«…βιάζεται να κατέβει ο Έρεβος, να τα βυθίσει όλα στο σκοτάδι· στον ουρανό αμαυρώθηκε ο ήλιος, μια καταχνιά θολή απλώνεται τώρα παντού.» Οδύσσεια, στ.20.355
«Μπαμπά έχει γεμίσει ο τόπος μαύρους καπνούς φωτιάς εδώ και μυρίζει έντονα καμένο! Βρέχει καύτρες κι αναμμένα κουκουνάρια παντού γύρω από το σπίτι!»
Η 22άχρονη κόρη τού Νικηφόρου ήταν μόνη της στο σπίτι στο Μάτι, χωρίς νερό και χωρίς ρεύμα. Ο κόσμος είχε αρχίσει να τρέχει ξαφνικά αλαφιασμένος στους γύρω δρόμους, τα αυτοκίνητα κόρναραν ασταμάτητα και κάποιοι νεαροί περνούσαν απ’ έξω ουρλιάζοντας και κλαίγοντας.
Ο Νικηφόρος, σάστισε για ένα-δυο δευτερόλεπτα, και ευχήθηκε να μην έχει συμβεί το… αδιανόητο. Να καίγεται πάλι ο Βουτζάς, κι αυτή τη φορά … να έχει κατέβει … η φωτιά … στο Μάτι…
«Με τέτοιο δαιμονισμένο αέρα, τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν πολύ άσχημα και μάλιστα πολύ γρήγορα», ψιθύρισε παραμιλώντας.
«Φύγε όπως είσαι!» της είπε, «πήγαινε προς τη θάλασσα … Προσπάθησε να φτάσεις παραλιακά στο λιμάνι και κάτσε στους κυματοθραύστες μακριά από δέντρα! Φύγε όπως είσαι και θα ‘ρθω να σε βρω!»
Ο Έρεβος είχε αφεθεί ελεύθερος.
*
[…] Ο Ιάκωβος και η γυναίκα του εγκλωβίστηκαν σε μία προβολή του εδάφους πάνω από τα βράχια τής θάλασσας που χώριζαν τις δύο παραλίες στη μέση. Για να κατέβει κάποιος στο επίπεδο τής θάλασσας από εκεί, θα έπρεπε ή να γκρεμοτσακιστεί ή να ρισκάρει να πηδήξει στα τυφλά από ύψος πέντε-έξι μέτρων.
Μία απόφαση, που εκείνη ακριβώς τη ώρα από ένα παρόμοιο σημείο τέσσερις παραλίες νοτιότερα, επέλεξε να πάρει σαν άλλη Σουλιώτισσα, η νεαρή ηρωίδα Εβίτα Φύτρου πέφτοντας κατευθείαν στα βράχια. […]
*
Στη διασταύρωση Ραφήνας, ο Νικηφόρος, ξεκίνησε να επιστρέψει στο αυτοκίνητο με αποφασιστικότητα για το τι έπρεπε να κάνει και επιστράτευσε όση ψυχραιμία του είχε απομείνει μήπως και απόφευγε να ξεσπάσει πάνω σε οποιονδήποτε αστυνομικό προσπαθούσε να του κόψει τον δρόμο. Καθώς περπατούσε γρήγορα, άκουσε δύο πυροσβέστες που προπορεύονταν λίγα μέτρα μπροστά του να λένε κάτι το οποίο θεώρησε ως μάννα εξ ουρανού. Ο ένας είχε κλείσει μόλις το κινητό του από μία συνομιλία που είχε με κάποιον ανώτερο του, κι έλεγε στον διπλανό του:
«…Τώρα πάει… οι δικοί μας προσπαθούν να περάσουν μέσα με το όχημα. Άστο… δεν ξέρω πώς θα μπορέσουμε να πάμε»
«Α, καλά… θα σας πάρω εγώ με το ζόρι τώρα», είπε μέσα του ο Νικηφόρος και τους διέκοψε αμέσως.
«Παίδες, ελάτε μαζί μου θα σας πάω εγώ», τους είπε καθώς τους προσπερνούσε από δεξιά και τους έδειξε με το ένα χέρι το διπλοκάμπινο, και με το άλλο έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του. Τον ακολούθησαν μηχανικά και χωρίς αντίρρηση. Πριν φτάσει και μπει στο αυτοκίνητο φώναξε επιτακτικά στον αστυνομικό, δείχνοντάς του τους πυροσβέστες και την κατεύθυνση προς Νέα Μάκρη, «Άνοιξε το δρόμο! Παίρνω τα παιδιά και πάω μέσα». Ο ένστολος πράγματι το έκανε χωρίς να πει κουβέντα. Τα παιδιά έριξαν τον εξοπλισμό τους στην καρότσα και μπήκαν μέσα κατευθείαν. […]
Όσο κατηφόριζαν με προσοχή τον θεοσκότεινο κεντρικό δρόμο, στους τρεις άντρες έμοιαζε σαν να εισέδυαν όλο και περισσότερο στην καρδιά μία δυστοπικής κοιλάδας, στο κέντρο ενός εφιαλτικού σκηνικού βγαλμένο από μία άρρωστη φαντασία και όχι από την πραγματικότητα.
Το Μάτι φαινόταν να έχει μετατραπεί από Κήπο τής Εδέμ, σε προάστιο τής Κόλασης. Ανάμεσα από δεκάδες μαύρους λιωμένους σκελετούς αυτοκινήτων, όπου τα μέταλλα τους είχαν μεταβληθεί σε ρυάκια γύρω τους, ο Νικηφόρος άρχισε να αναλογίζεται τις πραγματικές διαστάσεις που είχε λάβει πλέον αυτό το Ολοκαύτωμα.
Η ειρωνεία ήταν πως το Μάτι τού Βοριά που μαστιζόταν αιωνίως από τις Γρεγοτραμουντάνες, έγινε τελικά βορά ενός Ζέφυρου που αφέθηκε να σπείρει το θάνατο.
Δεν είχε σημασία για τον Νικηφόρο που δεν είχε βρεθεί ποτέ σε πραγματικό πόλεμο ή ανάμεσα σε αληθινά πυρά. Εκείνη την ώρα, ο αγαπημένος του τόπος, μισή ώρα από το κέντρο μιας Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας τού 21ου αιώνα, δεν διέφερε σε τίποτα απολύτως από έναν οικισμό τής Μέσης Ανατολής που είχε μόλις χτυπηθεί από βόμβες ναπάλμ και είχε παραδοθεί στο αποτελειωτικό έργο τής πυράς. […]
Όταν γύρισε να ρωτήσει τους πυροσβέστες μήπως το πυροσβεστικό που ήταν στο κέντρο τού Ματιού ήταν το δικό τους, δεν υπήρχε κανείς μες στο αυτοκίνητο. Οι δύο άντρες είχαν πεταχτεί έξω, είχαν αρπάξει τον εξοπλισμό τους από την καρότσα και προσπαθούσαν να συνεννοηθούν με τους λίγους συναδέλφους τους. Ήταν αργά, φυσικά, για οτιδήποτε ουσιαστικό.
Βγήκε από το αμάξι και στάθηκε απ’ έξω. Κοίταζε μαρμαρωμένος το σκηνικό τής Αποκάλυψης γύρω του.
Κάτι τον βύθισε ακούσια στο παρελθόν απομονώνοντας τον ήχο γύρω του. Παρατηρούσε την πάλαι ποτέ όμορφη παραλιακή οδό που είχε διασχίσει αμέτρητες φορές σε όλες τις ηλικίες, εποχές και φάσεις τής ζωής του, να είναι τώρα παραδομένη με όλα της τα οικήματα στο άυλον πυρ που προσπαθούσε πλέον μετά μανίας να εξαϋλώσει ακόμα και τις μνήμες.
Δεν πίστευε ότι θα έβλεπε ποτέ το Μάτι να μεταβάλλεται από ένα παραδεισένιο θέρετρο, σε ένα πυρπολημένο φέρετρο.
Σκέφτηκε ότι ο στόχος αυτής τής ιπτάμενης λάβας, που χόρευε χαιρέκακα σπέρνοντας αφύσικες εστίες γύρω από τους ανθρώπους και φύτευε πύρινες γλώσσες ακόμα και στα πιο απίθανα σημεία χωρίς κανένα προβλέψιμο μοτίβο, είχε επιτευχθεί με τον πιο καταστροφικό τρόπο.
Ο δυτικός λίβας είχε πάρει τη μορφή τού ίδιου τού Ερέβους, που αφού λύθηκε προσωρινά από τα δεσμά τού κολασμένου Χάους, στήθηκε στα ούγια τού Πεντελικού και ξεκίνησε να παίρνει την αρχέγονη εκδίκηση του από τον «Πάνω Κόσμο».
Θαρρείς και γέμιζε τα τεράστια πνευμόνια του με μεθάνιο από τα έγκατα τής Γης και το εξέπνεε αμέσως μετά με όλη του τη δύναμη αναμμένο προς ανατολάς, πάνω στον καταπράσινο παραδεισένιο χλοοτάπητα που έντυνε τους πρόποδες τού βουνού και κατέληγε μέχρι τα βότσαλα τής θάλασσας.
Είχε μετατρέψει τη δαιμονισμένη του ανάσα σε ένα τεράστιο φλογοβόλο που κινείτο βλοσυρά δεξιά κι αριστερά εξαπλώνοντας τη φωτιά όσο το δυνατόν μακρύτερα για να επιφέρει τις μεγαλύτερες δυνατές απώλειες σε ανθρώπους, ζώα, δέντρα και κτίσματα.
«Πόσοι άνθρωποι άραγε να έχουν καεί;» Τον έπιασε σφίξιμο στο στομάχι και ταχυπαλμία. Κόμπιασε ο λαιμός του και άρχισε να δακρύζει, όχι από τους καπνούς. Δύο μορφές έκαναν τις εμφάνιση τους πέντε μέτρα μακριά μέσα από τους καπνούς και ανέβαιναν αγκαλιασμένες την κατασκότεινη ανηφόρα τού λιμανιού. Η μία φιγούρα τού έκανε νόημα. Οι λέξεις «Μπαμπά! Μπαμπά!» τον έβγαλαν από τη βύθιση. […]
*
Η φιλότιμη συνείδηση τού Ιάκωβου κληρονόμησε εκείνο το βράδυ δύο τυραννικά ερωτήματα, μετά τον θάνατο δύο γυναικών στα χέρια του.
«Έκανα άραγε το σωστό; Μήπως μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο, για να σώσω αυτές τις δύο γυναίκες και δεν το ‘κανα;»
Στον πιστό αυτό άνθρωπο, φαίνεται ότι δόθηκαν προσωρινά υπεράνθρωπες δυνάμεις, για να καταφέρει να σώσει τουλάχιστον τη γυναίκα του, τη παραπληγική γειτόνισσα του και τον εαυτό του, ανεβοκατεβαίνοντας στους απότομους γκρεμούς καθώς το Θηρίο προσπαθούσε να τους αφανίσει και είχε αποκλείσει όλες τις διόδους που οδηγούσαν στη θάλασσα.
Οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων, οι μαρτυρίες , βρίσκονται στο βιβλίο, ΦΥΓΕ ΟΠΩΣ ΕΙΣΑΙ! (και θα ‘ρθω να σε βρω) #ΜΑΤΙ23Ιουλίου2018, Γιώργος Σπανός, Athos Press, NY 2020) το οποίο είναι διαθέσιμο στο AthosPress.com και books2read.com/Mati23July2018 ως e-book.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου