Το μυστικό ήταν καλά κρυμμένο για χρόνια στην ψυχή του νεαρού κοριτσιού. Ήταν μόλις δεκαπέντε
ετών.
Κόρη ιερωμένου. Μεγάλωσε σε συντηρητικό περιβάλλον. Ο πατέρας της ήταν εφημέριος στο Θησείο.
Έτσι έφθασε η ώρα και για τη Λυδία Σέρβου να καταθέσει την εμπειρία της. Η αφήγηση είναι αποκαλυπτική. Κανένας πατέρας που ανέθρεψε θυγατέρες δεν θα άντεχε την περιγραφή. Ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι βρίσκεται στο σπίτι ενός πασίγνωστου συνθέτη για οντισιόν. Ο συνθέτης γδύνεται και απαιτεί από το κορίτσι να ανταποκριθεί. Η δεκαπεντάχρονη αρνείται. Φεύγει με τα χίλια ζόρια. Δεν μπορεί να καταγγείλει την υπόθεση στον πατέρα της. Είναι παπάς, βλέπετε. Ζει με το σαράκι όλα αυτά τα χρόνια.
«Ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας μια αλλιώτικη ζωή» συνεχίζει ο στίχος σαν καλά ακονισμένο μαχαίρι. Το ζεϊμπέκικο επανέρχεται βασανιστικό: «Περνάν οι νύχτες, τα δευτερόλεπτα βαριά στους λεπτοδείκτες» ακούγεται και πάλι η φωνή της Μπέλλου.
Γράφει η Λυδία Σέρβου στην ανάρτησή της:
Και ΕΓΩ ΘΥΜΑΜΑΙ τι φορούσα τη μέρα που ΣΑΚΑΤΕΨΕΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ!
Ήταν Φεβρουάριος του 1992 όταν ο πατέρας μου, εφημέριος στην Αγία Μαρίνα στο Θησείο τότε, ήρθε σπίτι και μου ανακοίνωσε με χαρά πως γνώρισε έναν συνθέτη -μεγάλο όνομα με τεράστιες επιτυχίες και συνεργασίες- ο οποίος ήθελε να κάνει μια συναυλία στον Αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται πίσω από τον Ιερό Ναό. Ο πατέρας μου λοιπόν γνωρίζοντας την αγάπη μου για τη μουσική και ιδιαίτερα για το τραγούδι, αφού από πολύ μικρή ηλικία είχα δηλώσει ότι θα ασχοληθώ με τον συγκεκριμένο χώρο, ζήτησε από τον μεγαλοσυνθέτη να με ακούσει και να μας πει τη γνώμη του. Ο συνθέτης δέχτηκε με μεγάλη χαρά και έδωσε το τηλέφωνό του (σημ. δεν είχαμε κινητά τότε) για να του τηλεφωνήσω και να κανονίσουμε ραντεβού, όπως και έγινε!
Ήμουν δεν ήμουν 15 χρόνων λοιπόν και ξεκίνησα για την οδό Πόντου, πίσω από τη Μιχαλακοπούλου, για το πολυπόθητο ραντεβού χωρίς να ξέρω τι με περιμένει. Χτύπησα το κουδούνι και μπήκα σε ένα σπίτι από εκείνα τα παλιά, με τα κάγκελα στα παράθυρα…! Με υποδέχθηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο και μόλις μπήκα μέσα κλείδωσε την πόρτα. Αμέσως αντέδρασα… «γιατί κλειδώσατε ρώτησα;;»… «από συνήθεια μου λέει… πάντα κλειδώνω». Χαμπάρι εγώ, τον πίστεψα. Ανεβαίνουμε σε ένα χώρο σαν σαλόνι με πολλά καβαλέτα, μπογιές, παρτιτούρες, ένα πιάνο, ένα βιολί, μια κιθάρα. Χάρηκα εγώ... σκεφτόμουν τι ωραίααα! Με ρωτάει… «θέλεις ένα τσάι;;; Έναν χυμό;;;» «Ένα ποτήρι νερό, σας παρακαλώ, του είπα». Έφυγε και πήγε να φέρει υποτίθεται το νερό… και εδώ ξεκινάει το μαρτύριο. Γύρισε ολόγυμνος και άρχισε να με κυνηγάει μέσα στο σαλόνι θέλοντας να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Άρχισα να φωνάζω, να τον παρακαλώ να με αφήσει να φύγω, να του λέω να σεβαστεί τον πατέρα μου, αλλά εκείνος ατάραχος συνέχιζε να με κυνηγάει γύρω από την τραπεζαρία και να μου λέει «όσο και να φωνάζεις δεν θα σε ακούσει κανείς».
Το αποτέλεσμα; Να κάτσω σε μια άκρη του σαλονιού κουβαριασμένη και να κλαίω και αυτός στην άλλη άκρη, μπροστά σε έναν καθρέφτη αφού αυτοϊκανοποιήθηκε, γύρισε με απίστευτο θράσος και μου είπε… « τώρα έλα να μου τραγουδήσεις γιατί χρωστάω μια απάντηση στον πατέρα σου». Δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη και το κουράγιο και συνέχισα να τον παρακαλώ να ξεκλειδώσει την πόρτα για να φύγω χωρίς βέβαια να τραγουδήσω. Κάποια στιγμή -ούτε ξέρω πόση ώρα μετά- ξεκλείδωσε αφού βέβαια πρώτα με είχε ξεφτιλίσει ότι είμαι μια άχρηστη, χαζή και χωρίς μυαλό κοπελίτσα που δεν πρόκειται να κάνω τίποτα στη ζωή μου. Γιατί μου είπε «αν μου καθόσουν απόψε, αύριο το πρωί θα σου έκανα συμβόλαιο με τη warnermusic». Και βεβαίως κατάφερε να με φοβίσει με χίλιους δυο τρόπους ώστε να μην πω τίποτα σε κανέναν για πολλά χρόνια.
Από τη μια ήταν ο πατέρας μου, ιερέας, τι να πάω να του πω;;; Ότι ο άνθρωπος που εμπιστεύθηκες και με έστειλες να με ακούσει, προσπάθησε να με βιάσει; Φοβόμουν… για την υγεία του, για το πώς θα το πάρει, για το αν θα με πιστέψει!… Από την άλλη πήγαινα σχολείο στην «ελληνική παιδεία», ακόμα χειρότερα… σε ποιον να μιλήσω και να με πιστέψει.
Θυμάμαι ότι μπήκα σε ένα ταξί κλαίγοντας και του είπα να με αφήσει στο Μαρούσι ώστε να περπατήσω από το Μαρούσι μέχρι την Πεύκη για να καταφέρω να βρω μια δικαιολογία να πω στους γονείς μου. Και βρήκα… «είχε παρά πολύ κρύο αυτό το σπίτι και δεν κατάφερα να τραγουδήσω». Αυτό ήταν αρκετό!
Από τότε η ψυχή μου δεν ήταν ποτέ ίδια! Και ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι θα τα καταφέρω μέσα σε αυτό τον χώρο, χωρίς να χρειάζομαι δεκανίκια και χωρίς να θέλω επιβεβαίωση από κανέναν για το αν αξίζω ή όχι! ΑΞΙΖΩ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΡΩ ΕΓΩ και αυτό μου φτάνει! Και έδωσα υπόσχεση ότι δεν θα τραγουδήσω ποτέ δικά του τραγούδια και ας είναι εξαιρετικός δημιουργός και ας έχει συνεργαστεί με τους καλύτερους στιχουργούς, κάτι που έχω κρατήσει 25 χρόνια τώρα που τραγουδάω επαγγελματικά! Και υποσχέθηκα επίσης ότι πάντα θα είμαι δίπλα στους μαθητές μου και θα τους κρατώ το χέρι για να μη βρεθεί ποτέ ένα τέτοιο κτήνος να τους ρημάξει τη δική τους ψυχή!
Και εγώ θυμάμαι τι φορούσα εκείνη τη μέρα… και τα πέταξα τα ρούχα… αλλά τις μνήμες δεν μπόρεσα ποτέ να τις πετάξω! Γιατί οι μνήμες είναι που πονάνε!
Δεν λέω το όνομά του επειδή σήμερα είναι 82 χρόνων και αν του συμβεί κάτι με το να δημοσιοποιήσω το όνομά του δεν ξέρω αν μπορώ να το διαχειριστώ!
ΜΙΛΗΣΤΕ… δεν έχει ώρα! Τώρα είναι η ώρα!
Να θυμάστε τους στίχους του Νίκου Γκάτσου
…και μέσα από βροχή κι ανεμοζάλη… το ΦΩΣ μου ακολουθώ κι όπου με βγάλει!!…
«Ζητώντας κάτι που να μη γίνεται ουρλιαχτό και οφθαλμαπάτη». Η Σωτηρία Μπέλλου μάς επαναφέρει στη δραματική αφήγηση, λιτή, σκληρή, απέριττη, όπως είναι και η φωνή της.
Τόσα χρόνια σιωπή. Μία εφηβεία και μετά μία νεότητα μέσα στην ενοχή και την ντροπή με το στόμα ερμητικά κλειστό. Να μην μπορείς να πεις τίποτε, να μη μοιράζεσαι με κανέναν την αδικία που σου έτυχε. Να ζεις καταδικασμένη να διαχειριστείς το πρόβλημα μόνη σου. Πόσες και πόσες γυναίκες, πόσες θυγατέρες, πόσες ψυχές καταδικάστηκαν και καταδικάζονται ακόμη να βιώσουν αυτή τη βαρβαρότητα.
«Ξέρω το όνομά σου, την εικόνα σου και πάλι από την αρχή. Ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας μια αλλιώτικη ζωή» συνεχίζει αμείλικτος ο στίχος.
Η Λυδία Σέρβου κατήγγειλε δημόσια με ανάρτησή της στο διαδίκτυο τον συνθέτη Δήμο Μούτση. Τα στόματα άνοιξαν. Οι ψυχές απεγκλωβίζονται. Ο πόνος όμως;
Τι απαντά ο Δήμος Μούτσης
Απάντηση στην καταγγελία της τραγουδίστριας έδωσε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Γιάννη Φώσκολου ο συνθέτης Δήμος Μούτσης.
Τι αναφέρει στην ανακοίνωσή του:
«Αναφορικά με τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών που αφορούν στο πρόσωπό του, ο Δήμος Μούτσης δηλώνει ότι οι απαντήσεις του θα δοθούν όπου και όπως νομικά προβλέπεται».
Ήμουν δεν ήμουν 15 χρόνων λοιπόν και ξεκίνησα για την οδό Πόντου, πίσω από τη Μιχαλακοπούλου, για το πολυπόθητο ραντεβού χωρίς να ξέρω τι με περιμένει. Χτύπησα το κουδούνι και μπήκα σε ένα σπίτι από εκείνα τα παλιά, με τα κάγκελα στα παράθυρα…! Με υποδέχθηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο και μόλις μπήκα μέσα κλείδωσε την πόρτα. Αμέσως αντέδρασα… «γιατί κλειδώσατε ρώτησα;;»… «από συνήθεια μου λέει… πάντα κλειδώνω». Χαμπάρι εγώ, τον πίστεψα. Ανεβαίνουμε σε ένα χώρο σαν σαλόνι με πολλά καβαλέτα, μπογιές, παρτιτούρες, ένα πιάνο, ένα βιολί, μια κιθάρα. Χάρηκα εγώ... σκεφτόμουν τι ωραίααα! Με ρωτάει… «θέλεις ένα τσάι;;; Έναν χυμό;;;» «Ένα ποτήρι νερό, σας παρακαλώ, του είπα». Έφυγε και πήγε να φέρει υποτίθεται το νερό… και εδώ ξεκινάει το μαρτύριο. Γύρισε ολόγυμνος και άρχισε να με κυνηγάει μέσα στο σαλόνι θέλοντας να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Άρχισα να φωνάζω, να τον παρακαλώ να με αφήσει να φύγω, να του λέω να σεβαστεί τον πατέρα μου, αλλά εκείνος ατάραχος συνέχιζε να με κυνηγάει γύρω από την τραπεζαρία και να μου λέει «όσο και να φωνάζεις δεν θα σε ακούσει κανείς».
Το αποτέλεσμα; Να κάτσω σε μια άκρη του σαλονιού κουβαριασμένη και να κλαίω και αυτός στην άλλη άκρη, μπροστά σε έναν καθρέφτη αφού αυτοϊκανοποιήθηκε, γύρισε με απίστευτο θράσος και μου είπε… « τώρα έλα να μου τραγουδήσεις γιατί χρωστάω μια απάντηση στον πατέρα σου». Δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη και το κουράγιο και συνέχισα να τον παρακαλώ να ξεκλειδώσει την πόρτα για να φύγω χωρίς βέβαια να τραγουδήσω. Κάποια στιγμή -ούτε ξέρω πόση ώρα μετά- ξεκλείδωσε αφού βέβαια πρώτα με είχε ξεφτιλίσει ότι είμαι μια άχρηστη, χαζή και χωρίς μυαλό κοπελίτσα που δεν πρόκειται να κάνω τίποτα στη ζωή μου. Γιατί μου είπε «αν μου καθόσουν απόψε, αύριο το πρωί θα σου έκανα συμβόλαιο με τη warnermusic». Και βεβαίως κατάφερε να με φοβίσει με χίλιους δυο τρόπους ώστε να μην πω τίποτα σε κανέναν για πολλά χρόνια.
Από τη μια ήταν ο πατέρας μου, ιερέας, τι να πάω να του πω;;; Ότι ο άνθρωπος που εμπιστεύθηκες και με έστειλες να με ακούσει, προσπάθησε να με βιάσει; Φοβόμουν… για την υγεία του, για το πώς θα το πάρει, για το αν θα με πιστέψει!… Από την άλλη πήγαινα σχολείο στην «ελληνική παιδεία», ακόμα χειρότερα… σε ποιον να μιλήσω και να με πιστέψει.
Θυμάμαι ότι μπήκα σε ένα ταξί κλαίγοντας και του είπα να με αφήσει στο Μαρούσι ώστε να περπατήσω από το Μαρούσι μέχρι την Πεύκη για να καταφέρω να βρω μια δικαιολογία να πω στους γονείς μου. Και βρήκα… «είχε παρά πολύ κρύο αυτό το σπίτι και δεν κατάφερα να τραγουδήσω». Αυτό ήταν αρκετό!
Από τότε η ψυχή μου δεν ήταν ποτέ ίδια! Και ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι θα τα καταφέρω μέσα σε αυτό τον χώρο, χωρίς να χρειάζομαι δεκανίκια και χωρίς να θέλω επιβεβαίωση από κανέναν για το αν αξίζω ή όχι! ΑΞΙΖΩ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΡΩ ΕΓΩ και αυτό μου φτάνει! Και έδωσα υπόσχεση ότι δεν θα τραγουδήσω ποτέ δικά του τραγούδια και ας είναι εξαιρετικός δημιουργός και ας έχει συνεργαστεί με τους καλύτερους στιχουργούς, κάτι που έχω κρατήσει 25 χρόνια τώρα που τραγουδάω επαγγελματικά! Και υποσχέθηκα επίσης ότι πάντα θα είμαι δίπλα στους μαθητές μου και θα τους κρατώ το χέρι για να μη βρεθεί ποτέ ένα τέτοιο κτήνος να τους ρημάξει τη δική τους ψυχή!
Και εγώ θυμάμαι τι φορούσα εκείνη τη μέρα… και τα πέταξα τα ρούχα… αλλά τις μνήμες δεν μπόρεσα ποτέ να τις πετάξω! Γιατί οι μνήμες είναι που πονάνε!
Δεν λέω το όνομά του επειδή σήμερα είναι 82 χρόνων και αν του συμβεί κάτι με το να δημοσιοποιήσω το όνομά του δεν ξέρω αν μπορώ να το διαχειριστώ!
ΜΙΛΗΣΤΕ… δεν έχει ώρα! Τώρα είναι η ώρα!
Να θυμάστε τους στίχους του Νίκου Γκάτσου
…και μέσα από βροχή κι ανεμοζάλη… το ΦΩΣ μου ακολουθώ κι όπου με βγάλει!!…
«Ζητώντας κάτι που να μη γίνεται ουρλιαχτό και οφθαλμαπάτη». Η Σωτηρία Μπέλλου μάς επαναφέρει στη δραματική αφήγηση, λιτή, σκληρή, απέριττη, όπως είναι και η φωνή της.
Τόσα χρόνια σιωπή. Μία εφηβεία και μετά μία νεότητα μέσα στην ενοχή και την ντροπή με το στόμα ερμητικά κλειστό. Να μην μπορείς να πεις τίποτε, να μη μοιράζεσαι με κανέναν την αδικία που σου έτυχε. Να ζεις καταδικασμένη να διαχειριστείς το πρόβλημα μόνη σου. Πόσες και πόσες γυναίκες, πόσες θυγατέρες, πόσες ψυχές καταδικάστηκαν και καταδικάζονται ακόμη να βιώσουν αυτή τη βαρβαρότητα.
«Ξέρω το όνομά σου, την εικόνα σου και πάλι από την αρχή. Ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας μια αλλιώτικη ζωή» συνεχίζει αμείλικτος ο στίχος.
Η Λυδία Σέρβου κατήγγειλε δημόσια με ανάρτησή της στο διαδίκτυο τον συνθέτη Δήμο Μούτση. Τα στόματα άνοιξαν. Οι ψυχές απεγκλωβίζονται. Ο πόνος όμως;
Τι απαντά ο Δήμος Μούτσης
Απάντηση στην καταγγελία της τραγουδίστριας έδωσε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Γιάννη Φώσκολου ο συνθέτης Δήμος Μούτσης.
Τι αναφέρει στην ανακοίνωσή του:
«Αναφορικά με τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών που αφορούν στο πρόσωπό του, ο Δήμος Μούτσης δηλώνει ότι οι απαντήσεις του θα δοθούν όπου και όπως νομικά προβλέπεται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου