Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Τάσο γύρνα, το πάρτι δεν έχει πια πλάκα εδώ

Τίνα Μανδηλαρά

Θα μπορούσε να είναι χορευτής, αρχηγός κράτους, απατεώνας, κατάσκοπος, καπετάνιος σε ναρκαλιευτικό ή απλώς «καραγκιοζοπαίχτης και πορνοστάρ» όπως αυτοσυστηνόταν στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα δίπλα στα κείμενά του. Πάνω από όλα όμως ήταν ο Τάσος Θεοδωρόπουλος, το πιο ανυπότακτο πνεύμα που έχει βγει στη δημοσιογραφία μετά τη Μαλβίνα Κάραλη -δεν ήταν τυχαία η φιλική και στενή τους σχέση- μακριά από οποιοδήποτε κανόνα προσπάθησαν να του επιβάλουν η εργασία και η ζωή.

Για εμάς ήταν απλώς ο «Τασούλης», πάντα με το υποκοριστικό που χαρίζεις σε ένα μικρό αγαπησιάρικο μικρό πρίγκιπα που επέμενε να φοράει τη ξέμπαρκη στολή του ανέμελου αλήτη, σε έναν ανυπότακτο ήρωα του Ουγκό και έναν αιώνια νεαρό Ρωμαίο που δεν έχει ανάγκη από κανένα ειδύλλιο για να στήσει το ιδανικό άρλεκιν της ζωής του. Πάντοτε έφηβος, άλλωστε, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να σαρώσει διαρκώς όλα τα στεγανά διατηρώντας το δικαίωμα να γράφει αυθόρμητα και διαμαντένια κείμενα που δεν μπορούσαν να υποταχθούν σε καμία κατηγορία: απλώς διαβάζονταν ως ένας χείμαρρος ευφυίας με αναφορές στα ποπ είδωλα του, τη γειτόνισσα του, στην πολυαγαπημένη μητέρα του, τους εραστές της μιας νύχτας, στις αμέτρητες περιπέτειες του που ήταν πάντοτε πολύ πιο εκρηκτικές και ενδιαφέρουσες από όλα τα βιβλία και τις ταινίες που κυκλοφορούσαν εκεί έξω.


Ως κριτικός κινηματογράφου είχε δει πολύ περισσότερες ταινίες από όσες μπορούσε να φανταστεί ο πιο αμετανόητος επαγγελματίας συγχωνεύοντας σε ένα δικό του μοναδικό δείγμα τις ανήκουστες σκηνές από το «Σουσπίρια» του Ντάριο Αρντζέντο -ναι, αυτός μου τον έμαθε!- μέχρι τα πιο ξεχασμένα πλάνα του Αντονιόνι τα οποία μπορούσε να κάνει φύλλο και φτερό. Άλλωστε δεν τα φοβόταν τα φτερά, ούτε τις χρυσόσκονες, αρκεί να μπορούσε να στηθεί μια αυτοσχέδια παράσταση η οποία θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα ακόμα και από την ακραία σκηνή του πιο αχτύπητου μπλογκμπαστερ.

Ο Τάσος ήταν εξάλλου ένα μπλογκμπάστερ από μόνος του: ζούσε τα πάντα στα άκρα άσχετα αν έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του-ήταν η άλλη όψη μιας ευφυίας που το μόνο που ήθελε είναι άπλετο αέρα για να αναπνέει, να εκρήγνυται ενίοτε από το παραπάνω οξυγόνο, να καίγεται και να σε καίει σαν το πιο συναρπαστικό επεισόδιο και τη δικής σου ζωής. Μπορούσε να στήσει χορό στη μέση της αίθουσας σύνταξης-πόσες φορές δεν χορέψαμε τις σκηνές από την «Υπολοχαγό Νατάσσα;» -να κρύβει μαξιλάρια κάτω από τη μπλούζα του κάνοντας τον Σρεκ ή να μας καθιστά συνένοχους σε μεταμεσονύχτια τηλέφωνα σε έναν άγνωστο έρωτα στη μακρινή Βραζιλία. Τη δουλειά του όμως την έπαιρνε πολύ σοβαρά και ξέραμε όλοι ότι το διακύβευμα για τον Τάσο ήταν να μπορεί να γράφει ο,τι θέλει μακριά ακόμα από τα όρια και του δημοσιογραφικού λόγου-γιατί ποιος τον χέζει τον δημοσιογραφικό λόγο όταν σε τραβάει από το χέρι η ίδια η ζωή;- και αυτός ήταν ο λόγος που τα κείμενά του ξεχώριζαν, έλαμπαν, έσκαγαν ανάμεσα στις σελίδες σαν βεγγαλικά.


Δεν δεχόταν καμία μορφή επέμβασης ή παρέμβασης και αυτός ήταν ένας άγραφος κανόνας: κάποια στιγμή όταν έπρεπε να γράψει κριτική για ταινία όπου πρωταγωνιστούσε ο Θέμος -με τον οποίο είχαν στενότατη, πατρική σχέση- και η οποία δεν του άρεσε, επέλεξε τον δικό του ιδιοσυγκρασιακό τρόπο για να το κάνει: «Εγκώ κριτικό κινηματογράφου από Αλμπανία, αγκαπώ αφεντικό και γράψει για σινεμά και για ταινία όπου αφεντικό πάει σε νησί, τρώει τυρόπιτα, πέφτει κάτω» ή κάπως έτσι και ναι, αυτό το κείμενο δημοσιεύτηκε αυτούσια. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το επόμενο βήμα του Τάσου ο οποίος μπορούσε να έρθει στην εφημερίδα κάνοντας το ντιλίβερι μπόι κουβαλώντας δέκα καφέδες ή φορώντας βραδινό  κουστούμι αλά Φλωρινιώτη προσποιούμενος τον Χολυγουντιανό σταρ.

Ο Τάσος ήταν επίσης ο μόνος στον οποίο δεν μπορούσε κανείς να κρατήσει κακία γιατί ήξερες ότι ήταν φτιαγμένος από τα υλικά μιας άλλης φυλής που δεν είχε βρει επίγεια κατοικία, είχε κάτι από τα παλιά λαικά αγόρια με τα λευκά κολλητά φανελάκια που καθάριζαν για χάρη σου στις ασπρόμαυρες ταινίες του 50, αλλά και ένα ελιτίστικο αέρα τύπου Ζουλάφσκι-άλλος αγαπημένος του!- που τον μετέτρεπε σε σταρ.

Έκλαιγε με την τελευταία σκηνή από την «Καζαμπλάνκα» αλλά λάτρευε τον φτιασιδιωτικό αέρα του μιούζικαλ τα οποία τα γνώριζε όσο λίγοι: πόσες φορές είχαμε οργώσει όλο το Λονδίνο και το Γουεστ Εντ φορώντας ροζ περούκες και πίνοντας αψέντι από το μπουκάλι κοροιδεύοντας τις οικογένειες που στοιβάζονταν έξω από τα θέατρα σε σειρές; Πόσες φορές δεν είχε υποκριθεί ότι είναι βαρυσήμαντο πολιτικό στέλεχος για να βρούμε πρόσβαση σε πρεμιέρα, πόσες άλλες δεν μου είχε κάνει-όπως και σε όποιον αγαπούσε-δώρο κάποιο από τα ταξίδια που του χάριζαν στο Χόλυγουντ ζητώντας μου να του φέρω απόδειξη ότι έκανα σεξ με κάποιον από τους μάτσο ήρωες του; Τον έχω πάρει ξημερώματα από ξενοδοχείο στο Μπέρβελι Χιλς για να του πω ότι οι φοίνικες είναι όμορφοι γιατί μοιάζουν πιο ψεύτικοι από οπουδήποτε αλλού και ότι μου την έπεσε ένας άγνωστος στη Χόλυγουντ Μπόλιβαρντ ντυμένος E.T. Είχε υποσχεθεί να με παντρέψει στο Λας Βέγκας σε ένα παρεκκλήσι αλλά μου το έσκασε: είμαι σίγουρη ότι κοροιδεύει κάποιον από τους Θεούς εκεί πάνω κάνοντας τον Τραβόλτα ή τον βασιλιά της ροκ. Άλλωστε στη γνωστή ερώτηση αν ο βασιλιάς ζει το σίγουρο είναι ότι η απάντηση είναι ότι ο Τάσος ποτέ δεν έφυγε. Απλώς ήθελε λίγη από τη δόξα του ροκ σταρ που η μοίρα του είναι να φεύγει πάντοτε νωρίς. Και ο Τάσος ήταν σταρ-και μάλιστα απόλυτα δικός μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Δημοσιεύουμε τους αριθμούς κυκλοφορίας των οχημάτων - μηχανημάτων που αγοράστηκαν για την Υπηρεσία Καθαριότητας επί Δημαρχίας Γιάννη Αναγνώστου

Συγκεκριμένα, ο στόλος των μηχανημάτων για την Υπηρεσία Καθαριότητας που προμηθεύτηκε η δημοτική αρχή επί δημαρχίας Γιάννη Αναγνώστου είναι ...