Μάλιστα, σε μία από αυτές τις έρευνες η διαφορά υπέρ του Τραμπ φτάνει έως και τις 7 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ ο μέσος όρος των 5 δημοσκοπήσεων είναι Τραμπ 46,2% και Μπάιντεν 42,4%. Ως εκ τούτου, το αρχικό ερώτημα είναι κάτι παραπάνω από βάσιμο, εφόσον η επιστροφή του Τραμπ αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός - έστω και εν εξελίξει. Ακριβώς όπως ο ίδιος υποσχόταν ή κατά άλλους απειλούσε ήδη από την επαύριον των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου 2020. Ποιος λοιπόν είναι σε θέση να σταματήσει τον Τραμπ από την ανάκτηση της εξουσίας;
Οι πιθανοί terminators της προέλασής του είναι πολλοί και διάφοροι, καθώς τον δρόμο προς τον Λευκό Οίκο θα μπορούσε να του αποκόψει π.χ. η ηλικία και οτιδήποτε συνεπάγονται τα 77 του χρόνια για την υγεία του -τη σωματική και την ψυχική-, τις αντοχές του, την πνευματική διαύγεια κ.ο.κ. Ενα άλλο πρόσκομμα θα ήταν οι 91 κατηγορίες για μια σειρά από αδικήματα στο πλαίσιο 4 διαφορετικών υποθέσεων, για τις οποίες έχει παραπεμφθεί και δικάζεται ήδη ή θεωρείται υπόδικος.
Από πολιτική άποψη τον Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να νικήσει επίσης ένας εσωκομματικός αντίπαλος, αποσπώντας αντ’ αυτού το χρίσμα του υποψηφίου για την προεδρία στις εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου. Επίσης, θα μπορούσε να ηττηθεί από τον Τζο Μπάιντεν ή εάν αυτός εντέλει αποσυρθεί από την εκλογική κούρσα, κάποιος άλλος εκλεκτός (ή εκλεκτή) των Δημοκρατικών θα τον υποχρέωνε να παραιτηθεί από τις φιλοδοξίες του να γίνει ο 47ος POTUS (President of The United States of America).
Η δικαστική περιπέτεια
Όμως, στην παρούσα φάση -και σε συνάρτηση με την προαναφερθείσα εικόνα που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις- κανένας από τους δεδομένους παράγοντες δεν φαίνεται να μπορεί να εμποδίσει τον Ντόναλντ Τραμπ από την ολική επαναφορά. Ξεκινώντας από τους βιολογικούς παράγοντες, κομπάζει ότι ανήκει στην κορυφαία ελίτ του 10% των ατόμων της ηλικίας του.
Στα 77 του χρόνια είναι ακμαιότατος και η κατάσταση της υγείας του είναι «άριστη», σύμφωνα με τον προσωπικό του γιατρό, ιδιαίτερα αφότου έχασε αρκετά κιλά από το υπερβάλλον σωματικό βάρος του. Αν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Τραμπ αντέχει την αποχή από τα χάμπουργκερ, τα αναψυκτικά και γενικώς το junk food, υποτίθεται ότι χάρη στην υγιεινή διατροφή και την τακτική άσκηση έχει κατακτήσει ανώτερα επίπεδα ευεξίας.
Μάλιστα, ανήμερα των γενεθλίων του Τζο Μπάιντεν, ο Τραμπ δημοσίευσε στα social media αποτελέσματα των σχετικών εξετάσεων και γνωματεύσεων προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του, υπενθυμίζοντας, ευκαιρίας δοθείσης, ότι ο Μπάιντεν είναι 81 ετών και κατέχει τον τίτλο του γηραιότερου προέδρου στην ιστορία των ΗΠΑ. Αν τελικά κερδίσει το 2024, ο Τραμπ θα γίνει ο δεύτερος γηραιότερος, κάτι που όμως ουδόλως τον πτοεί.
Σε ό,τι αφορά τη σωρεία δικών, ο Ντόναλντ Τραμπ και πάλι γράφει ιστορία -αν και από την ανάποδη- ως ο πρώτος πρώην -ή και μέλλων- πρόεδρος των ΗΠΑ που διώκεται ποινικά και αντιμετωπίζει σοβαρό ενδεχόμενο καταδίκης. Άλλωστε, άνευ προηγουμένου για ένα πρόσωπο με το δικό του πολιτικό status είναι τα παραπτώματα που του καταλογίζονται (σεξουαλική κακοποίηση και προσβολή προσωπικότητας, συνωμοσία και απόπειρα παρέμβασης στην εκλογική διαδικασία, απάτη, διατάραξη λειτουργίας του πολιτεύματος, υπεξαίρεση και απόκρυψη κρατικών εγγράφων κ.ά.).
Οπως είναι αναμενόμενο, δηλώνει αθώος για καθεμία από τις 91 κατηγορίες που του έχουν απαγγελθεί, αποπειρώμενος να πείσει την αμερικανική δικαιοσύνη ότι για οτιδήποτε φέρεται να έχει διαπραχθεί στη διάρκεια της προεδρικής του θητείας δικαιούται αμνηστία. Το παράδοξο είναι πάντως ότι η προεκλογική καμπάνια του συμπίπτει με τα επεισόδια του δικαστικού σίριαλ στο οποίο πρωταγωνιστεί. Και μολονότι, από νομικής άποψης, υφίσταται μια πιθανότητα να του απαγορευτεί η συμμετοχή στις εκλογές ως υποψηφίου προέδρου, η αίσθηση που επικρατεί είναι ότι τέτοιου είδους ποινή δεν πρόκειται να επιβληθεί ποτέ.
Εξίσου απίθανο με τη στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι για τον Τραμπ είναι και το ενδεχόμενο να ηττηθεί από κάποιον άλλον Ρεπουμπλικανό. Ο επίδοξος υποψήφιος Ρον ΝτεΣάντις έχει ήδη παραιτηθεί από τη διεκδίκηση του χρίσματος, ενώ η Νίκι Χέιλι, η 52χρονη ινδικής καταγωγής, πρώην κυβερνήτης της Νότιας Καρολίνας, ηττήθηκε εμφατικά με διαφορά 11 ποσοστιαίων μονάδων στο κρίσιμο μπρα ντε φερ με τον Τραμπ στο Νιου Xαμσάιρ και επί της ουσίας ελπίζει σε ένα θαύμα για να παραμείνει στον αγώνα για την υποψηφιότητα.
Η Νίκι Χέιλι, πρώην κυβερνήτης της Νότιας Καρολίνας, ηττήθηκε εμφατικά με διαφορά 11 μονάδων στο κρίσιμο μπρα ντε φερ με τον Τραμπ στο Νιου Χαμσάιρ και επί της ουσίας ελπίζει σε ένα θαύμα για να παραμείνει στον αγώναΤο στοίχημα της οικονομίας
Όμως, στην παρούσα φάση -και σε συνάρτηση με την προαναφερθείσα εικόνα που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις- κανένας από τους δεδομένους παράγοντες δεν φαίνεται να μπορεί να εμποδίσει τον Ντόναλντ Τραμπ από την ολική επαναφορά. Ξεκινώντας από τους βιολογικούς παράγοντες, κομπάζει ότι ανήκει στην κορυφαία ελίτ του 10% των ατόμων της ηλικίας του.
Στα 77 του χρόνια είναι ακμαιότατος και η κατάσταση της υγείας του είναι «άριστη», σύμφωνα με τον προσωπικό του γιατρό, ιδιαίτερα αφότου έχασε αρκετά κιλά από το υπερβάλλον σωματικό βάρος του. Αν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Τραμπ αντέχει την αποχή από τα χάμπουργκερ, τα αναψυκτικά και γενικώς το junk food, υποτίθεται ότι χάρη στην υγιεινή διατροφή και την τακτική άσκηση έχει κατακτήσει ανώτερα επίπεδα ευεξίας.
Μάλιστα, ανήμερα των γενεθλίων του Τζο Μπάιντεν, ο Τραμπ δημοσίευσε στα social media αποτελέσματα των σχετικών εξετάσεων και γνωματεύσεων προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του, υπενθυμίζοντας, ευκαιρίας δοθείσης, ότι ο Μπάιντεν είναι 81 ετών και κατέχει τον τίτλο του γηραιότερου προέδρου στην ιστορία των ΗΠΑ. Αν τελικά κερδίσει το 2024, ο Τραμπ θα γίνει ο δεύτερος γηραιότερος, κάτι που όμως ουδόλως τον πτοεί.
Οπως είναι αναμενόμενο, δηλώνει αθώος για καθεμία από τις 91 κατηγορίες που του έχουν απαγγελθεί, αποπειρώμενος να πείσει την αμερικανική δικαιοσύνη ότι για οτιδήποτε φέρεται να έχει διαπραχθεί στη διάρκεια της προεδρικής του θητείας δικαιούται αμνηστία. Το παράδοξο είναι πάντως ότι η προεκλογική καμπάνια του συμπίπτει με τα επεισόδια του δικαστικού σίριαλ στο οποίο πρωταγωνιστεί. Και μολονότι, από νομικής άποψης, υφίσταται μια πιθανότητα να του απαγορευτεί η συμμετοχή στις εκλογές ως υποψηφίου προέδρου, η αίσθηση που επικρατεί είναι ότι τέτοιου είδους ποινή δεν πρόκειται να επιβληθεί ποτέ.
Εξίσου απίθανο με τη στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι για τον Τραμπ είναι και το ενδεχόμενο να ηττηθεί από κάποιον άλλον Ρεπουμπλικανό. Ο επίδοξος υποψήφιος Ρον ΝτεΣάντις έχει ήδη παραιτηθεί από τη διεκδίκηση του χρίσματος, ενώ η Νίκι Χέιλι, η 52χρονη ινδικής καταγωγής, πρώην κυβερνήτης της Νότιας Καρολίνας, ηττήθηκε εμφατικά με διαφορά 11 ποσοστιαίων μονάδων στο κρίσιμο μπρα ντε φερ με τον Τραμπ στο Νιου Xαμσάιρ και επί της ουσίας ελπίζει σε ένα θαύμα για να παραμείνει στον αγώνα για την υποψηφιότητα.
Συνεπώς, ο μόνος που μπορεί να σταματήσει τον Ντόναλντ Τραμπ είναι, τελικά, ο Τζο Μπάιντεν. Ο οποίος εστιάζει κατά προτεραιότητα στην οικονομία, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι επί των ημερών του οι ΗΠΑ πέτυχαν τον υψηλότερο ρυθμό ανάκαμψης παγκοσμίως στη μετά COVID-19 εποχή. Ο Μπάιντεν, ο οποίος για κάποιους είναι υποδειγματικός πρόεδρος, ένας από τους πιο αποτελεσματικούς της σύγχρονης ιστορίας, και για κάποιους άλλους ένας υπερήλικας που έχει αρχίσει να «ρετάρει» άσχημα και υποπίπτει σε αλλεπάλληλες γκάφες λόγω της προϊούσας και φυσιολογικής παρακμής των πνευματικών ικανοτήτων του.
Οπως και να ’χει, όμως, ο Μπάιντεν δικαιούται να επιδεικνύει τα τελευταία θεαματικά αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής του. Η αμερικανική οικονομία εμφάνισε υψηλότερο του προβλεφθέντος ρυθμό ανάπτυξης το τελευταίο τρίμηνο του 2023, με 3,3%. Αυτό σε συνδυασμό με τον σημαντικά βελτιωμένο δείκτη καταναλωτικού ενδιαφέροντος, βάσει των πιο πρόσφατων ερευνών από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, συν τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού, τις μισθολογικές αναβαθμίσεις και την προεκλογική αύξηση των κονδυλίων για δημόσια έργα αναπτερώνει τις ελπίδες του Μπάιντεν και των συνεργατών του ότι την κρίσιμη στιγμή ο αμερικανικός λαός δεν θα παρασυρθεί από τον έξαλλο λαϊκισμό και τις ακρότητες του Τραμπ.
Η απρόβλεπτη διακυβέρνηση του οποίου δεν μπορεί να έχει ξεχαστεί, μαζί με τις εγκληματικά επιπόλαιες προτροπές του για χρήση υδροξυχλωροκίνης ως αντίδοτο για τον κορωνοϊό, τις ατέρμονες αλλαγές στο Υπουργικό Συμβούλιο, ακόμη και την υπόγεια παρακίνηση των οπαδών του να καταλάβουν το Καπιτώλιο, τον Ιανουάριο του 2021, ώστε να ματαιωθεί η αντικατάστασή του από τον νομίμως εκλεγέντα πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Και σε ό,τι αφορά τα σενάρια αντικατάστασής του από τη Μισέλ Ομπάμα, την Καμάλα Χάρις κ.λπ., αυτά θεωρούνται παντελώς αβάσιμα, ή ακόμη και ενορχηστρωμένα από τους Ρεπουμπλικανούς, με στόχο την αποσταθεροποίηση των αντιπάλων τους.
Το ότι σήμερα ένα σεβαστό μερίδιο των Αμερικανών ενστερνίζεται την εκδοχή περί καλπονοθείας, μολονότι η αμερικανική δικαιοσύνη έχει αποκλείσει κατηγορηματικά οτιδήποτε τέτοιο, συνιστά ένα από τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα του Ντόναλντ Τραμπ και της ομάδας που χαράσσει την επικοινωνιακή στρατηγική του. Με την εντατική και χολερική, διχαστική προπαγάνδα, αλλά με όμοια επιχειρηματολογία όπως και το 2016, ο Τραμπ έχει καταφέρει να αναστρέψει εντελώς το εις βάρος του κλίμα.
Η εκστρατεία του -από την οποία λάμπει διά της καθολικής απουσίας της η Μελάνια- σε πρώτη φάση στοχεύει στο να εξασφαλίσει ότι θα είναι αυτός ο υποψήφιος εκ μέρους των Ρεπουμπλικανών, ενώ ο απώτερος και τελικός στόχος είναι φυσικά η διεκδίκηση της επανόδου στον Λευκό Οίκο. Η τακτική και η αντίστοιχη προπαγάνδα του είναι, φαινομενικά αν μη τι άλλο, απίθανα απλή. Ο ίδιος εμμένει να κραυγάζει ότι έπεσε θύμα εκλογικής ληστείας το 2020 και ο εγκέφαλος αυτού του εγκλήματος είναι ο Τζο Μπάιντεν, τον οποίο δαιμονοποιεί συστηματικά. Πάντως, στις εκλογές του 2020 ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί είχαν αναδειχθεί νικητές στην αιώνια μονομαχία με τους Ρεπουμπλικάνους.
Με τη νίκη του ο Μπάιντεν έδωσε τέλος όχι μόνο στην αντισυμβατική, συχνά αλλοπρόσαλλη και οπωσδήποτε επεισοδιακή θητεία του Τραμπ, αλλά και σε μια σύγχρονη παράδοση της αμερικανικής πολιτικής, η οποία συνεχιζόταν αδιαλείπτως από το 1992: την παράδοση που ήθελε κάθε πρόεδρο να εξασφαλίζει την ανανέωση της παραμονής του στον Λευκό Οίκο για δεύτερη συνεχόμενη τετραετία.
Εντούτοις, εάν ο Τραμπ κατορθώσει να εκλεγεί πρόεδρος, δεν προβλέπεται να υπάρξουν σημαντικές τροποποιήσεις στην πολιτική του σε οποιονδήποτε τομέα. Απλώς, η εφαρμογή των αποφάσεών του θα είναι πιο άμεση και αποτελεσματική λόγω πρότερης εμπειρίας. Ομως, αυτή η δεύτερη θητεία του Τραμπ δεν είναι δυνατόν να ανανεωθεί, καθώς το Αμερικανικό Σύνταγμα, βάσει της 22ης Τροποποίησης του 1947, περιορίζει την περίοδο προεδρίας στις δύο τετραετίες, ασχέτως εάν είναι διαδοχικές ή όχι. Ακόμη κι έτσι, όμως, ο Τραμπ θα είναι ο πρώτος που θα αποσυρθεί αναγκαστικά, κάτι που θα γίνει το 2028, όταν θα είναι 81 ετών, δηλαδή περίπου όσο είναι σήμερα ο Μπάιντεν.
Tρόμος για την Ε.Ε.
Το ενδεχόμενο επανόδου του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ δεν ενεργοποιεί απλώς ένα δυσάρεστο déjà vu, δεν ξυπνά απλώς την αφόρητη ενόχληση των Ευρωπαίων για την εκκεντρική -έως και ευθέως προσβλητική ενίοτε- συμπεριφορά του απέναντί τους. Το σενάριο «Trump Reloaded» αντιμετωπίζεται ρητά ως εφιάλτης. Αντιθέτως, η μορφή του Τραμπ που διακρίνεται να στρίβει στη γωνία της Ιστορίας με τη φόρα του εκδικητή πυροδοτεί στους κόλπους της Ε.Ε. (με εξαίρεση ίσως έναν ομοϊδεάτη του, τον Ούγγρο Βίκτορ Ορμπαν) ένα πλέγμα αλληλένδετων φόβων, το οποίο περιλαμβάνει την άμυνα της Ευρώπης απέναντι σε μια πολεμική απειλή, ακόμη και πυρηνική.
Συναφώς προς αυτό ανακύπτει το μείζον πρόβλημα του κόστους των πολεμικών επιχειρήσεων που διεξάγει εμμέσως η Δύση εναντίον μιας τρίτης δύναμης, εν προκειμένω της Ρωσίας, στο μέτωπο της Ουκρανίας. Παράλληλα, υπάρχει το ζήτημα του συντονισμού των προσπαθειών για την αναχαίτιση της κλιματικής κρίσης, στο οποίο ο Τραμπ έχει πλήρη δυσανεξία, χαρακτηρίζοντας οποιαδήποτε προσπάθεια περιορισμού της περιβαλλοντικής καταστροφής σαν ένα ψευδο-πρόβλημα, μια απάτη που απλώς απορροφά τεράστιες ποσότητες οικονομικών πόρων επί ματαίω.
Ο Τραμπ δεν θέλει να ακούει τίποτα περί αειφόρου ανάπτυξης, πράσινης ή κυκλικής οικονομίας και τα τοιαύτα. Ο Τραμπ θα κηρύξει αναφανδόν την επιστροφή στα παλιά καλά ορυκτά καύσιμα - με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το περιβάλλον, την ενέργεια, αλλά και το ισοζύγιο εισαγωγών/εξαγωγών των ΗΠΑ.
Ασφαλώς, όλα τα προηγούμενα συνδέονται με την οικονομία, τις σχέσεις Ε.Ε.-ΗΠΑ - και δη με τα δεδομένα της στρατηγικής του Τραμπ. Πολύ επιγραμματικά, οι εκτιμήσεις ενός πρωταγωνιστή στον παγκόσμιο τραπεζικό κλάδο, όπως η UBS, είναι ότι με τον Τραμπ στην εξουσία θα συντελεστεί άνοδος του δολαρίου έναντι του ευρώ, η αμερικανική βιομηχανία θα ενισχυθεί, πιέζοντας ασφυκτικά, μέσω του ανταγωνισμού στην πραγματική αγορά, την Ευρώπη.
Από αυτό τον λυσσαλέο ανταγωνισμό, άμεσα χαμένες θα είναι, πρώτες απ’ όλους, οι λιγότερο ισχυρές εθνικές οικονομίες της Ε.Ε. - και δη όσες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές προϊόντων προς τις ΗΠΑ. «Και δεν είναι μόνο αυτό», επισημαίνει, χωρίς να κρύβει την απαισιοδοξία του, ο Χόλγκερ Σμίεντινγκ: «Με τον Τραμπ στην προεδρία η Ευρώπη κλείνει ένα ραντεβού με την πραγματικότητα, αυτή τη φορά χωρίς καμία ψευδαίσθηση. Για την Ε.Ε. αυτό μπορεί να είναι σαν να ξεμεθά απότομα. Δεν θα εκπλαγούμε αν ο Τραμπ αποφασίσει να διακόψει τη βοήθεια στην Ουκρανία, εκβιάζοντας την Ε.Ε. να πληρώσει το κόστος των αμερικανικών όπλων που χρησιμοποιούνται σε αυτό τον πόλεμο.
Διότι ναι μεν η Ε.Ε. είναι ήδη ο μεγαλύτερος οικονομικός χορηγός της Ουκρανίας, αλλά το ήμισυ της καθαυτό στρατιωτικής υποστήριξης του Βολοντίμιρ Ζελένσκι βαρύνει τις ΗΠΑ. Οπότε, για να εξακολουθήσει η Αμερική να στέλνει τα εξελιγμένα οπλικά συστήματά της στην Ουκρανία, τα οποία έχει απόλυτη ανάγκη ο Ζελένσκι για να αντέξει στα ρωσικά χτυπήματα, και κατόπιν να χρηματοδοτηθεί η ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο χώρας, η Ευρώπη θα πρέπει να πληρώσει.
Και αν οι ΗΠΑ αποσυρθούν, το συνολικό κόστος θα είναι ασύλληπτα υψηλό, τόσο ώστε θα μπορούσε να απειλήσει ακόμη και τη δημοσιονομική ισορροπία της Ε.Ε. Στην περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται να απαιτηθεί η σύναψη ενός καινούριου κολοσσιαίου προγράμματος εσωτερικού δανεισμού, αντίστοιχου του NextGenEU του 2020, ύψους 750 δισ. ευρώ, για την ανάκαμψη της Ευρώπης από την πανδημία».
Οι αλυσιδωτές αντιδράσεις ύστερα από μία ενδεχόμενη απόφαση του Τραμπ να αποσυρθεί από τον ρωσοουκρανικό πόλεμο, τουλάχιστον σύμφωνα με την έγκριτη Berenberg, μπορεί να προκαλέσει ισχυρούς κλυδωνισμούς στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το οποίο δεν έχει περιθώρια κατάρρευσης, ειδάλλως θα ανατραπεί η οικουμενική ισορροπία δυνάμεων, κάτι που θα έχει με τη σειρά του ολέθριες συνέπειες για την ειρήνη, ακόμη και στην Ε.Ε.
Οσο δε για τις αμιγώς οικονομικές επιπτώσεις της επανόδου Τραμπ στον Λευκό Οίκο, την περίοδο διεξαγωγής των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, δηλαδή τον Νοέμβριο του 2024, η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου θα είναι περίπου στο 1,15. Ομως, εάν ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει την εκλογή, το δολάριο θα ενισχυθεί έναντι του ευρώ, η ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας θα επιταχυνθεί βραχυπρόθεσμα, δημιουργώντας προσδοκίες και πειρασμούς σε υποψήφιους επενδυτές κ.ο.κ.
«Η Γερμανία μου χρωστάει 400 δισ. δολ.»
Η φυσική τάση για έναν άνθρωπο με τη νοοτροπία του Τραμπ και τον εσκεμμένα απλοϊκό πραγματισμό -ή και τον κυνισμό- του είναι η καταρχήν αρνητική προδιάθεση απέναντι σε μια ιδιόμορφη πολυεθνική κοινοπραξία όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο Τραμπ απλώς δεν κατανοεί πώς είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι σαν την Ε.Ε. Μολονότι είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν γνωρίζει το μνημειώδες έργο περί άσκησης της εξουσίας, ο Τραμπ θα μπορούσε να είναι η ενσάρκωση του μακιαβελικού «Ηγεμόνα» -εξ ου και ο ίδιος συμπαθεί πολιτικούς ηγέτες που τείνουν προς ένα μοναρχικό πρότυπο ακριβώς όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Ταγίπ Ερντογάν κ.ά. Επομένως, οι ιδέες και οι αντιλήψεις του για το τι σημαίνει ομοσπονδία (πολιτειών, κρατών κ.λπ.) βρίσκονται, αν μη τι άλλο, σε διαφορετικό γαλαξία από αυτόν της Ε.Ε.
Αυτά διαμήνυσε ο Τραμπ στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν σε μια άτυπη συζήτηση στο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός το 2020 και εις επήκοον αρκετών άλλων, διεθνώς περίοπτων πολιτικών προσώπων. Ενα από αυτά ήταν ο Γάλλος Τιερί Μπρετόν, νυν Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της Ε.Ε., ο οποίος και αναπαρήγαγε πρόσφατα το συγκεκριμένο σόλο αντιευρωπαϊκής επιθετικότητας εν είδει ανεκδότου για το πώς νοούνται οι διεθνείς σχέσεις και η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ κατά Τραμπ.
Ατζέντα Τραμπ 2.0
Οι απροκάλυπτα ρεβανσιστικές ενέργειες εις βάρος των πολιτικών αντιπάλων του. Η χειραγώγηση της Δικαιοσύνης και η μετατροπή της σε πειθήνιο εκτελεστικό όργανο που θα υπακούει στη βούληση του Λευκού Οίκου. Η ολοκληρωτική συγκέντρωση της εκτελεστικής εξουσίας. Μία άνευ προηγουμένου αναδιάρθρωση στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού με κριτήριο το κατά πόσο οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι αφοσιωμένοι στο πρόσωπο του ηγέτη ή όχι. Το ερμητικό κλείσιμο των αμερικανικών συνόρων στους μετανάστες -όχι μόνο τους παράνομους- σε συνδυασμό με την απώθηση όσων έχουν ήδη εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, ει δυνατόν.
Η επιστροφή στον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα και τον κατ’ ουσίαν αποκλεισμό της εισαγωγής κινεζικών προϊόντων στην αμερικανική αγορά με την επιβολή δρακόντειων δασμών. Η πολύπλευρη διάρρηξη της συμμαχίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση σε αμυντικό, ενεργειακό, οικονομικό κ.ο.κ. επίπεδο. Η εγκατάλειψη του ισχύοντος στρατιωτικού δόγματος με τη διακοπή της εμπλοκής των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων στη ρωσοουκρανική σύγκρουση και όχι μόνο. Η επαναφορά της απαξιωτικής ρητορικής για το ΝΑΤΟ και των απειλών για απόσυρση των ΗΠΑ από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Παρομοίως, καθολική αμφισβήτηση, ακόμη και ως προς το ότι υφίσταται καν, του οικουμενικού πρόβληματος της κλιματικής κρίσης και περιφρόνηση προς οποιαδήποτε διακρατική συλλογική δράση για την προστασία από φυσικές καταστροφές. Απομονωτισμός των ΗΠΑ ως προς την παγκόσμια κοινότητα, εθνικιστική έπαρση και ξενοφοβία. Ολα τα προηγούμενα, μεταξύ πολλών άλλων όμοιας λογικής, αποτελούν κάποια από τα βασικά συστατικά της στρατηγικής που σκοπεύει να εφαρμόσει ο Ντόναλντ Τραμπ αμέσως μόλις πάρει ξανά τη θέση του στον προεδρικό θώκο - αν και εφόσον αυτό επιτευχθεί.
Γενικότερα, η ατζέντα της επιχείρησης «Πλανητάρχης Τραμπ 2.0» διαπνέεται από το πνεύμα της μακροπρόθεσμης -ή μάλλον επ’ αόριστον- εδραίωσης της ηγεμονίας του διά του πλήρους ελέγχου των «αρμών της εξουσίας», κατά τη γνωστή καθ’ ημάς έκφραση. Στο μεγαλύτερο μέρος τους τα σχέδια του Τραμπ για την ενδεχόμενη επάνοδό του στην προεδρία των ΗΠΑ φαντάζουν τρομακτικά, υπερβολικά επικίνδυνα για τους θεμελιώδεις θεσμούς ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Γι’ αυτό και όσοι δεν τυγχάνουν οπαδοί του και δεν ενθουσιάζονται με την προοπτική της εγκαθίδρυσης ενός ακραιφνώς συντηρητικού, συγκεντρωτικού και εντελώς προσωποπαγούς καθεστώτος στις ΗΠΑ αντιδρούν ενστικτωδώς, αμφισβητώντας ότι σοβαρολογεί.
Η επιστροφή του τραμπισμού
Κι όμως, τόσο ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ όσο και το επιτελείο των συνεργατών του προβαίνουν τακτικά σε δημόσιες δηλώσεις οι οποίες επιβεβαιώνουν τις προθέσεις τους να προσδώσουν θεσμική υπόσταση στον τραμπισμό. Αυτός είναι άλλωστε ο εκπεφρασμένος και ουδόλως κρυφός στόχος του αντιδραστικού εγχειρήματος «Project 2025».
Πιο συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά το πώς ο Τραμπ οραματίζεται να ανατάξει τον κρατικό μηχανισμό στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η πολιτική του εμφορείται από την απαλοιφή οποιουδήποτε δισταγμού στην εφαρμογή των εκάστοτε αποφάσεων. Ο,τι είχε εξαγγείλει προτού αναλάβει την προεδρία και δεν κατάφερε -για οποιονδήποτε λόγο- να εφαρμόσει, είναι απολύτως αποφασισμένος να το πετύχει τη δεύτερη φορά και χωρίς το παραμικρό έλεος. Ο ίδιος είναι εξ ορισμού η κύρια αιχμή και δύναμη κρούσης, σε άμεση και διαρκή επαφή με τους πολίτες, τους οποίους επιχειρεί να σαγηνεύσει για δεύτερη φορά, ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο την ένταση του λαϊκιστικού κηρύγματός του.
Σε παρόμοιο ύφος, διακηρύσσει ότι θα εξυγιάνει τη χώρα του εξολοθρεύοντας οτιδήποτε και οποιονδήποτε αποτελεί, πάντα κατά τη δική του κρίση, επιβλαβές στοιχείο. Ωστόσο, ο τραμπισμός δεν εξαντλείται στους λεονταρισμούς και τις μεγαλοστομίες του πρώην προέδρου. Πίσω από τη ρητορική του, στο παρασκήνιο εργάζεται σε πυρετώδεις ρυθμούς μια στρατιά συνεργατών, πολλοί από τους οποίους μελετούν εις βάθος το Αμερικανικό Σύνταγμα προκειμένου να εντοπίσουν τα απαραίτητα κενά ώστε να έχουν έτοιμα όλα εκείνα τα νομοθετήματα που θα πακτώσουν τη διευρυμένη και, ιδανικά γι’ αυτούς, απόλυτη εξουσία του Τραμπ, η οποία θα υπηρετείται από αποδεδειγμένα πιστούς υπαλλήλους, εφόσον ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετώπισε στην πρώτη θητεία του ως πρόεδρος, πέραν των θεσμικών αντιστάσεων από τους δίδυμους φορείς της νομοθετικής εξουσίας στις ΗΠΑ (Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων) που συνθέτουν το Κογκρέσο, ήταν η άρνηση κάποιων υψηλόβαθμων δημόσιων λειτουργών να εκτελέσουν τις διαταγές του. Αυτό ο Τραμπ είναι αποφασισμένος να μην το επιτρέψει να συμβεί ξανά. Εξ ου και τονίζει επανειλημμένως ότι «αυτή τη φορά θα εφαρμόσουμε την πολιτική μας όσο πιο επιθετικά γίνεται».
Το «Project 2025»
Τον περασμένο Σεπτέμβριο ο Πολ Ντανς, στενός συνεργάτης και από τους πλέον αφοσιωμένους υπασπιστές του Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεδρικής θητείας του, και νυν επικεφαλής του όλου εγχειρήματος, δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι «το “Project 2025” προετοιμάζεται συστηματικά να αναλάβει την εξουσία και να καθιερώσει έναν καινούριο στρατό, ο οποίος θα στελεχώνεται από ιδεολογικά στοιχισμένους, εκπαιδευμένους και ουσιωδώς εξοπλισμένους συντηρητικούς, έτοιμους να πολεμήσουν ενάντια στο βαθύ κράτος». Με ένα τόσο ξεκάθαρο πολεμικό σάλπισμα, ελάχιστες απορίες απομένουν για τις πραγματικές επιδιώξεις του «Project 2025».
Εξάλλου, δημοσίευμα της έγκυρης -πλην δεδηλωμένα αντι-τραμπικής- «Washington Post», με την επίκληση ατόμων που μίλησαν στην εφημερίδα υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας, αποκάλυπτε ότι τα στελέχη του «Project 2025» απεργάζονται σχέδιο ανάστασης ενός παμπάλαιου νόμου, συγκεκριμένα του 1807, ο οποίος είχε περιπέσει προ πολλού σε αχρησία. Θα επιτρέπει όμως στον Τραμπ να χρησιμοποιεί τον στρατό για την επιβολή του νόμου εντός ΗΠΑ. Ο ίδιος νόμος παραχωρεί στον πρόεδρο των ΗΠΑ το δικαίωμα να στρέψει τη Δικαιοσύνη ενάντια σε όσους εκείνος κατονομάζει εχθρούς του.
Λάβαρο για την πολιτική του «Project 2025» είναι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, ειδικά στον τομέα της οικονομίας, της κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και στη δικαιοδοσία των ομοσπονδιακών αρχών, οργανισμών κ.λπ. Ενδεικτικά, βασικοί στόχοι του «Project 2025» είναι οι δραματικές περικοπές σε ό,τι αφορά την κρατική χρηματοδότηση του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, η διάλυση της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας FBI και της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (Department of Homeland Security), καθώς και η κατάργηση των υπουργείων Παιδείας και Εμπορίου. Αντ’ αυτών, θα υπάρχει μόνο η διευρυμένη εξουσία του προέδρου των ΗΠΑ, δηλαδή του Ντόναλντ Τραμπ.
Όλα αυτά όμως ελάχιστη σημασία έχουν για το ακραία αντιδραστικό, σχεδόν δυστοπικό όραμα που προωθεί με ζέση το «Project 2025», στρώνοντας τον δρόμο για έναν μεταμοντέρνο αυταρχισμό - κομμένο και ραμμένο κατά παραγγελία του Ντόναλντ Τραμπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου