Σελίδες

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος Προκαθήμενος Εκκλησίας της Ελλάδος (1998-2008) - 28 Ιανουαρίου 2008 χάθηκε ένας μεγάλος Έλληνας!



Του Παναγιώτη Πάσχου 


Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος (κατά κόσμον Χρήστος Παρασκευαΐδης, Ξάνθη, 17 Ιανουαρίου 1939 - Αθήνα, 28 Ιανουαρίου 2008), ήταν Έλληνας θεολόγος και επίσκοπος που διετέλεσε προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος την περίοδο 1998 - 2008, με τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.


Πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 17 Ιανουαρίου 1939 και ήταν γιος του Κωνσταντίνου και της Βασιλικής Παρασκευαΐδη, προσφύγων. Η οικογένειά του καταγόταν από την Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης και εγκαταστάθηκε στην Ξάνθη μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης. Σε ηλικία 2 ετών, μετά την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1941, η οικογένειά του μετακόμισε για λόγους ασφαλείας στην Αθήνα, όπου ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος έζησε μέχρι την ηλικία των 35 ετών. Μαθήτευσε στο δημοτικό σχολείο Κοραής και ακολούθως στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων με άριστη επίδοση.

Το 1957, σε ηλικία 18 ετών, ήταν ψάλτης στην Αγία Ζώνη Κυψέλης και εκεί συναντά τον τότε διάκονο Καλλίνικο Καρούσο (μετέπειτα Μητροπολίτη Πειραιώς), ο οποίος λειτουργούσε στον ίδιο ναό. Εκείνος του γνώρισε τον Αθανάσιο Λενή (μετέπειτα Μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβρόσιο). Το 1958 οι τρεις ίδρυσαν τη μοναστική αδελφότητα «Χρυσοπηγή» στο Παγκράτι.

Το 1961 εγκαταστάθηκε μαζί με τους Καλλίνικο Καρούσο και Αθανάσιο Λενή στη Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, της οποίας ορίσθηκε ηγούμενος ο Καλλίνικος.Εκάρη μοναχός στις 16 Μαΐου 1961 στη Μονή Βαρλαάμ και στις 17 Μαΐου 1961 χειροτονήθηκε διάκονος στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Τρικάλων. Μετά από παραμονή δύο ετών στη μονή, οι τρεις κληρικοί επέστρεψαν στην Αθήνα λόγω διαμάχης που ξέσπασε μεταξύ αυτών και του επιχώριου Μητροπολίτη, Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου.




.
Σπουδές και ιερατική πορεία

Το 1962 έλαβε το πτυχίο της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με άριστα, και το 1967 αποφοιτά από τη Θεολογική σχολή του ιδίου πανεπιστημίου επίσης με άριστα. Παράλληλα σπούδασε Βυζαντινή Μουσική στο Ωδείο Αθηνών. Το 1982 υπέβαλε τη διδακτορική του διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του Παλαιοημερολογητικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι» και ονομάστηκε διδάκτωρ του Κανονικού Δικαίου με βαθμό άριστα. Ήταν πτυχιούχος της γαλλικής και αγγλικής γλώσσας, και γνώστης της ιταλικής και γερμανικής γλώσσας. Έχει ανακηρυχθεί Επίτιμος Διδάκτωρ των πανεπιστημίων Κραϊόβας και Ιασίου το 2003 και Λατερανού το 2006.

Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1965,
όταν τοποθετείται ως ιεροκήρυκας στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσας) στο Παλαιό Φάληρο, όπου έμεινε για 9 χρόνια.

Πριν από την τοποθέτησή του στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσας) στο Παλαιό Φάληρο, είχε τοποθετηθεί ως Αρχιμανδρίτης, για περίπου ένα έτος, στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στον Άγιο Δημήτριο (Μπραχάμι) αντικαθιστώντας τον πρεσβύτερο Παπα-Δημοσθένη.

Κατόπιν γραπτών εξετάσεων εισήχθη ως γραμματέας της Ιεράς Συνόδου επί αρχιεπισκοπίας Ιερωνύμου Α΄ και ακολούθως του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Στις 18 Ιανουαρίου 1973 ιδρύεται στο Καπανδρίτι το Συνοδικό Μοναστήρι της Παναγίας της Χρυσοπηγής, το οποίο υπαγόταν απ' ευθείας στην Ιερά Σύνοδο.
Μητροπολίτης Δημητριάδος.





Το 1974 εξελέγη Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού σε ηλικία 35 ετών, ο νεότερος τότε στην Ιεραρχία. Η ενθρόνισή του έγινε στις 4 Αυγούστου 1974. Έλαβε μέρος σε πολλές εκκλησιαστικές αποστολές στο εξωτερικό. Συνέγραψε πλήθος Θεολογικών και ηθικοπλαστικών κειμένων. Αρθρογράφησε στον εκκλησιαστικό τύπο και σε εφημερίδες.





Ίδρυσε το «Σπίτι της Γαλήνης του Χριστού» για τους ηλικιωμένους, τη «Χριστιανική Αλληλεγγύη» για τους άπορους, το Κέντρο Συμπαράστασης Οικογένειας και τον Συμβουλευτικό Σταθμό Προβλημάτων Εφηβείας. Καθιέρωσε για πρώτη φορά κληρικολαϊκές συνελεύσεις, δημιούργησε κατασκηνώσεις για παιδιά όλων των ηλικιών, στέκι για τη νεολαία, ραδιοφωνικό σταθμό Ορθόδοξη Μαρτυρία (τον πρώτο για Μητρόπολη εκτός Αθηνών) και ιδιωτικό σχολείο της Μητρόπολης. Χορήγησε υποτροφίες εκ μέρους της Ιεράς Μητρόπολης, και συνεισέφερε στην αποστολή αρρώστων στο εξωτερικό. Επί των ημερών του λειτούργησε Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, συγκρότησε ενώσεις για την προστασία της ελληνικής γλώσσας σε συνεργασία με επιστήμονες της περιοχής. Θεμελίωσε ένα κτιριακό συγκρότημα σε μία έκταση περίπου 100 στρεμμάτων στην περιοχή Μελισσάτικα, έξω από τον Βόλο. Σήμερα, εκτός των γραφείων της Μητρόπολης στο συγκρότημα αυτό λειτουργεί συνεδριακό κέντρο. Έμφαση όμως έδινε και στο έμψυχο υλικό της περιοχής. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν πήγε για πρώτη φορά στον Βόλο υπήρχαν δώδεκα ιερείς θεολόγοι, ενώ όταν έφυγε άφησε πίσω του περίπου 80.

Παράλληλα αρθρογραφούσε σε πολλά έντυπα Εξαιτίας ενός άρθρου του, που δημοσιεύτηκε στον τοπικό τύπο, το δημοτικό συμβούλιο του Βόλου, με ψήφισμά του στις 28 Ιουνίου 1984 τον κήρυξε «ανεπιθύμητο» για την πόλη, καθώς θεωρήθηκε ότι με το άρθρο του αυτό είχε «ξεφύγει από τα πλαίσια των θρησκευτικών καθηκόντων του και έβαλλε και κατ' αυτών ακόμη των Δημοκρατικών Θεσμών».

Το 1987 ανέλαβε να τεκμηριώσει και να εκπροσωπήσει την άποψη της Εκκλησίας στα ζητήματα περί Εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε θέσει ο τότε Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Αντώνης Τρίτσης, και ήταν εκ των ομιλητών στο συλλαλητήριο την 1η Απριλίου 1987. Η Ιερά Σύνοδος τον όρισε εκπρόσωπό της στην Επιτροπή Συντάξεως Νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας το 1988, καθώς επίσης και στο Εθνικό Συμβούλιο Μεταμοσχεύσεων και στο Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων.

Στις 28 Απριλίου 1998 εξελέγη από την ιεραρχία με μεγάλη πλειοψηφία Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, σε διαδοχή του Σεραφείμ Τίκα που είχε αποβιώσει στις 10 Απριλίου 1998. Η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου έγινε στις 9 Μαΐου του ίδιου έτος στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου εκφώνησε και τον επιβατήριο λόγο του.

Στον λόγο που εκφώνησε ανέφερε ότι υπάρχει ανάγκη να προασπιστεί η εθνική πολιτισμική «ελληνορθόδοξη ταυτότητα». Όπως ανέφερε, «για την Ελλάδα, χθες και σήμερα, η Ορθοδοξία είναι όρος επιβίωσης και κεντρικός άξονας πολιτισμικής και κοινωνικής συνοχής. Αυτό είναι μια ιστορική πραγματικότητα, πού ο λαός μας συνειδητά αποδέχεται». Η "προάσπιση" της "εθνικής ταυτότητας" απέναντι σε όσους "επιβουλεύονται" την "εθνική-πολιτισμική" παράδοση που "εγγυάται" η Ορθόδοξη Εκκλησία προς το "έθνος" επιβεβαιώθηκε και αργότερα μέσα από συγκεκριμένα περιστατικά (αντίσταση της εκκλησιαστικής ηγεσίας στη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, πρωτοβουλίες Μητροπολιτών για ίδρυση κόμματος, πρόταση για Δημοψήφισμα κ.λπ). Μέσα από αυτό το πλαίσιο πολιτικών απόψεων και διεκδικήσεων, η εκκλησιαστική ηγεσία εκείνη την περίοδο επιβεβαίωσε την εθνοκεντρική αντίληψη και τον ιστορικό μετεωρισμό της από τον θεολογικό στον πολιτικό λόγο.

Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έλαβε τις ακόλουθες πρωτοβουλίες:ίδρυσε 14 Ειδικές Συνοδικές Επιτροπές για ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων της σύγχρονης κοινωνίας.


ίδρυσε το 1998 γραφείο αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στην UNESCO, καθώς και ειδική Συνοδική Επιτροπή παρακολούθησης Ευρωπαϊκών Θεμάτων.

συνέστησε το Ίδρυμα Ψυχοκοινωνικής Αγωγής και Στήριξης «Διακονία» το 1999 για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων με έμφαση στους τοξικομανείς, ενώ παρείχε και κέντρο πρόληψης,
ίδρυσε τη «Στέγη Μητέρας» το ίδιο έτος για τη στήριξη ανύπανδρων μητέρων και κακοποιημένων γυναικών, ίδρυσε το Κέντρο Στήριξης Οικογένειας (ΚΕΣΟ) για τη μέριμνα για τα θύματα εμπορίας και παράνομης διακίνησης προσώπων, δημιούργησε βρεφονηπιακούς σταθμούς για την στήριξη απόρων και πολύτεκνων οικογενειών ανέπτυξε το Γραφείο Νεότητας με κατασκηνώσεις, αθλητικές δραστηριότητες, φοιτητικές συνάξεις και σχολές βυζαντινής μουσικής.

Από το 2002 λειτούργησε η Αλληλεγγύη, μία μη κυβερνητική οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος, με σκοπό την ανθρωπιστική βοήθεια σε Ελλάδα και εξωτερικό. Στο πλαίσιο της «Αλληλεγγύης» εγκαινιάστηκε το 2005 ο ξενώνας «Στοργή» με στόχο τη φιλοξενία, περίθαλψη και επανένταξη στην κοινωνία γυναικών θυμάτων οικογενειακής ή άλλης βίας.

Καθιέρωσε την επιδότηση του τρίτου παιδιού στα πλαίσια «προγράμματος στήριξης χριστιανικών οικογενειών της Θράκης» με τη μορφή μηνιαίου επιδόματος.35.000-40.000 δραχμών ανά παιδί ανά μήνα, με θετικά αποτελέσματα προς την κατεύθυνση της αύξησης των γεννήσεων με τον αριθμό «των γεννηθέντων ως τρίτων τέκνων... δι' έκαστον των ετών εφαρμογής αυτού, υπερδιπλάσιο των προ της εφαρμογής του Προγράμματος ετών». Το πρόγραμμα αυτό συνάντησε ορισμένες αντιδράσεις επειδή δεν δίνονταν στους μουσουλμάνους της περιοχής. Η Ιερά Σύνοδος με επιστολή της απάντησε λέγοντας πως καταβάλλει το επίδομα μόνο στις χριστιανικές οικογένειες επειδή σε αυτές μόνο έχει πρόσβαση αφού αυτές είναι μέλη της, ενώ έθιξε και ζήτημα διαρκούς απραξίας των κατηγόρων του προγράμματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία των ληξιαρχείων, το μέτρο της Ιεράς Συνόδου βοήθησε να αυξηθεί η γεννητικότητα των χριστιανικών οικογενειών καθώς οι οικογένειες που απέκτησαν τρίτο παιδί έφτασαν μέσα σε τέσσερα χρόνια τις 800 από περίπου 100. με πρωτοβουλία του η Εκκλησία της Ελλάδος παραχώρησε 30 στρέμματα για τη δημιουργία μουσουλμανικού νεκροταφείου στο Σχιστό.

Επίσης επί των ημερών του έγινε διοργάνωση πλήθους συνεδρίων και ημερίδων, είτε με τη συμμετοχή του, είτε υπό την αιγίδα του, για σειρά σύγχρονων θεμάτων της Θεολογίας, όπως οι αιρέσεις, οι ιερατικές κλίσεις και η κατήχηση. Αναβαθμίστηκε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελλαδικής Εκκλησίας, εκσυγχρονίστηκαν τα έντυπα «Εφημέριος» και «Εκκλησία» και εκδόθηκε το περιοδικό «Τόλμη». Στις 19 Δεκεμβρίου 1999 στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Ομόνοιας χειροτόνησε τον πρώτο ιερέα στην Ελλάδα, προερχόμενο από την Αφρική, Θεότιμο Κασόμπο Τσάλαν.

Το 2007 συγκέντρωσε αρνητική κριτική καθώς σε επίσκεψη στην Κύπρο κατέθεσε στεφάνι στον τάφο του Γεώργιου Γρίβα που ήταν συνεργάτης των Ναζί και αργότερα της Χούντας.

Επίσκεψη Πάπα

Κατά τη θητεία του Χριστόδουλου ως Αρχιεπισκόπου έλαβε χώρα η επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη Παύλου του Β΄ στην Αθήνα το 2001, που έγινε κατόπιν αποδοχής πρόσκλησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Κατά την επίσκεψη αυτή, που ήταν και η πρώτη φορά που επισκέφθηκε Πάπας την Ελλάδα, ο Ποντίφικας αφού προσευχήθηκε στον βράχο του Αρείου Πάγου όπου δίδαξε ο Απόστολος Παύλος, ζήτησε στη συνέχεια δημόσια «συγγνώμη» από τον ελληνικό λαό, στην ελληνική γλώσσα, για τα εγκλήματα των Καθολικών απέναντι στους Ορθοδόξους, αναφερόμενος στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Ο καθηγητής Κώστας Ζουράρις σε άρθρο του με τίτλο «...διδακτόν η ανδρεία...» επαίνεσε την προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου προς τον Πάπα  και την επακολουθήσασα «συγγνώμη» του Πάπα, χαρακτηρίζοντάς το γεγονός ως την «μεγαλύτερη νίκη του Ελληνισμού μετά το 480 π.Χ.».

Δημόσιες αντιπαραθέσεις

Οι δημόσιες δηλώσεις του οδήγησαν επανειλημμένα σε δημόσιες αντιπαραθέσεις όπου εμπλέκονταν και τα ΜΜΕ. Στελέχη της αριστεράς, και άλλοι εκπρόσωποι της πολιτικής ζωής, συχνά εναντιώνονταν δημόσια στις εκάστοτε δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου. Την παραίτηση του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου είχε ζητήσει ο πρόεδρος του Συνασπισμού, Αλέκος Αλαβάνος, εξαιτίας κειμένου που αποκαλούσε «νέους Διοκλητιανούς» όσους ζητούν χωρισμό κράτους-Εκκλησίας, δηλώνοντας ότι «χρησιμοποιεί το θρησκευτικό συναίσθημα για να διχάσει τον λαό σε πιστούς και σε άπιστους».
Στις 20/9/2004 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος απάντησε στον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο για το θέμα της επιστροφής στις ρίζες: «Δεν θα ήθελα να συμφωνήσω μαζί σας εις την επιστροφή στις ρίζες. Οι ρίζες πρέπει να υπάρχουν για να δίνουν νέα τροφή στα κλαδιά, τα οποία διαρκώς μεγαλώνουν και καλύπτουν υπό τη σκιά τους μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων και ενεργειών».

Υπόθεση αναγραφής θρησκεύματος στις ταυτότητες

Το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου συνδέθηκε άμεσα με μία μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, που ξέσπασε το 2000, σε σχέση με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ελληνικές αστυνομικές ταυτότητες. Στις 8 Μαΐου 2000, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Σταθόπουλος σε συνέντευξη στην εφημερίδα Έθνος δήλωσε ότι η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες είναι αντίθετη με το νόμο 2472/1997 για την προστασία των προσώπων από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Στις 16 Μαΐου 2000, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έκρινε με απόφασή της πως το θρήσκευμα πρέπει να απαλειφθεί από τις ταυτότητες. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αντιτάχθηκε σθεναρά στην απόφαση, ισχυριζόμενος ότι η απόφαση προστάχθηκε «από νεο-διανοούμενους που θέλουν να μας επιτεθούν σα σκυλιά και να μας κόψουν τις σάρκες».

Το όλο ζήτημα τελικά έλαβε διχαστικό χαρακτήρα καθώς η Εκκλησία παρουσιάστηκε ανυποχώρητη στο αίτημά της, και προκάλεσε την ανταλλαγή βαρέων φράσεων και χαρακτηρισμών, τη στιγμή που ήταν προβλέψιμο ότι η ελληνική έννομη τάξη καθώς και η πάγια νομολογία του ΕΔΑΔ δεν επέτρεπαν το αίτημα της Εκκλησίας. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Σημίτης απαντώντας σε ερώτηση στη Βουλή στις 24 Μαΐου δήλωσε αντίθετος με την αναγραφή του θρησκεύματος. Το ζήτημα έλαβε διαστάσεις και η Ιερά Σύνοδος διοργάνωσε δύο μαζικά συλλαλητήρια, στη Θεσσαλονίκη στις 14 Ιουνίου και στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου.

Η Εκκλησία αποφάσισε επίσης τη συλλογή υπογραφών αιτούμενη τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το θέμα, καλώντας στην ενεργοποίηση του άρθρου 44 του Συντάγματος περί διενέργειας δημοψηφισμάτων και ξεκίνησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2000.

Μετά από έναν περίπου χρόνο, στις 29 Αυγούστου 2001 ο Αρχιεπίσκοπος παρέδωσε τις περίπου 3 εκατομμύρια υπογραφές, κατά τα στοιχεία της Εκκλησίας, στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, ο οποίος δεν έκανε δεκτό το αίτημα για δημοψήφισμα. Ο Προέδρος της Δημοκρατίας, στηρίζοντας την απόφαση της Κυβέρνησης Σημίτη, απάντησε στον Αρχιεπίσκοπο πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το θέμα των ταυτοτήτων και οι πάντες έχουν υποχρέωση συμμορφώσεως προς τους κανόνες του ισχύοντος δικαίου. Η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, ακόμα και σε εθελοντική βάση, όπως ζήτησε τελικά ο Αρχιεπίσκοπος, κρίθηκε αντισυνταγματική από τα ελληνικά δικαστήρια.

Όπως αναφέρει ο Γιώργος Φραντζής με αφορμή τα γεγονότα αυτά, «η στάση της εκκλησίας είχε έντονα πολιτικό χαρακτήρα αντίστασης μπροστά στις τρέχουσες εξελίξεις. Τα γεγονότα αυτά εντάσσουν την εκκλησιαστική ιεραρχία την περίοδο 2000-2008 στον εθνικοπατριωτικό πόλο που υιοθέτησε το εθνικο-λαϊκιστικό πρότυπο της Μεταπολίτευσης (...) προβάλλοντας επίσης την αυτοαντίληψή της ως "θεματοφύλακας" του έθνους αμφισβητώντας τον φιλελεύθερο, εκκοσμικευμένο χαρακτήρα του κράτους (...)».

Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κώστας Καραμανλής είχε υπογράψει και αυτός κατά τη συλλογή υπογραφών από την Εκκλησία, όμως όταν λίγα χρόνια αργότερα κέρδισε τις εκλογές η Νέα Δημοκρατία και ο ίδιος έγινε πρωθυπουργός δεν άνοιξε ποτέ ξανά το θέμα, παρά τη θέση του και τη δέσμευσή του υπέρ της διεξαγωγής εθνικού δημοψηφίσματος, καθώς η κυβέρνηση Καραμανλή δεσμευόταν από τις αποφάσεις της ελληνικής διοικητικής δικαιοσύνης.

Κρίση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο

Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος Β’ το 2003, ο τότε Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος συνέχισε τις επαφές με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ώστε να καταφέρει να μετατεθεί στην κενή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, όπως είχε ήδη συμφωνηθεί μεταξύ τους από το 1998.

Στις 26 Απριλίου 2004 συνεκλήθη η Ιερά Σύνοδος για τις εκλογές τριών νέων Μητροπολιτών (Θεσσαλονίκης, Σερβίων και Ελευθερουπόλεως). Τελικά μόνο 35 από τους 71 παρισταμένους Μητροπολίτες ψήφισαν υπέρ της πρότασης του Αρχιεπισκόπου για άμεσες εκλογές, λόγω της εκκρεμότητας αποστολής του καταλόγου των υποψηφίων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη. Μάλιστα ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν απάντησε ποτέ στα γράμματα που είχε στείλει το Οικουμενικό Πατριαρχείο (την 1η Δεκεμβρίου του 2003, την 30η Μαρτίου 2004 και την 20η Απριλίου του 2004). Παρά την ισχνή πλειοψηφία και τις εκκρεμότητες ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος προχώρησε στις εκλογές. Για τους λόγους αυτούς αποχώρησαν από τη συνεδρίαση διαμαρτυρόμενοι οι Μητροπολίτες Ζακύνθου, Φιλίππων, Περιστερίου, Πρεβέζης, Ναυπάκτου, Ηλείας και Θηβών (και ο Ιωαννίνων αρνήθηκε να εμφανιστεί για τους ίδιους λόγους). Ακολούθως με μια απόφαση οριακής πλειοψηφίας της Συνόδου ο Άνθιμος Ρούσσας στις 26 Απριλίου 2004 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Επίσης την ίδια μέρα εξελέγησαν νέοι Μητροπολίτες Σερβίων και Ελευθερουπόλεως.

Έτσι δημιουργήθηκε μεγάλη κρίση ανάμεσα στην Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συγκάλεσε Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο, η οποία αποφάσισε τη διακοπή της κοινωνίας των Αρχιερέων του με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και το όνομά του διαγράφηκε από τα Εκκλησιαστικά Δίπτυχα.Τελικά μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις οι νεοεκλεγέντες Μητροπολίτες αναγνωρίστηκαν και νέα Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος ήρε την ακοινωνησία με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και αποκατέστησε τη μνημόνευση του ονόματός του στα δίπτυχα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Toν Ιούνιο του 2007 διαγνώστηκε ότι ο Αρχιεπίσκοπος πάσχει από καρκίνο του παχέος εντέρου και χειρουργήθηκε με επιτυχία για την αφαίρεση του όγκου. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας όμως διαγνώστηκε και δεύτερος καρκίνος στο ήπαρ, καθώς και κίρρωση, που ήταν αποτέλεσμα χρόνιας ηπατίτιδας. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ και τέθηκε σε αναμονή εύρεσης μοσχεύματος, προκειμένου να γίνει μεταμόσχευση ήπατος. Αν και το μόσχευμα βρέθηκε, κατά τη χειρουργική επέμβαση στις 8 Οκτωβρίου δεν έγινε η μεταμόσχευση, καθώς διαπιστώθηκαν πολλαπλές μεταστάσεις.Λίγες εβδομάδες αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα όπου συνέχισε τη θεραπεία του. Κατά τη διάρκεια της κατ' οίκον νοσηλείας του, τον Αρχιεπίσκοπο επισκέφθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, ο Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, αρκετοί ακόμα πολιτικοί καθώς και Συνοδικοί Μητροπολίτες. Η θεραπευτική αγωγή που ακολουθούσε τού δημιουργούσε παρενέργειες και σταδιακή επιδείνωση της υγείας του.Στα τελευταία στάδια της ασθένειας του αρνήθηκε περαιτέρω ιατρική αγωγή, καθώς και να μεταφερθεί σε νοσοκομείο.

Στις 28 Ιανουαρίου του 2008 στις 5:15 το πρωί άφησε τη τελευταία του πνοή σε ηλικία 69 ετών. Απεβίωσε στην οικία του, όπως ο ίδιος ζήτησε, χωρίς να μεταφερθεί σε νοσοκομείο, παρά την επιδείνωση της υγείας του που τον οδήγησε στο να καταλήξει. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας η σορός του μεταφέρθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας για λαϊκό προσκύνημα. Ανήμερα του θανάτου του, η ελληνική κυβέρνηση δια του Υπουργείου Εσωτερικών κήρυξε τετραήμερο εθνικό πένθος.

Στο τελευταίο του δημόσιο μήνυμα, με την ευκαιρία της πρωτοχρονιάς του 2008, νιώθοντας το τέλος του αφήνει την παρακαταθήκη του με τα εξής λόγια:


«Σταθήτε όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μη ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατ' επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ό,τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ό,τι κινδυνεύει.»

Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε την Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας, χοροστατούντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Στην εξόδιο ακολουθία παρευρέθηκε πλήθος προσώπων μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, σύσσωμη η Κυβέρνηση και οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων, ο Πρόεδρος της Βουλής, οι τ. Πρόεδροι της Δημοκρατίας, οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, και Ρουμανίας, οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου, Αλβανίας, Αμερικής και Κρήτης, Μητροπολίτες ως εκπρόσωποι των Πατριαρχών Αντιοχείας, Βουλγαρίας και Μόσχας, 4μελής αντιπροσωπία του Πατριάρχου των Κοπτών Αιγύπτου, ο Πατριάρχης Αμπούνα Αιθιοπίας, Καρδινάλιος εκπρόσωπος του Πάπα, ο επίσκοπος Λονδίνου ως εκπρόσωπος της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ο Μουφτής Ξάνθης, ξένοι διπλωμάτες, πολλοί αντιπρόσωποι άλλων θρησκειών και πλήθος πιστών.

Ακολούθησαν επικήδειοι λόγοι από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο που εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος, τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων εκπροσωπώντας τη Κυβέρνηση, τον Πρόεδρο της Βουλής και τον Δήμαρχο Αθηναίων. Στη συνέχεια το φέρετρο τοποθετήθηκε επάνω σε κιλλίβαντα πυροβόλου. Η πομπή κατέληξε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου ακολούθησε πατριαρχικό τρισάγιο και στη συνέχεια η ταφή. Για λίγα χρόνια τελούνταν στον ιερό ναό του Α΄ κοιμητηρίου Αθηνών ιερό μνημόσυνο ενώ από το 2017 και έπειτα πολλοί είναι οι αρχιερείς που τελούν πολυαρχιερατική Θεία Λειτουργία και Ιερό μνημόσυνο στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου