος πέθανε και ο άγιος Ευθύμιος επέλεξε στη θέση του τον Λογγίνο. Από τον Λογγίνο λοιπόν ζήτησε την άδεια να αναχωρήσει για την έρημο. Εκείνος ζήτησε αμέσως τον γνώμη του αγίου Ευθυμίου ο οποίος και συναίνεσε και έτσι ο Λογγίνος του έδωσε την άδεια και την ευλογία του. Ο άγιος Σάββας βρήκε μία σπηλιά που βρισκόταν νότια του μοναστηριού και κατοικούσε χωρίς να τρώει όλη την εβδομάδα εκτός του Σαββάτου, όπου πήγαινε στον μοναστήρι και την Κυριακή επέστρεφε στην σπηλιά του. Ο άγιος Ευθύμιος συγκινήθηκε από την συμπεριφορά αυτή του αγίου και τον πήρε στη συνοδεία του μαζί με τον Δομετιανό, με τον οποίο και ασκήτευαν. Κάθε χρόνο μετά τα Θεοφάνεια οι τρεις τους πήγαιναν στην έρημο και έμεναν εκεί έως και την Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Η διαδρομή που ακολούθησαν ήταν μέσα από την καυτή άμμο και χωρίς νερό πουθενά στο διάβα τους. Κάποια στιγμή λοιπόν ο άγιος Σάββας έπεσε κάτω και φαινόταν σαν να πέθανε. Ο άγιος Ευθύμιος βλέποντας τον άγιο Σάββα να χάνει τις αισθήσεις του και να βρίσκεται πεσμένος στη γη προσευχήθηκε λέγοντας:

- "Δέσποτα Κύριε ευσπλαχνίσου τον δούλον Σου και δώσε μας νερό για να μην πεθάνει".





Αμέσως μετά ο άγιος Ευθύμιος χτύπησε τρεις φορές τη γη. Βγήκε δροσερό και πόσιμο νερό που ήπιε ο άγιος Σάββας και συνέχισαν την πορεία τους. Μετά την κοίμηση του αγίου Ευθυμίου, αποσύρεται στην έρημο του Ιορδάνη όπου ασκητεύει τότε και ο Μέγας Γεράσιμος. Εκεί λοιπόν ο άγιος Σάββας πειραζόταν από τον διάβολο συνεχώς. Κάποια μέρα μάλιστα που είχε ξαπλώσει για να ξεκουραστεί είδε να τον περιτριγυρίζουν φίδια και σκορπιοί. Κατάλαβε αμέσως ότι ήταν του διαβόλου και αφού προσευχήθηκε εξαφανίστηκαν. Άλλη μέρα πάλι είδε μπροστά του ένα τεράστιο λιοντάρι να βρυχάται και να τον απειλεί ότι θα τον καταβροχθίσει. Ο άγιος βλέποντας το θέαμα και ξέροντας τα παιχνίδια του διαβόλου είπε:

- "Αν έχεις εξουσία από τον Θεό εναντίον μου, να ξέρεις ότι είμαι έτοιμος να με φας. Αν όχι να ξέρεις ότι άδικα βρυχάσαι και με τη δύναμη του Κυρίου μπορώ να σε κατατροπώσω".

Μετά από αυτά τα λόγια το λιοντάρι εξαφανίστηκε. Συνήθως ο άγιος καθόταν σε ένα μέρος όπου μπορούσε να βλέπει αλλά χωρίς να τον βλέπουν οι άνθρωποι. Έτσι κάποια μέρα είδε κάποιους Αγαρηνούς πολεμιστές να περπατούν πεινασμένοι και κουρασμένοι και τους κάλεσε στη σπηλιά του όπου τους έβαλε να φάνε και να ξεκουραστούν. Οι Αγαρηνοί ήταν βάρβαρος λαός που ζούσε από τις ληστρικές επιθέσεις εναντίον των κατοίκων της περιοχής. Οι συγκεκριμένοι λοιπόν θαύμασαν την αγιότητα του και αφού έφυγαν επέστρεψαν λίγες μέρες μετά και του έφεραν τρόφιμα για να τον ευχαριστήσουν. Κάποιος μοναχός που ονομαζόταν Άνθος συνόδευε τον Άγιο στην έρημο μαζί με κάποιο μοναχό Θεοδόσιο και κάποιους άλλους. Βλέποντάς τους λοιπόν κάποιοι βάρβαροι σχεδίαζαν να σκοτώσουν όλη αυτή την ομάδα των ασκητών. Για τον λόγο αυτό έστειλαν κάποιον για να τους προκαλέσει ώστε να βρουν την αφορμή να τους σκοτώσουν. Καταλαβαίνοντας τον κίνδυνο οι ασκητές γονάτισαν και προσευχήθηκαν και αμέσως άνοιξε η η γη και χάθηκε ο βάρβαρος μπροστά στα μάτια των συντρόφων του που τρόμαξαν και έφυγαν τρέχοντας. Επειδή ήταν φίλος με τον Θεοδόσιο, έκτισαν μαζί στην έρημο μία Λαύρα, όπου ο Άγιος έμεινε εκεί τέσσερα περίπου χρόνια. Στη συνέχεια πήγε σε ένα βουνό εκεί ακριβώς που είχε μείνει ο άγιος Ευθύμιος. Φθάνοντας εκεί είδε το βράδυ που ξάπλωσε να ξεκουραστεί την Παναγία να του δείχνει τον χείμαρρο των Κέρδων και να του λέει:





- "Μείνε στη σπηλιά που είναι στα ανατολικά του χειμάρρου και θα σου στέλνω την βοήθειά μου".

Σε ηλικία λοιπόν σαράντα ετών ο άγιος εγκαταστάθηκε σε μία μικρή σπηλιά κοντά σε μια πηγή νερού την οποία ονόμαζαν επτάστομο. Έτρωγε μόνο χόρτα, ενώ κατά θεία βούληση κάποιοι Αγαρηνοί του έφερναν τροφή. Εκεί έμεινε ο άγιος πέντε χρόνια προσευχόμενος, ενώ η φήμη του είχε αρχίσει να εξαπλώνεται παντού. Άρχισαν να καταφθάνουν στο μέρος εκείνο πολλοί ευλαβείς άνθρωποι και μάλιστα τόσοι πολλοί που χρειάστηκε να κατασκευαστεί Λαύρα και να καλλιεργηθεί η γη για να μπορούν όσοι καταφθάνουν να φιλοξενούνται εκεί. "Επειδή οι γύρω αναχωρητές ζήτησαν να τεθούν υπό την χειραγωγία του, άρχισε να οικοδομεί κελιά στην δεξιά πλευρά του χειμάρρου. Ήταν από τα πρώτα, της μέχρι σήμερα ονομαστής Λαύρας. Έπειτα έκτισε εκκλησία, που την ονόμασε "θεόκτιστο", επειδή η κοιλότητα του βράχου, μέσα στην οποία χτίστηκε, φαινόταν σαν κατασκευασμένη από θείο χέρι. Σ' αυτήν ετελείτο τα Σαββατοκύριακα η λειτουργία, οσάκις υπήρχε ιερέας".

Ο Ιερέας

Το έτος 486 μ.Χ. μερικοί μοναχοί παραπονέθηκαν ότι δεν είναι ικανός να κυβερνήσει την ιερά μονή. Πήγαν μάλιστα στον πατριάρχη των Ιεροσολύμων Σαλλούστιο και του ζήτησαν να τον αντικαταστήσουν. Ο πατριάρχης σεβόταν πολύ τον άγιο και τους είπε να περιμένουν μέχρι να έρθει και ο άγιος για να εξετάσει πιο προσεκτικά την υπόθεση. Πράγματι κάλεσε τον άγιο και αντί να του πει οτιδήποτε για τις συκοφαντίες των μοναχών, και ενώ ο άγος ήταν πενήντα τριών ετών τον χειροτόνησε ιερέα. Ο ίδιος ο άγιος δεν θεωρούσε από σεβασμό τον εαυτό του άξιο να χειροτονηθεί, αλλά με το πέρασμα των χρόνων εξοικειώθηκε και με την ιεροσύνη. Στην Λαύρα ο άγιος έδειξε τις σπάνιες διοικητικές του δεξιότητες και φρόντιζε να λύνει όλα τα προβλήματα που παρουσιάζονταν με την βοήθεια πάντα του Θεού. Ένα από τα μεγάλα προβλήματα που υπήρχε ήταν το πρόβλημα. Για να υπάρχει νερό στην Λαύρα έπρεπε να γίνει μεταφορά του από κάποια πηγή και να καταβάλουν μεγάλο κόπο. Έτσι ο άγιος ζήτησε την βοήθεια του Κυρίου προσευχόμενος για την λύση του προβλήματος αυτού. Την στιγμή που τελείωσε την προσευχή του άκουσε κάποιο θόρυβο στον χείμαρρο. Σήκωσε το βλέμμα του και αντίκρισε ένα αγριογούρουνο που έσκαβε τη γη. Στη συνέχεια είδε ότι στο μέρος που έσκαβε ανάβλυσε αμέσως νερό το οποίο στην συνέχεια ήπιε το αγριογούρουνο. Ο άγιος αφού έφυγε το αγριογούρουνο έσκαψε σε εκείνο το σημείο και βρήκε πόσιμο νερό. Ευχαρίστησε τον Παντοδύναμο για την άμεση απόκρισή Του στην προσευχή του και μετέφερε τον νερό στην Λαύρα.
Οι ερημικές διαδρομές

Ο άγιος Σάββας, έχοντας σαν πρότυπο πάντα τον άγιο Ευθύμιο ξεκινούσε την Μεγάλη Τεσσαρακοστή για πορεία στην έρημο. Κάποτε είχε πάρει μαζί του συνοδεία και ένα μαθητή του που ονομαζόταν Αγάπιος. Ο Αγάπιος μετέφερε την μηλωτή του και ξερά ψωμιά, τα οποία ήταν η τροφή για όσο θα κρατούσε η πορεία στην έρημο. Ενώ λοιπόν προχωρούσαν στην έρημο βρέθηκαν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό. Εκεί υπήρχε μία σπηλιά όπου μέσα της φιλοξενούσε έναν γέροντα ασκητή. Ο ασκητής αυτός κατοικούσε σε εκείνο τον τόπο περίπου τριάκοντα οκτώ χρόνια. Τούτος ο γέροντας όσα χρόνια ζούσε εκεί δεν είχε συναντήσει η αντικρίσει, ποτέ του έναν άνθρωπο. Είχε λοιπόν το χάρισμα της προορατικότητας και για τον λόγο αυτό μόλις αντίκρισε τον άγιο Σάββα, τη στιγμή που έμπαινε στην σπηλιά, του είπε:

- "Σάββα, ποιος σου έδειξε αυτό το μέρος και ήρθες;"

- "Εκείνος, που σου φανέρωσε το όνομά μου". του απάντησε ο άγιος Σάββας.

Μετά από αυτές τις φράσεις έμειναν στη σπηλιά όπου συζητούσαν για πολλές ώρες. Οι συζητήσεις ήταν σχετικές με τα θαύματα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού καθώς και με την άσκηση και την νηστεία και την προσευχή. Λίγο καιρό μετά όταν ο άγιος Σάββας και ο Αγάπιος επέστρεφαν για το μοναστήρι, ξαναπέρασαν πάλι από τη σπηλιά, για να δουν τον γέροντα ασκητή. Αντίκρισαν όμως τον γέροντα νεκρό και μάλιστα στην θέση της προσευχής.

Ο άγιος Σάββας και ο Αγάπιος, ενταφίασαν τον γέροντα και έφυγαν από την σπηλιά σχολιάζοντας την μεγάλη πίστη του γέροντα. Μετά από καιρό ο Ιωάννης, ο πατέρας του άγιου Σάββα πέθανε. Η Σοφία η σύζυγός του και μητέρα του αγίου που τόσα χρόνια ήταν πιστή σύντροφός του, σκέφτηκε να ακολουθήσει τον δρόμο που τόσα χρόνια ακολουθούσε ο γιος της. Τότε πήγε κοντά στον άγιο και εγκατέλειψε την κοσμική ζωή που τόσα χρόνια ζούσε και αφιερώθηκε στον Θεό. Έγινε μάλιστα μοναχή υπό τις οδηγίες του αγίου και πέθανε κοντά στον γιο της που προσευχόταν για την ψυχή της.
Ο τόπος των δαιμόνων

Την εποχή που ζούσε ο άγιος Σάββας, πολύ μακρυά από το Μοναστήρι της Λαύρας, υπήρχε κάποιο βουνό που ονομαζόταν Καστέλλι. Το Καστέλλι ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ανθρώπων αφού ήταν φωλιά δαιμόνων. Κανείς άνθρωπος δεν πλησίαζε στο Καστέλλι γιατί υπήρχαν αμέτρητοι δαίμονες που έκαναν άγριους θορύβους και τρομοκρατούσαν τον τόπο.

Ο άγιος όμως που το πληροφορήθηκε αποφάσισε να πάει στο Καστέλλι και να διαβεί από εκεί που οι δαίμονες είχαν "απαγορεύσει" την είσοδο ανθρώπου. Κάποια στιγμή λοιπόν ξεκίνησε για το βουνό. Είχε πάρει μαζί του λάδι από του Αγίους Τόπους για βοήθεια και φθάνοντας κοντά στον άγριο βουνό άρχισε να ραντίζει με αυτό τη γη από όπου περνούσε, ενώ σε όλη τη διαδρομή προσευχόταν με δάκρυα στα μάτια. Μόλος οι δαίμονες αντιλήφθηκαν την παρουσία του θέλησαν να τον τρομάξουν και εξαπέλυσαν άγριες επιθέσεις εναντίον του. Λέγεται ότι την ώρα που βρισκόταν στο βουνό, αυτό τρανταζόταν από φοβερούς αέρηδες και μαζί του συνταρασσόταν και όλη η τριγύρω περιοχή. Ο άγιος αντίκρυσε μπροστά του τις απόκοσμες μορφές που έπαιρναν οι δαίμονες με σκοπό να τον τρομάξουν. Οι ήχοι που έβγαζαν ακούγονταν πολύ μακριά, ενώ ο ίδιος ο άγιος έμενε ατάραχος και σταθερός. Βλέποντας λοιπόν οι δαίμονες την σταθερότητά του και την αφοβία του, σταμάτησαν. Μάλιστα αφού κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να αποτρέψουν τον άγιο και να τον διώξουν άρχισαν να παραδέχονται ότι οι δυνάμεις τους ήταν λίγες μπροστά στον άγιο και του έλεγαν:

- "Δεν σου έφτανε Σάββα η σπηλιά, η πέτρα, ο χείμαρρος; Δεν σου έφθανε η τεράστια έρημος που κατοίκησες και περπάτησες; Γιατί ήρθες στο βουνό μας; Ήρθες να μας βγάλεις από το σπίτι μας έχοντας σύμμαχό σου και προστάτη σου τον Θεό. Μα μάθεις λοιπόν ότι εμείς αποφασίσαμε να φύγουμε από εδώ". Στην συνέχεια ακούστηκε αλαλαγμός και κραυγές. Τρομεροί κρότοι συντάραξαν την περιοχή και οι κάτοικοι των τριγύρω περιοχών νόμιζαν ότι κάπου εκεί κοντά διεξαγόταν ένας πόλεμος. Βράδυ έφυγαν λοιπόν οι δαίμονες από το Καστέλλι και το πρωί κάποιοι από τους ποιμένες που ήταν κοντά στο βουνό ξεκίνησαν να πάνε να δουν τι είχε συμβεί όλη αυτή τη φοβερή νύχτα που δεν έκλεισαν μάτι από τον φόβο τους. Μόλις έφθασαν κοντά στο σημείο που βρισκόταν ο άγιος, ταραγμένοι καθώς ήταν έκατσαν κοντά του για να τους εξηγήσει τι είχε γίνει την προηγούμενη νύχτα. Ο άγιος τους καθησύχασε και άρχισε να ψέλνει την ευχή ενάντια στα πονηρά πνεύματα.

Μάλιστα στο σημείο εκείνο έκτισε και ένα μοναστήρι όπου προσήλθαν πάρα πολλοί ασκητές.
Η φιλανθρωπία του

Όταν στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων πατριάρχης ήταν ο Ηλίας, ο άγιος Σάββας ήταν υπόδειγμα φιλανθρωπικής και κοινωνικής προσφοράς για τους συνανθρώπους του. Προσπαθούσε πάντα να βρίσκει τρόπους ώστε να βοηθάει αποτελεσματικά τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους συνανθρώπους της περιοχής του. Σε δική του πρωτοβουλία οφείλεται το γεγονός ότι δημιουργήθηκαν μοναστήρια, νοσοκομεία, υδραγωγεία, αρτοποιεία και άλλα που ήταν χρήσιμα για την περίθαλψη, την προστασία, και την ψυχική και πνευματική υγεία. Όλοι οι φτωχοί της περιοχής του αλλά και από άλλες περιοχές που μάθαιναν για την ύπαρξη του αγίου πρόστρεχαν στα μέρη που διάβαινε με σκοπό να του δείξουν την ευγνωμοσύνη τους και την αγάπη τους, για όλα αυτά που έκανε για εκείνους.
Στη σπηλιά του λιονταριού

Όλη αυτή η λατρεία και η συμπάθεια που εκφραζόταν στο πρόσωπο του αγίου σιγά σιγά έδωσε τη θέση της σε κάτι πολύ χειρότερο. Ο διάβολος που παραμόνευε και παρατηρούσε τις κινήσεις του αγίου έβαλε μπρος το σχέδιο του. Κάποιοι συκοφάντες άρχισαν να τον κατηγορούν με ανυπόστατες κατηγορίες. Ο άγιος για να τους αποφύγει αλλά και να δείξει την υπομονή του, έφυγε και πήγε στην έρημο. Βρήκε τόπο να μείνει στην περιοχή της Σκυθόπολης και μάλιστα κοντά στο ποτάμι των Γαδάρων. Στο μέρος εκείνο βρήκε μία σπηλιά και κουρασμένος καθώς ήταν ξάπλωσε στη γη να κοιμηθεί. Καθώς όμως κοιμόταν αποκαμωμένος ένοιωσε, σαν κάτι να τον τραβούσε. Άνοιξε λοιπόν τα μάτια του και αντίκρισε μπροστά του ένα λιοντάρι να τον κρατάει από το ένδυμα, προσπαθώντας να τον τραβήξει έξω από την σπηλιά. Ο λόγος ήταν ότι η σπηλιά ήταν η φωλιά του. Ο άγιος αντικρίζοντας το λιοντάρι άρχισε να ψέλνει την Ακολουθία του Όρθρου. Το λιοντάρι αμέσως τον άφησε. Μόλις όμως τελείωσε η ακολουθία τον ξανάπιασε από το ένδυμα και άρχισε να τον τραβάει προς τα έξω. Ο άγιος τότε του είπε:

-"Γιατί θέλεις να με βγάλεις έξω από τη σπηλιά, αφού είναι τόσο μεγάλη και άνετη και μας χωράει και τους δυο; Αν θέλεις να μείνεις μόνο σου βρες κάποια άλλη σπηλιά για να μείνεις".

Τότε το λιοντάρι άφησε αμέσως το ένδυμα του αγίου και έφυγε ήρεμο.
Οι ληστές που τον αγάπησαν

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός και η καινούργια κατοικία του άρχισε να γίνεται γνωστή. Πολλοί μοναχοί που έμαθαν που κατοικεί ο άγιος έτρεξαν κοντά του. Από τους πρώτους που βρέθηκαν κοντά του ήταν κάποιος που ονομαζόταν Βασίλειος. Ο Βασίλειος ήταν ένας πλούσιος νέος που με παραδειγματική ταπείνωση παραδόθηκε στην υπακοή του άγιου. Μια νύχτα, που βρίσκονταν στην σπηλιά, τους κύκλωσαν κάποιοι ληστές με σκοπό να τους πάρουν ότι χρήματα είχαν επάνω τους. Αφού τους έψαξαν και δεν βρήκαν καθόλου χρήματα τους άφησαν και έφυγαν. Μπορεί να ήταν ληστές αλλά όπως όλοι όσοι συναντούσαν τον άγιο, θαύμασαν την αγιότητά του. Συζητούσαν φεύγοντας για τον άγιο όταν ξαφνικά τους ζώσουν άγρια λιοντάρια που είναι έτοιμα να τους κατασπαράξουν. Ξέρουν ότι είναι κοντά στον θάνατο και επικαλούνται το όνομα του αγίου:

- "Με τις ευχές του μοναχού Σάββα, να μη μας βλάψετε".

Τότε τα λιοντάρια αλλάζουν κατεύθυνση και απομακρύνονται από κοντά τους. Οι ληστές γεμάτοι ευγνωμοσύνη προς τον άγιο, επιστρέφουν πίσω για να τον συναντήσουν και για να του αναφέρουν εκείνο που είχε συμβεί κατά την αναχώρησή τους.

Από το περιστατικό αυτό και μετά η φήμη του αγίου απλώθηκε παντού και επειδή καταλάβαινε ότι τον επαινούσαν και του έδειχναν τον θαυμασμό τους, έφυγε από το μοναστήρι. Δεν άφησε πίσω του καμία εκκρεμότητα, αφού οι πολλοί μοναχοί που είχαν συγκεντρωθεί θα έπρεπε να έχουν κάποιον να τους καθοδηγεί. Έτσι έκανε ηγούμενό τους κάποιον μοναχό που ονομαζόταν Ταράσιος και αναχώρησε για την έρημο.
Ένα μικρό κελί για τον άγιο.

Ο άγιος Σάββας παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην έρημο και επέστρεψε και πάλι στην Μονή της Λαύρας. Περίμενε ότι επιστρέφοντας πίσω, κάποιες μικρότητες και διαξιφισμοί που υπήρχαν μεταξύ κάποιων μοναχών θα είχαν εξαλειφθεί. Επίσης, πίστευε ότι κάποιοι μοναχοί που δεν τον συμπαθούσαν ιδιαίτερα θα τον έβλεπαν πλέον με άλλη ματιά και με αγάπη προπαντός. Η επιστροφή του όμως συνοδεύτηκε από τον φθόνο και την συκοφαντία. Ο άγιος όμως χωρίς να παραπονεθεί αλλά πολύ λυπημένος με την συμπεριφορά κάποιων μοναχών φεύγει και πάλι για να απομονωθεί λέγοντας:

- "Όταν σε χτυπούν και σε πειράζουν, όταν μαζεύονται οι εχθροί σου για να σου ταράξουν την ψυχή και να σε ρίξουν στην αμαρτία, τότε πρέπει να πάρεις τον δρόμο που σου δείχνει η αγάπη".

Γέροντας πλέον θα βρεθεί και πάλι στην έρημο. Αυτή τη φορά, κοντά στα σύνορά της Νικοπόλεως. Το μέρος που εγκαταστάθηκε ήταν μία χαρουπιά. Κάτω λοιπόν από την χαρουπιά περνούσε τις μέρες του μέσα σε σκληρή άσκηση και προσευχή. Κάποια στιγμή στη διάρκεια της διαμονής του τον επισκέφθηκε ένας πλούσιος, που τα κτήματά του βρίσκονταν κοντά στη χαρουπιά. Συνάντησε τον άγιο την ώρα που βρισκόταν κάτω από την χαρουπιά και θαύμασε τη δύναμη και την αντοχή του, καθώς και την πίστη του και την αρετή του. Ο πλούσιος αυτός, δεν πέρασε πολύς καιρός, και κατάφερε να κτίσει στον άγιο ένα κελί και φρόντισε για όλα όσα χρειάζονταν.
Οι αμετανόητοι συκοφάντες

Ο άγιος βρισκόταν και πάλι μόνος να προσεύχεται στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό στην έρημο. Οι μοναχοί, οι οποίοι με την συμπεριφορά τους ουσιαστικά είχαν διώξει τον άγιο από το Μοναστήρι της Λαύρας, εξακολουθούσαν να σπέρνουν από εδώ και από εκεί συκοφαντίες εις βάρος του. Έφτασαν μάλιστα στο ελεεινό σημείο να διαδώσουν σε όλα τα μοναστήρια ότι τον γέροντα μοναχό Σάββα τον είχαν φάει τα θηρία. Οι περισσότεροι βέβαια που άκουγαν τις διαδόσεις πίστεψαν, ότι ο άγιος δεν ζούσε πια. Μάλιστα οι ίδιοι οι συκοφάντες του αγίου τόλμησαν να πάνε στον πατριάρχη των Ιεροσολύμων και του είπαν:

- "Άγιε Δέσποτα, συμβαίνει κάτι φοβερό. Τον ηγούμενό μας τον γέροντα Σάββα τον έφαγαν τα θηρία κοντά στην Νεκρή Θάλασσα. Έτσι μετά από αυτό θα θέλαμε ένα καινούργιο ηγούμενο".

Ο πατριάρχης όμως έχοντας γεμίσει απορία για την απώλεια ενός ανθρώπου του Θεού τους είπε:

- "Δεν πιστεύω ότι ο Θεός άφησε έναν γέροντα τέτοιο άγιο άνδρα να τον κατασπαράξει ένα θηρίο".
Ο δάσκαλος των ασκητών

Ο άγιος Σάββας ήταν ο σοφός δάσκαλος της ασκητικής ζωής. Όπου έπρεπε ήταν αυστηρός μα συνάμα και στοργικός σαν πατέρας αν χρειαζόταν. Αυτό φαίνεται από τα όσα δίδασκε και έλεγε προς τους μοναχούς,

-"Για κάθε αμαρτία, δηλαδή για κάθε παράβαση του Νόμου του Κυρίου, χρειάζεται και τιμωρία. Πρέπει απαραίτητα να υπάρχει λοιπόν ένας κανόνας για τους μοναχούς. Άλλωστε, τι νόημα θα είχε η άσκηση αν αμαρτάνω και μετά προσπαθώ να σωθώ λέγοντας, ήμαρτον, συγχώρεσε με Θεέ μου;

Η μετάνοια, πρέπει να συνοδεύεται από έργα. Η μετάνοια πρέπει να είναι μαζί με την συντριβή της καρδιάς και τον πόνο και τα δάκρυα και την νηστεία και την προσευχή".

Όταν λοιπόν κάποιοι από τους μοναχούς έπεφταν σε παραπτώματα, ο άγιος τους απομόνωνε έτσι ώστε να μην βλέπουν κανένα και να μην μπορούν να μιλήσουν με κανένα για πολύ καιρό, Θεωρούσε και ήταν σωστό τελικά, ότι η απομόνωση, η άσκηση και η προσευχή θα μαλάκωνε την καρδιά τους, θα φώτιζε τον νου τους και θα εξάγνιζε την ψυχή τους.

Ένα σκοτεινό βράδυ παρέδωσε την ψυχή του ένας σεβάσμιος γέροντας, που ονομαζόταν Άνθιμος. Ο Άνθιμος από την Βηθανία, όπως τον καλούσαν. Εκείνο λοιπόν το βράδυ ο άγιος Σάββας άκουσε μία γλυκεία και συνάμα ουράνια ψαλμωδία. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν ότι θα προερχόταν από τους μοναχούς, αλλά πολύ γρήγορα κατάλαβε τι ακριβώς συνέβαινε. Κάλεσε λοιπόν όλους τους μοναχούς και τους είπε να πάνε στο ερημικό κελί του Άνθιμου από την Βηθανία, από όπου προερχόταν τελικά η ουράνια ψαλμωδία.

Για να κυκλοφορήσουν στο σκοτάδι της ερήμου άναψαν κεριά και ξεκίνησαν. Αυτό που αντίκρισαν ήταν συγκλονιστικό. Ο Άνθιμος από την Βηθανία βρισκόταν στον γλυκό ύπνο του θανάτου. Η ουράνια ψαλμωδία εκείνη προερχόταν από τους Αγγέλους του Κυρίου.
Ο Γερόντιος

Τον καιρό που ζούσε ο άγιος Σάββας ένας ευλαβής και ενάρετος χριστιανός που καταγόταν από την περιοχή του Ιορδάνη ποταμού και που ονομαζόταν Γερόντιος, είχε πάει στα Ιεροσόλυμα με σκοπό να προσκυνήσει τους Άγιους Τόπους. Ο Γερόντιος διέσχιζε έφιππος όλες τις διαδρομές που έπρεπε να κάνει για να επισκεφθεί όλα τα μέρη που μαρτύρησε ο Χριστός. Ανηφορίζοντας λοιπόν προς το Όρος των Ελαιών το άλογό του τρόμαξε και με το ξάφνιασμα του ο Γερόντιος βρέθηκε στη γη με τσακισμένα τα κόκαλα του και με αφόρητους πόνους, Εκείνα τα χρόνια η ιατρική δεν είχε φτάσει στα σημερινά επίπεδα και έτσι δεν υπήρχε καμία γιατρειά για τον Γερόντιο. Μαθαίνοντας λοιπόν τα σχετικά για την υγεία του Γεροντίου νέα ο αδελφός του έτρεξε στον άγιο Σάββα και του είπε:

- "Άγιε Γέροντα, ο αδελφός μου ο Γερόντιος κινδυνεύει. Προσευχήσου σε παρακαλώ για τον αδελφό μου που τόσο αγαπώ. Κάνε ότι μπορείς Άγιε, ο Θεός είναι μεγάλος".

Αφού του εξήγησε όλα όσα έγιναν με τον σοβαρό τραυματισμό του Γερόντιου, ο άγιος έτρεξε αμέσως κοντά στον Γερόντιο. Έχρισε το τσακισμένο σώμα του Γερόντιου με λάδι του Τιμίου Σταυρού και προσευχήθηκε για εκείνον με θέρμη. Και ω του θαύματος!!! Τα νεκρά πλέον και τσακισμένα μέλη του κατάκοιτου Γερόντιου άρχισαν να κινούνται ενώ σε λόγο όλες οι πληγές του είχαν εξαφανιστεί. Σε λίγο ο Γερόντιος είχε σηκωθεί γεμάτος υγεία όρθιος στα πόδια του. Όλοι όσοι είχαν συγκεντρωθεί και παρατηρούσαν ένα ετοιμοθάνατο να σφαδάζει από τους πόνους, τώρα πια τον έβλεπαν υγιέστατο να περπατά και χαρούμενοι δόξαζαν τον Θεό και έδειχναν τον σεβασμό τους στον άγιο Σάββα.
Η σκλαβιά της ματιάς

Στα μέρη του Ιορδάνη ποταμού είχε βρεθεί ο άγιος με συνοδεία ένα πολύ νεαρό μαθητή του. Σε κάποια διαδρομή τους, συνάντησε κάποιους κατοίκους της τριγύρω περιοχής, οι οποίοι είχαν στην παρέα οτυς μια πολύ ωραία κοπέλα. Ο άγιος θέλοντας να δοκιμάσει τον νεαρό μαθητή του, αν είχε κοιτάξει επίμονα και παρατηρητικά την κοπέλα ή όχι, του είπε:

- "Νομίζω, ότι αυτή η δυστυχισμένη κοπελίτσα είναι τυφλή".

- "Όχι, Γέροντα, έχει καλά και τα δυο της μάτια".

- "Νομίζω, ότι πρέπει να κάνεις λάθος, γιατί το ένα μάτι της, λείπει".

- "Μα Γέροντα, την είδα πολύ καλά. Έχει και τα δυο της μάτια γερά".

- "Από ότι καταλαβαίνω, φαίνεται πως δεν θυμάσαι όσα αναφέρει η Αγία Γραφή. Να μη σε νικήσει η ωραιότητα της γυναίκας, ούτε να σε σκλαβώσουν τα μάτια της. Για τον λόγο αυτό δεν θα ξαναμπείς στο κελί μου, έως ότου να μάθεις να χαλιναγωγείς τις αισθήσεις σου".

Μάλιστα όχι μόνο έκανε αυτό που είπε στον νεαρό μαθητή του, αλλά τον έστειλε για άσκηση στο Καστέλλι, το άγριο βουνό που πριν χρόνια ζούσαν οι δαίμονες. Όταν μετά από καιρό επέστρεψε ο μαθητής του με χαλιναγωγημένες τις αισθήσεις του και τον είδε να έχει προχωρήσει σε αρετή και πίστη τον καλοδέχτηκε δοξάζοντας τον Παντοδύναμο.
Η μεταστροφή του αυτοκράτορα

Όταν τα ηνία της αυτοκρατορίας κατείχε ο Αναστάσιος (491 μ.Χ. - 518 μ.Χ.) υπήρξε μεγάλη αναταραχή και αναστάτωση στην εκκλησία. Κάποιοι από τους αρχιερείς είχαν παρασυρθεί από την αίρεση των Μονοφυσιτών. Την αίρεση του Διόσκουρου και του Σεβήρου. Μαζί βέβαια με αυτούς στην αίρεση είχε παρασυρθεί και ο Αναστάσιος που είχε αρχίσει να εξορίζει τους ορθόδοξους χριστιανούς. Μεταξύ των ορθοδόξων, ο Αναστάσιος εξόρισε και τον αρχιεπίσκοπο Παλαιστίνης, τον Ηλία. Ο Ηλίας λοιπόν αποφάσισε και έστειλε στον Αναστάσιο αντιπροσωπεία από κληρικούς και μοναχούς. Ο σκοπός της αντιπροσωπείας ήταν να διαμαρτυρηθεί για όλα όσα συνέβαιναν εναντίον των ορθοδόξων. Ανάμεσα στους άλλους ήταν και ο Άγιος. Η αντιπροσωπεία είχε μαζί της μια επιστολή του πατριάρχη Ηλία που απευθυνόταν προς τον αυτοκράτορα Αναστάσιο, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε:

- "... σου στέλνω ως πρεσβευτές και μεσίτες τους κατοίκους της ερήμου και ιδιαίτερα τον Μέγα Σάββα. Των ασκητών το κεφάλαιο. Να ευλαβηθείς τους θείους ιδρώτες τους και να σταματήσεις τον πόλεμο που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στις Εκκλησίες.

Πράγματι η αντιπροσωπεία έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και κατευθύνθηκε προς το παλάτι. Σε όλους δόθηκε η άδεια να μπουν στο παλάτι εκτός όμως του Αγίου που δεν ήταν κατά τους φρουρούς κατάλληλα ντυμένος. Μπήκε λοιπόν στην αίθουσα που δεχόταν τους ξένους ο Αναστάσιος και άκουσε τα αιτήματά τους. Η αντιπροσωπεία έδωσε την επιστολή του πατριάρχη Ηλία στον αυτοκράτορα ο οποίος διαβάζοντας την με προσοχή ρώτησε ποιος ήταν αυτός ο Μέγας Σάββας ο ασκητής. Τον πληροφόρησαν λοιπόν ότι βρισκόταν έξω από το παλάτι και εκείνος διέταξε να του επιτρέψουν να περάσει μέσα στο παλάτι. Όταν πέρασε μέσα ο Άγιος, ο αυτοκράτορας είδε το πρόσωπό του να λάμπει και μπροστά του έναν Άγγελο Κυρίου να προχωράει και να ανοίγει δρόμο για να περάσει. Ο αυτοκράτορας τότε κατάλαβε και μετανόησε. Μάλιστα παρακάλεσε πριν από οποιαδήποτε συζήτηση να δεχτούν ένα οποιοδήποτε δώρο θα ήθελε ο καθένας. Όλοι ζήτησαν από κάτι εκτός από τον άγιο Σάββα, που αντί για δώρου ζήτησε από τον αυτοκράτορα να δώσει ειρήνη στην εκκλησία και να επαναφέρει στον θρόνο του τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Ηλία, που είχε ήδη απομακρυνεί. Ο άγιος Σάββας, που ήταν τότε 73 ετών με την σοφία του είχε επαναφέρει στο σωστό δρόμο τον Αναστάσιο δείχνοντας προς όλους ότι η ψεύτικη λάμψη των διαδημάτων του αυτοκράτορα και της εξουσίας είναι πολύ μικρή μπροστά στην λάμψη της όψης του αγίου. Ο άγιος, λοιπόν, έμεινε στην Κωνσταντινούπολη τον χειμώνα, όπου απέκτησε πολλούς μαθητές. Μεταξύ μάλιστα των μαθητών του, ήταν και η εγγονή του βασιλιά Ουαλεντίου που ονομαζόταν Ιουλιανή και η Αναστασία που ήταν η σύζυγος του γιου του βασιλιά, Πομπηίου.
Οι αιρετικοί

Όταν βασίλευε ο Αναστάσιος έπεσε λινός στην περιοχή των Ιεροσολύμων. Εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σε άλλα μέρη της επικράτειας του Βυζαντίου με αποτέλεσμα να πεθαίνει ο κόσμος. Ο Αναστάσιος όμως, αντί να προσπαθήσει να κάνει κάτι για τον λοιμό, αυτό που ζητούσε επίμονα από τον λαό ήταν να πληρώσουν τους φόρους. όχι μόνο τους δικούς τους αλλά και τους φόρους εκείνων που πέθαιναν και δεν είχαν προλάβει να τους πληρώσουν. Μαθαίνοντας λοιπόν ο άγιος τον απάνθρωπο αυτό νόμο έτρεξε με θάρρος στον Αναστάσιο και του εξήγησε ότι αυτό που ζητούσε από τον λαό ήταν παράλογο εντελώς. Ο Αναστάσιος όμως δεν τον άκουσε. Από την άλλη οι αιρετικοί πολεμούν και πάλι την ορθοδοξία. Οι μονοφυσίτες μάλιστα κατορθώνουν να πάρουν με το μέρος τους τον αυτοκράτορα που στρέφεται τελικά εναντίον του πατριάρχη της Παλαιστίνης. Στη θέση του Φλαβιανού τοποθετεί τον αιρετικό Σεβήρο (513 μ.Χ. - 518 μ.Χ.). Εκείνος με την στήριξη του αυτοκράτορα απειλεί όλους τους κληρικούς, που δεν είναι οπαδοί του και στέλνει με δικούς του κληρικούς συνοδικές επιστολές στον πατριάρχη Ιεροσολύμων Ηλία όπου του λέει:

- "Αν δεν με ακολουθήσεις, θα σε κατεβάσω από τον πατριαρχικό θρόνο".

Ο άγιος όλα αυτά τα πληροφορείται, συγκεντρώνει τους μοναχούς και πηγαίνει στα Ιεροσόλυμα, όπου στιγματίζει τους οπαδούς του Σεβήτου και φυσικά τους αντιπροσώπους του ίδιου του αυτοκράτορα. Δεν καταδέχεται καμιά συζήτηση με τους αιρετικούς, τους οποίους διώχνει λέγοντάς τους:

- "Καμιά εξουσία δεν μπορεί να κλονίσει την πίστη μας".

Ο αυτοκράτορας, πληροφορημένος για τον αγώνα που δίνουν οι μοναχοί γεμίζει από οργή. Η επόμενη κίνησή του αυτοκράτορα ήταν να διορίσει έναν διοικητή της Παλαιστίνης, τον οποίο ονομάζει Δούκα και τον διατάζει να πείσει τον πατριάρχη να γίνει μονοφυσίτης. Ο Δούκας λοιπόν πηγαίνει στα Ιεροσόλυμα, αλλά ο πατριάρχης Παλαιστίνης Ηλίας, δεν πείθεται και συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Ο Ηλίας όμως λέει κάποια στιγμή στον Δούκα ότι τάχα δέχεται να γίνει μονοφυσίτης, αλλά αυτό θέλει να τον ανακοινώσει μπροστά στους χριστιανούς σε μία μεγάλη συγκέντρωση. Πράγματι συγκεντρώθηκαν, κάποια μέρα οι χριστιανοί της Παλαιστίνης για να ακούσουν τον Πατριάρχη τους. Ο Ηλίας κάθισε στον θρόνο του και είπε:

- "Όποιος δεν φυλάει τα δόγματα των αγίων και Οικουμενικών Συνόδων ας είναι αναθεματισμένος".

Ο Δούκας, που περίμενε την ομολογία του Ηλία έφυγε ντροπιασμένος και μάλιστα παραιτήθηκε από το αξίωμα του. Εκείνη λοιπόν τη μέρα βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα ο ανηψιός του αυτοκράτορα, ο Υπάτιος, που είχε χαρεί με τον αγώνα των μοναχών και του κλήρου εναντίον των αιρετικών αλλά και εναντίον της εξουσίας του αυτοκράτορα. Συνάντησε λοιπόν τον άγιο Σάββα, στον οποίο έδωσε αρκετά χρήματα για να οργανώσει τα μοναστήρια.

Ο άγιος από την πλευρά του, έστειλε στον Αναστάσιο μία επιστολή όπου του ανέφερε ότι όλοι μαζί, ο κλήρος και ο λαός θα παλέψουν για την Ορθοδοξία. Παρόλη την μεγάλη δυσαρέσκεια ο αυτοκράτορας εξόρισε τον πατριάρχη Ηλία. Στην εξορία του μάλιστα τον επισκέφθηκε ο άγιος μαζί με τους αδελφούς Στέφανο και Ευθάλιο που έμειναν μαζί του αρκετές ημέρες. Ο Ηλίας είχε το προορατικό χάρισμα και τους είπε ότι ο αυτοκράτορας Αναστάσιος πέθανε και ότι σε δέκα μέρες θα πέθαινε και εκείνος. Δεν πέρασε πολύς καιρός και όλοι πληροφορήθηκαν ότι ο αυτοκράτορας είχε πεθάνει, ενώ ο πατριάρχης μετά από δέκα μέρες παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Θαυμαστές θεραπείες

Ο άγιος Σάββας μέσα από την άσκηση και την επαφή του με τον Θεό είχε αποκτήσει την δύναμη να γιατρεύει αρρώστους και να κάνει θαύματα.

Κάποτε συνάντησε στον δρόμο του μια γυναίκα, που είχε χρόνια αιμορραγία και πονούσε τρομερά. Βλέποντας λοιπόν αυτή η γυναίκα τον άγιο άρχισε να φωνάζει:

- "Δούλε του Θεού, λυπήσου με".

Ο άγιος πήγε κοντά της, ακούμπησε το χέρι της και η γυναίκα αυτή έγινε αμέσως καλά. Έτσι βλέποντας τον άγιο οι άνθρωποι έτρεχαν κοντά του, για να βρουν γιατρειά, Κάποια μέρα οι γονείς ενός κοριτσιού, το οποίο βασανιζόταν από τον διάβολο το έφεραν μπροστά του. Ο άγιος προσευχήθηκε και γιάτρεψε το κοριτσάκι.

Όταν Πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο Ιωάννης ο Γ' (516 μ.Χ. - 524 μ.Χ.), υπήρχε μεγάλη ξηρασία και η δίψα στην περιοχή των Ιεροσολύμων ήταν ανυπόφορη. Τότε λέγεται ότι ο άγιος Σάββας τρεις μέρες παρακαλούσε προσευχόμενος τον Θεό να δώσει νερό στους διψασμένους κατοίκους. Την τρίτη λοιπόν ημέρα, σκέπασαν τον ουρανό μαύρα σύννεφα ενώ άστραφτε συνέχεια. Άνοιξαν τότε οι ουρανοί και πλημμύρισε όλη η διψασμένη περιοχή. Ο λαός τότε δόξασε τον Θεό που τους είχε χαρίσει έναν Άγιο.
Οδεύοντας προς τον Κύριο

Ο άγιος Σάββας τον χειμώνα του έτους 533 μ.Χ., αρρώστησε, ενώ ήταν ήδη 94 ετών. Μετά από λίγες ημέρες ο Κύριος τον ειδοποιεί, ότι θα τον πάρει κοντά Του. Ο άγιος φεύγει λοιπόν από τα Ιεροσόλυμα, όπου είχε πάει μετά από την επιμονή του πατριάρχη Πέτρου, για να καλυτερεύσει η υγεία του, και επιστρέφει στο μοναστήρι. Εκεί θα παραδώσει την ψυχή του στον Κύριο. Στην κηδεία του συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος. Ανάμεσά στους πολλοί κληρικοί, μοναχοί και βέβαια ο ίδιος ο Πατριάρχης με συνοδεία αρχιερέων. Ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Λαύρας.
Το Ιερό Λείψανο

Το ιερό Λείψανο του αγίου Σάββα βρισκόταν στην Ιερά Μονή της Λαύρας, τον καιρό της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετά το συναντάμε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ την εποχή των λατίνων σταυροφόρων, του 13ου αιώνα, στη Βενετία. Το 1965 το ιερό λείψανο δόθηκε από την Παπική Εκκλησία στον πατριάρχη Ιεροσολύμων Βενέδικτο. Μάλιστα στις 25 Οκτωβρίου 1965 πέρασε από το αεροδρόμιο του Ελληνικού στην Αθήνα το αεροπλάνο που μετέφερε το ιερό λείψανο του αγίου. Στο αεροπλάνο ανέβηκαν και προσκύνησαν το ιερό λείψανο από τους πρώτους και ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος ο Β'. Μάλιστα την επόμενη ημέρα το αεροπλάνο προσγειώθηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου το ιερό λείψανο υποδέχθηκαν με τιμές και μεγάλη ευλάβεια ο κλήρος και ο λαός. Τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό του Παναγίου Τάφου για προσκύνημα και μερικές μέρες αργότερα τοποθετήθηκε στο μοναστήρι του.

Το φωτορεπορτάζ του κ. Παναγιώτη Πάσχου είναι από τον Ιερό Ναό Αγίου Σάββα στο Βοτανικό. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου