Σίγουρα, πάντως, η 37χρονη ερμηνεύτρια τις τελευταίες δέκα ημέρες, από τότε δηλαδή που το «Ζάρι» συστήθηκε με το κοινό, θα έχει χρησιμοποιήσει πάμπολες φορές ένα από τα αγαπημένα της επιφωνήματα, το «έλα, ρε» ως αυθόρμητη απάντηση σε όσα βλέπει, ακούει και διαβάζει. Ο λόγος είναι αυτονόητος. Η ελληνική γιουροβιζιονική συμμετοχή κατάφερε να προκαλέσει ακραία αποθεωτικές και αντίστοιχα πύρινες κριτικές. Ας πούμε, μόλις την εβδομάδα που μας πέρασε, ο Μαυρίκιος Μαυρικίου χαρακτήρισε το κομμάτι «μπερδεμένο, χαοτικό, τρας και κιτς». Έδωσε δηλαδή τον καλύτερο λόγο για να το λατρέψει κανείς.
Κάποιος που γνωρίζει, έχει συναναστραφεί ή απλώς έχει διαβάσει τις συνεντεύξεις της Μαρίνας Σάττι θα παρατηρούσε ότι, εκτός όλων των άλλων, το τραγούδι καθρεφτίζει περίφημα και την κοσμοθεωρία της
Η Σάττι που δεν είναι συνηθισμένη να βλέπει τον εαυτό της σε εξώφυλλα, τηλεπαράθυρα και trending topics στα κοινωνικά δίκτυα ήξερε πού έμπλεκε, αφού αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που δέχτηκε πρόταση για να αντιπροσωπεύσει την Ελλάδα στον διαγωνισμό. Όμως φέτος ένιωσε πως ήταν η σωστή, η κατάλληλη και η πιο ταιριαστή στην καλλιτεχνική περίοδο που διανύει στιγμή για να το κάνει. Το «Ζάρι» δεν είναι ένα από τα περίπου 200 τραγούδια που υποβλήθηκαν φέτος στην ΕΡΤ με σκοπό να τραγουδηθούν από τη Σάττι.
Είναι όμως σάρκα από τη σάρκα πολλών από αυτά, αφού η ίδια μαζί με τους συνεργάτες της άντλησαν στοιχεία από διάφορα και διαφορετικά κομμάτια, μέσα από τη σύνθεση των οποίων προέκυψε το αποτέλεσμα που έφτασε στα αυτιά μας. Το εάν θα εκληφθεί από το ευρωπαϊκό κοινό ως πρωτοποριακό αμάλγαμα ή θα κριθεί ως συγχυσμένο συνονθύλευμα θα το γνωρίζουμε το βράδυ της 11ης Μαΐου. Το ζήτημα είναι ότι η ίδια η Σάττι πιστεύει πως το «Ζάρι» ικανοποιεί σε σημαντικό βαθμό την πρόθεση που η ίδια είχε κατά νου. Το πώς δηλαδή οραματιζόταν να εκπροσωπήσει τη χώρα μας στο μεγαλύτερο και πιο λαοφιλές live μουσικό σόου στον κόσμο - ναι, αυτό είναι η Eurovision.
Το μοναχικό παιδί
Κάποιος που γνωρίζει, έχει συναναστραφεί ή απλώς έχει διαβάσει τις συνεντεύξεις της Μαρίνας Σάττι θα παρατηρούσε ότι, εκτός όλων των άλλων, το τραγούδι καθρεφτίζει περίφημα και την κοσμοθεωρία της. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η ίδια είναι ένα κράμα πολιτισμών (ο γιατρός πατέρας της είναι Σουδανός και η μητέρα της Ελληνίδα), αλλά η ακλόνητη πίστη της πως οι ετερότητες είναι εκείνες που τελικά φέρνουν κοντά τους ανθρώπους, λειτουργώντας ως συγκολλητική ουσία ανάμεσά τους. Δεν το ένιωθε πάντα.
Η μουσική για τη Σάττι ήταν ένα παιδικό παιχνίδι - ξεκίνησε αρχικά να τη μαθαίνει με ένα αρμόνιο και ένα τουμπερλέκι που υπήρχε στο πατρικό σπίτι της. Τελειώνοντας το σχολείο ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Αρχιτεκτονική. Στα φοιτητικά χρόνια της συνειδητοποίησε πως η οργανική σχέση που είχε παιδιόθεν με τη μουσική δεν ήταν απλώς ένα παράλληλο εναλλακτικό μονοπάτι, αλλά ο δρόμος της. Και πάλι όμως άργησε να πάρει την απόφαση να τον ακολουθήσει. Έπαιξε σε θεατρικές παραστάσεις και μιούζικαλ -κάποιοι τη θυμούνται στην αναβίωση των «Δαιμόνων» του Νίκου Καρβέλα-, έκανε ένα πέρασμα από την τηλεόραση στη σειρά «Steps» του ΑΝΤ1, έφτασε πολύ κοντά στο να αυτοπροσδιορίζεται ως ηθοποιός. Μέχρι που αναθεώρησε και άλλαξε ρότα.
Σε ένα διάλειμμα από τις επαγγελματικές υποχρεώσεις της σκέφτηκε πως ίσως η ιδανική επαγγελματική διέξοδος για εκείνη θα ήταν να γίνει αεροσυνοδός, ικανοποιώντας την έμφυτη περιέργεια, την ανάγκη της να γνωρίζει ανθρώπους και πολιτισμούς -ακόμα αναπολεί τα καλοκαίρια που πέρναγε στο Σουδάν-, αλλά και την τάση εξερεύνησης που είχε από μικρή. Το 2016 είχε κάνει μάλιστα τα χαρτιά της και ήταν έτοιμη να μπει σε περίοδο εκπαίδευσης για αεροσυνοδός, όταν κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο μια διασκευή του παραδοσιακού τραγουδιού «Θα σπάσω κούπες».
Η απήχηση και η επιτυχία που είχε την ανάγκασε να αναβάλλει -μάλλον διά παντός- το τότε σχέδιό της για μια ζωή στα 35.000 πόδια. «Ξαφνικά μού ζητούσαν να κάνω συναυλίες και να παρουσιάσω και άλλα projects με το πολυφωνικό γκρουπ που είχα τότε, οπότε άρχισε να μου μπαίνει στο μυαλό η μουσική σε επαγγελματικό επίπεδο. Θυμάμαι μου λέγανε “εσείς που είστε τραγουδίστρια...” και απαντούσα: “Είμαι όντως τραγουδίστρια;”».
Οι μουσικές σπουδές
Ναι, η Σάττι στα πρώτα της επαγγελματικά βήματα στη μουσική επέμενε να αναρωτιέται. Κι ας είχε περάσει από το 2009 και για τρία χρόνια από τη μεγάλη του Berklee College of Music σχολή, και μάλιστα ως υπότροφος. Ηταν μια σημαδιακή εμπειρία για εκείνην, αφού εκεί συναναστράφηκε με μουσικούς από όλο τον κόσμο, γοητεύτηκε από την παράδοση και τις ρίζες διαφορετικών τόπων, διαμόρφωσε τη δική της καλλιτεχνική ταυτότητα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ήταν αποφασισμένη να εντρυφήσει απενοχοποιημένα στην ελληνική παράδοση, προτείνοντας το δικό της μουσικό υβρίδιο, αυτό που αποκρυσταλλώθηκε περίφημα στη «Μάντισσα» και την ουρανομήκη επιτυχία της.
Μπορεί με το συγκεκριμένο τραγούδι -σε μουσική δική της και στίχους Μιχάλη Κουινέλη- να έμαθαν το όνομά της και οι πέτρες, όμως εκείνη από το να εξαργυρώσει την επιτυχία της σε φλύαρες συνεντεύξεις και αυτάρεσκες φωτογραφήσεις, επέλεξε να επιστρέψει στο καβούκι της. Και να απευθύνει μια ερώτηση στον εαυτό της, την οποία επιμένει να του θέτει συχνά πυκνά, ένα όχι πάντα εύκολο να απαντηθεί «τι θέλω να πω;». Άλλωστε υπήρχε και ένα πρακτικό ζήτημα, όπως έχει πει, αφού την περίοδο εκείνη δεν είχε γράψει καν άλλα τραγούδια για να κυκλοφορήσει.
Ειλικρίνεια και δουλειά
Ο χρόνος αλλά και ο κόπος που κατέβαλε η ερμηνεύτρια και δημιουργός -γέννα χωρίς πόνο, όπως σημειώνει και η ίδια, δεν υπάρχει- αποσβέστηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Μέσα από το ντεμπούτο άλμπουμ της η Σάττι πέτυχε κάτι για το οποίο άλλοι συνάδελφοί της πασχίζουν για χρόνια. Απέκτησε τη δική της πολύ διακριτή και αναντίρρητα ενδιαφέρουσα ταυτότητα. Η απήχηση και η ανταπόκριση του κοινού ήταν απλώς μια καλοδεχούμενη αλλά αναμενόμενη για την τόσο ειλικρινή προσέγγισή της συνέπεια.
Δύο χρόνια μετά, η Μαρίνα Σάττι πηγαίνει στη Eurovision - κάποτε η δήλωση από μόνη της θα έμοιαζε με σχήμα οξύμωρο, σήμερα ενσαρκώνει την πιο ενδιαφέρουσα ελληνική συμμετοχή στον θεσμό εδώ και χρόνια. Με τον τρόπο που η ίδια ξέρει να κάνει τα πράγματα. Δηλαδή με πολλή δουλειά, ακόμα περισσότερη σκέψη και ακλόνητη πίστη σε αυτό που θέλει να πει. Και με συνεργάτες που δεν θα φανταζόταν ποτέ πως θα συναντούσε, όπως τον ελληνικής καταγωγής χορογράφο Mecnun Giasar, ο οποίος έχει, μεταξύ άλλων, συνεργαστεί με τη Madonna, τη Rosalia και την περσινή νικήτρια του διαγωνισμού Loreen. Μέσα από τη δουλειά και τις συναντήσεις, η Σάττι λέει πως εξελίσσεται.
Οχι μόνο ως καλλιτέχνης, αλλά και ως άνθρωπος. Βέβαια, ακόμα παλεύει με την αυτολογοκρισία της και με την προαιώνια απορία που την κατατρύχει, εάν δηλαδή οι άλλοι εισπράττουν στο 100% αυτό που η ίδια είναι. Βέβαια κι αυτές κάνει ό,τι μπορεί για να τις αμβλύνει. Εκείνο που σίγουρα δεν χρειάζεται να αλλάξει είναι ο αυθόρμητος, απενοχοποιημένος (έχει πει πως θα ήθελε να δώσει τραγούδια της στην Πάολα), σχεδόν πρωτόγονος τρόπος που προσεγγίζει την τέχνη της. Α, και η έμφυτη περιέργειά της για τον κόσμο, τη ζωή και τους ανθρώπους. Οταν κάποτε τη ρώτησαν με ποιον άνθρωπο θα επέλεγε να κλειστεί σε ένα ασανσέρ, η Σάττι ξεστόμισε ακαριαία το όνομα Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου