Σελίδες

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

Αθανάσιος Αλεξανδρείας


Του Παναγιώτη Πάσχου 


Ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας ή Μέγας Αθανάσιος ή Άγιος Αθανάσιος (περ. 298– 2 Μαΐου 373) ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Τιμάται ως άγιος από την Ανατολική Ορθόδοξη, την Κοπτική Ορθόδοξη, τη Ρωμαιοκαθολική, τις Λουθηρανικές και τις Αγγλικανικές εκκλησίες. Αποτελεί έναν από τους τέσσερις Πατέρες της Ανατολικής εκκλησίας που φέρουν τον τίτλο «Μέγας» μαζί με τούς Βασίλειο, Φώτιο, και Αντώνιο, και ένας από τους 33 Πατέρες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.


Από πολύ νέος έδειξε την πνευματική κλίση του. Σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, τον οποίο ακολούθησε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325, στη Νίκαια της Βιθυνίας. Εκεί αναδείχθηκε πρωτεργάτης στην καταδίκη της διδασκαλίας του Αρείου που χαρακτηρίστηκε αιρετική. Το 328 και σε ηλικία 33 ετών εξελέγη πατριάρχης Αλεξανδρείας.


Γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αφού κατά τον ιστορικό Σωκράτη τον Σχολαστικό, εκεί είχε και πατρικό και οικογενειακό τάφο (Εκκλ. Ιστορία 4,13). Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί και από μικρή ηλικία έδειξε την κλίση του, αφού παρίστανε τον ιερέα που βάπτιζε τους πιστούς (φίλους του).

Από τα συγγράμματα του και τις περιγραφές του Γρηγορίου Θεολόγου συμπεραίνουμε, ότι ανατράφηκε θεολογικά και απέκτησε λίγες εγκύκλιες γνώσεις. Τη θεολογική μόρφωση την απέκτησε από τη θεολογική Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Μεγάλη επίδραση για τη διαμόρφωση του ήθους του και της πορείας του, συνέβαλε η γνωριμία του με τον Μέγα Αντώνιο του οποίου και συνέγραψε τον «Βίο και Πολιτεία».


Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 4ου αιώνα προκαλείται αναστάτωση στην Εκκλησία όσον αφορά τον προσδιορισμό της φύσης του Θεού, λίγο μόλις καιρό μετά την κατάπαυση του κύματος διωγμών από τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες. Ο Αθανάσιος από νωρίς, ως λαϊκός ακόμα, έδειξε έντονο ζήλο στην προσπάθεια καταπολέμησης των θέσεων που προασπιζόταν ο Άρειος, συγγράφοντας κείμενα όπως το Κατά Ειδώλων και το Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου. Το 325 μ.Χ. πληροφορούμαστε ότι ήδη έχει χειροτονηθεί διάκονος όπου και συμμετέχει ενεργώς ως γραμματέας στην Α΄ Οικουμενική σύνοδο, συγκληθείσα υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου με σκοπό τη διευθέτηση των θεολογικών συγκρούσεων που ταλάνιζαν τις χριστιανικές εκκλησίες. Το 328 μ.Χ, μετά την κοίμηση του πνευματικού του Πατέρα και επισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου, με σύμφωνη απόφαση κλήρου και λαού, χειροτονήθηκε επίσκοπος (εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε Πατριάρχης), ένεκα του μεγάλου ζήλου και της φήμης που είχε αποκτήσει ως «ανυποχώρητου μαχητή».

Το έργο του ως Επισκόπου

Χειροτονήθηκε σε ηλικία 33 ετών, στις 8 Ιουλίου του 328 μ.Χ. Μετά την εκλογή του, άρχισε σημαντικό ποιμαντικό έργο, μελέτησε τις ανάγκες των μοναχών, κληρικών και λαϊκών για την καλύτερη δυνατή συμβίωση και εναρμόνιση των ρόλων τους στο εκκλησιαστικό πλαίσιο. Επίσης ανέπτυξε έντονη αντιαιρετική δράση, με κύριο στόχο την διάδοση του «ορθού» δόγματος της ομοουσιότητας του Πατρός και του Υιού. Υπήρξε και προεξάρχων μεγάλου φιλανθρωπικού έργου στη περιοχή της Αλεξάνδρειας.

Διωγμοί

Ο Μέγας Αθανάσιος, ο επονομαζόμενος και «στύλος της ορθοδοξίας», διετέλεσε Επίσκοπος για 46 έτη, εκ των οποίων τα 17 τα πέρασε στην εξορία.

Μετά την καταδίκη του από την Α' Οικουμενική Σύνοδο, ο Άρειος δεν συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις της. Μολονότι καθαιρέθηκε και εξορίστηκε, δεν μετανόησε. Την ομολογία της πίστεως του Αρείου, η οποία απέφευγε τα ακραία στοιχεία που είχε προ της συνόδου εκφράσει, την έκανε δεκτή και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος επηρεασμένος από έναν πρωτοστάτη των απόψεων, που χαρακτηρίστηκαν αργότερα αρειανιστικές, τον Ευσέβιο Νικομήδειας, με αποτέλεσμα να διατάξει, ο Άρειος να γίνει δεκτός στην εκκλησιαστική κοινωνία. Ο Αθανάσιος εναντιώθηκε, διότι ερχόταν σε σύγκρουση με τα επιχειρήματα και τις αποφάσεις της οικουμενικής συνόδου της Νίκαιας. Αυτό είχε αποτέλεσμα τη μήνη των «αρειανιστών» επισκόπων, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να εκδιώξουν τον Αθανάσιο λόγω της μαχητικότητας και της αποτελεσματικότητάς του εναντίον τους. Οι επίσκοποι που συντάχθηκαν με τις θέσεις του Αρείου συνασπίστηκαν με άλλους επισκόπους, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν αργότερα ως «αίρεση των Μελιτιανών», στέλνοντας αντιπροσωπεία στον αυτοκράτορα, κατηγορώντας το Αθανάσιο για επιβολή φόρων υπέρ της εκκλησίας, για μαγεία και πορνεία. Αρχικά συγκλήθηκε σύνοδος στην Καισάρεια, στην οποία και δεν παραβρέθηκε, γνωρίζοντας ότι ήταν προμελετημένη σκευωρία των αντιπάλων επισκόπων. Ο αυτοκράτορας όμως συγκάλεσε και δεύτερη σύνοδο στην Τύρο, διαμηνύοντάς του, ότι αν δεν παρευρισκόταν, θα ασκούταν βία προκειμένου να παραστεί. Έτσι εμφανίστηκε, καταρρίπτοντας όλες τις κατηγορίες.

Ο Αθανάσιος βρέθηκε, μετά τη σύνοδο, σε δύσκολη θέση παίρνοντας μηνύματα, σε βάρος της ζωής του. Γι' αυτό το λόγο εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να δει τον αυτοκράτορα και να του ζητήσει την προστασία του. Οι αντίπαλοί του όμως πέτυχαν όχι μόνο να μην ακροαστεί, αλλά και να διωχθεί στη Γαλατία, πείθοντας τον αυτοκράτορα με ψευδείς κατηγορίες. Ο ίδιος δε, φαίνεται να ήταν δυσαρεστημένος σε βάρος του Αθανασίου για την έντονη κριτική που του ασκούσε. Κατά άλλες πηγές o Αθανάσιος εξορίζεται στην πόλη Τριρ της σημερινής Γερμανίας, όπου έγινε δεκτός με τιμή και αγάπη, και κατά τη σύντομη παραμονή του άσκησε μεγάλη επίδραση στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου το 337 μ.Χ ο Αθανά­σιος και άλλοι εξόριστοι πήραν την άδεια να επιστρέψουν στην Αλεξάνδρεια, όπου έγινε δεκτός με χαρά από το λαό. 

Η επιστροφή του Αθανασίου, συνεχίστηκε με πολλές συκοφαντίες, και στη προσπάθεια να τους αντικρούσει, συγκάλεσε σύνοδο 100 επισκόπων που διακήρυξαν την αθωότητα του. Το ίδιο και Αρειανοί, πράττοντας το ακριβώς αντίθετο, πείθοντας και το νέο φιλοαρειανό αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Έτσι εξορίζεται στη Ρώμη όπου ο Ιούλιος, επίσκοπος Ρώμης, συγκαλεί σύνοδο και κηρύσσει την αθωότητά του και την πίστη στο σύμβολο της Νίκαιας. Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος πιέζει τον αδερφό του Κώνστα, να παρατείνει την εξορία του, παρά τη συνοδική απόφαση της Ρώμης. Αποτέλεσμα η επιστροφή του, το 346 μ.Χ., 6 έτη μετά την εξορία του. Ο Αθανάσιος λόγω του ποιμαντικού έργου που διενήργησε, φαίνεται να αγαπήθηκε και να αγκαλιάστηκε από τους Χριστιανούς της πόλης.

Το 356 ο Κώνστας δολοφονείται, ο Κωνστάντιος γίνεται μονοκράτορας του Δυτικού και του Ανατολικού μέρους της Αυτοκρατορίας και οι Αρειανοί επίσκοποι, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία αυτή, κινούνται αποφασιστικά. Καλούν σύνοδο, καθαιρούν τον Αθανάσιο και στέλνουν άγημα 5000 στρατιωτών με τον Ρωμαίο στρατηλάτη Συριανό, με σκοπό να τον εξοντώσουν οριστικά. Την ώρα που τελεί την παννυχίδα. σε ναό, με πλήθος πιστών, ο ίδιος φυγαδεύεται στη έρημο, όπου για έξι χρόνια διαφεύγει τη σύλληψη με τη βοήθεια φιλικά διακείμενων μοναχών και παρθένων. Εκείνη την περίοδο ο Αθανάσιος βρήκε την ευκαιρία να γράψει έναν πολύ μεγάλο αριθμό έργων του, ενώ ταυτόχρονα διεξήγαγε δριμεία εκστρατεία, ώστε να κατασταλεί κάθε αρειανή επιρροή.

Στην επιστροφή του, μετά το θάνατο του Κώνστα, στο θρόνο ανεβαίνει ο Ιουλιανός. Ο Ιουλιανός ανακαλεί όλους του εξορισμένους επισκόπους, μεταξύ αυτών και τον Αθανάσιο. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο θέλω των ανδρών εμφανίζεται άμεσα. Ο Ιουλιανός θέλει να επαναφέρει το καθεστώς του πανθέου, από την άλλη ο Αθανάσιος μάχεται με όλες του τις δυνάμεις για την αποκατάσταση της εκκλησίας. Ο Ιουλιανός πληροφορείται για τη δράση του Αθανασίου και διατάσσει εξορία. Το 362 μ.Χ. εξορίζεται στη Θηβαΐδα μέχρι το θάνατο του Ιουλιανού. Όμως εξορίζεται ακόμα μια φορά. Ενώ επέστρεψε και αρχικά προχώρησε, απρόσκοπτα το έργο του, επί εποχής Ιοβιανού μέχρι το 364 μ.Χ. και το θάνατό του, τον διαδέχεται ο Ουαλεντινιανός Α΄, ο οποίος ήταν οπαδός του Αρείου και εκδιώκει τον Αθανάσιο. Έτσι πληροφορούμαστε ότι αυτή την εποχή κρυβόταν «εν πατρώο μνήματι». Μέσα σε τέσσερις μήνες όμως φοβούμενος εξέγερση από την αγανάκτηση των κατοίκων της Αλεξάνδρειας, ανακάλεσε από την εξορία τον Αθανάσιο. Έκτοτε μέχρι και τον θάνατο του, παρέμεινε στη θέση του, χωρίς διωγμούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου