Στην περίπτωση απάτης που γίνεται σήμερα γνωστή, η παθούσα υποστηρίζει ότι γνωρίστηκε με το μέλος της συγκεκριμένης οικογένειας Ρομά όταν εκείνη υπηρετούσε στην αυτοδιοίκηση ως αιρετή. Η οικογένεια του Ρομά και οι συνεργάτες τους είχαν συμμετάσχει στους πλειοδοτικούς διαγωνισμούς του δήμου και είχαν αναλάβει την ετήσια εμποροπανήγυρη επί σειρά ετών.
«Η εικόνα που είχα αποκομίσει τα χρόνια της θητείας μου ήταν ότι στις οικονομικές τους συναλλαγές με το Δήμο ήταν πάντα συνεπείς και τυπικοί» γράφει στην καταγγελία της η παθούσα.
Όλα ξεκίνησαν στις 4 Μαΐου του 2021 όταν η γυναίκα δέχθηκε τηλεφώνημα από το μέλος της οικογένειας Ρομά ο οποίος την προσκαλούσε να συναντήσει εκείνον και τη σύζυγό του στο σπίτι τους γιατί είχε «κάτι πολύ σοβαρό να της πει».
Οι πακεταρισμένες λίρες
«Με ξενάγησαν στο σπίτι τους, ένα διώροφο υπερπολυτελές νεόδμητο σπίτι και μετά ο Β. μου αφηγήθηκε τα εξής: τα παζάρια έχουν σταματήσει λόγω covid, που αποτελούν και τη βασική πηγή εισοδήματός του, ότι μπήκε σε πολλά έξοδα καθώς φτιάχνει το σπίτι του και χρειάζεται ακόμα αρκετά χρήματα για να το τελειώσει. ''Εμείς οι τσιγγάνοι δεν κρατάμε μετρητά ούτε αγοράζουμε ακίνητα, όπως κάνετε εσείς. Ότι μας περισσεύει σε χρήματα το κάνουμε χρυσό. Έχουμε ένα τεράστιο ποσό σε λίρες και σου ζητάω να με διευκολύνεις, να σου δώσω χρυσό σε μια καλή τιμή, να μου δώσεις μετρητά για να κάνω τη δουλειά μου” της είπε. ''Τον ρωτάω, τόσο κόσμο ξέρεις, πώς επέλεξες εμένα να κάνεις αυτή τη δουλειά; Πάω σε άτομα που έχω συνεργαστεί και εμπιστεύομαι μου απάντησε και επίσης μου είπε ότι δε μπορεί να βγει στην αγορά και να ακουστεί ότι ο Β. ξέμεινε από μετρητά και ότι πουλάει λίρες, γιατί θα χαλάσει τη φήμη του.
Μου είπε ακόμη πως είναι άνθρωπος που έχει όνομα στην πιάτσα και ο λόγος του είναι συμβόλαιο. ''Εμείς οι τσιγγάνοι όταν δίνουμε τα χέρια είναι ανώτερο από το να υπογράψεις ένα συμβόλαιο. Όπως ήταν και η συνεργασία μας όλα τα προηγούμενα χρόνια. Δε μ' εμπιστεύεσαι;'' ήταν τα ακριβή του λόγια, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η παθούσα στην καταγγελία της.
«''Σε εμπιστεύομαι'', του απάντησα, διότι ό,τι συναλλαγή έχω δει να κάνει στο παρελθόν έγινε σωστά. Μου έδωσε 50 λίρες να να ελέγξω τη γνησιότητά τους και έπειτα έφυγα» προσθέτει.
Μετά τη συνάντησή τους η παθούσα επέστρεψε στο σπίτι της και αφηγήθηκε στον σύζυγό της την ιστορία. Του έδωσε τις λίρες να τις ελέγξει, κάτι που ο σύζυγος της έκανε τις επόμενες ημέρες και τις βρήκε γνήσιες.
Στη συνέχεια μίλησαν με τον Β. στο τηλέφωνο και του είπαν ότι συμφωνούν να προχωρήσουν σε αγορά χρυσών λιρών για περίπου 50.000 ευρώ. Στις 25 Ιουνίου 2021 μετέβησαν στο σπίτι του μέλους της εν λόγω οικογένειας Ρομά όπου εκείνος τους περίμενε μαζί με τη σύζυγό του. Αφού συζήτησαν κατέληξαν στην τιμή αγοράς ανά χρυσή λίρα.
«Δώσαμε 55.000 ευρώ χωρίς να πάρουμε όμως λίρες, με τη δικαιολογία ότι είχε πακετάρει κομμάτια που αντιστοιχούν σε 200.000 ευρώ γιατί ''νόμιζε'' ότι θα έρθουμε με περισσότερα χρήματα'' αναφέρει η παθούσα στην καταγγελία της και προσθέτει: ''Πρότεινε στον σύζυγο μου να τις πάρει όλες, τις υποτιθέμενες πακεταρισμένες λίρες που αντιστοιχούν σε 200.000 ευρώ (τις όποιες δεν είδαμε φυσικά) και εκείνος απάντησε ότι δεν επιθυμώ να προβώ σε μια τόση μεγάλη συναλλαγή και να αναλάβω τέτοια ευθύνη, θέλω μέχρι το ποσό των χρημάτων που διαθέτω. Οπότε εκείνος κράτησε τα χρήματα και είπε ότι το βράδυ θα φέρει ο ίδιος τις λίρες. Έφερε όμως μόνο πέντε λίρες και όταν διαμαρτυρήθηκα μου απάντησε έκπληκτος ότι νόμιζε ότι δεν τα θέλουμε όλα αλλά θα τα παραλαμβάνουμε λίγα λίγα από τον ίδιο».
Αργότερα, το ίδιο βράδυ, η πρώην αιρετή τηλεφώνησε στον Β. για να του εκφράσει την δυσαρέσκεια της από τη συναλλαγή και τότε εκείνος την ρώτησε αν θέλει να της φέρει πίσω τα χρήματα. Εκείνη απάντησε «Ναι» και πως επιθυμεί να τα λάβει την επόμενη ημέρα. Την επόμενη ημέρα το απόγευμα όμως εκείνος επισκέφθηκε τον σύζυγό της στην εργασία του και άρχισαν να συζητούν πιο προσωπικά ζητήματα αποσκοπώντας στο να χτίσει μια πιο φιλική σχέση μαζί του για να μπορέσει να συνεχίσει τη συναλλαγή με εκείνον απευθείας. Κανόνισαν μέσα στις επόμενες ημέρες να μεταβεί στο γραφείο του εκ νέου για να πάρει κι άλλα χρήματα με την υπόσχεση ότι έτσι θα ολοκληρωθεί η συναλλαγή που βρίσκονταν σε εκκρεμότητα. “Τελικά η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 5/7/2021. Πήγε στην επιχείρησή του εκείνος με τη γυναίκα του και παρέλαβε 45.000 ευρώ από τον σύζυγο μου. Έφυγαν με τα χρήματα με την πρόφαση ότι θα επιστρέψουν σε πέντε λεπτά μέχρι να πάνε στο αυτοκίνητο να φέρουν τις λίρες, γεγονός που δε συνέβη ποτέ” αναφέρει η καταγγέλλουσα.
Μέσα στις επόμενες ημέρες, σύμφωνα πάντα με την παθούσα, ακολούθησαν τηλεφωνικές επικοινωνίες με το μέλος της οικογένειας των Ρομά, με ένταση και καβγάδες. Ύστερα από μεγάλη πίεση απο τη δική της πλευρά να δοθεί λύση, ο Β. φέρεται να της πρότεινε να συναντηθούν να συζητήσουν «γιατί κάτι έχει να της προτείνει».
Έτσι, στις 11/7/2021 η καταγγέλλουσα επισκέφτηκε με το σύζυγό της το σπίτι του Β εκ νέου. Εκεί τους είπε ότι δε μπορεί πλέον να τους δώσει τα 100.000 ευρώ γιατί δεν τα έχει, εξηγώντας πως είχε να πληρώσει επιταγές. Είπε πως τις λίρες τις πούλησε αλλού ενώ είχε πάνω στο τραπέζι πλάκες χρυσού που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, αντιστοιχούσαν σε 135.000 ευρώ. Πρότεινε δε στο ζευγάρι να του δώσουν άλλα 35.000 ευρώ και να πάρουν τις πλάκες χρυσού ώστε να κλείσει την υπόθεση.
«Ο σύζυγός μου είπε τότε ότι δεν επιθυμεί να παραλάβει τις πλάκες, αλλά ούτε και λίρες θέλει πλέον αλλά μόνο να του επιστραφούν τα χρήματα μας. Εφόσον εκείνος είπε ότι δεν μπορούσε να μας επιστρέψει τα χρήματα άμεσα, ο σύζυγός μου του ζήτησε να υπογράψουμε ένα συμβόλαιο ότι μας οφείλει αυτά τα χρήματα, όπως και κάναμε την επόμενη ημέρα. Μετά από αυτή τη συνάντηση ο σύζυγος μου δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να συμμετάσχει πλέον σε οποιαδήποτε συζήτηση μαζί τους και καθιστά εμένα υπεύθυνη να πάρω πίσω τα χρήματά μας».
Την επόμενη ημέρα ακολούθησε νέα συνάντηση και η υπογραφή ενός ιδιωτικού συμφωνητικού χρέους που έδινε στον Β. ένα μήνα περιθώριο να εξοφλήσει το ποσό, το οποίο φέρει σφραγίδα και από ΚΕΠ για το γνήσιο της υπογραφής. Όμως η ημερομηνία αποπληρωμής του ποσού παρήλθε και ο Β δεν απαντούσε στα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα της καταγγέλλουσας.
«Μετά από αρκετές ημέρες επίμονων τηλεφωνημάτων απάντησε και πρότεινε να συναντηθούμε γιατί έχει σκεφτεί μια λύση. Συναντηθήκαμε περίπου στα τέλη Αυγούστου. Μου είπε ότι πήγαν πολύ στραβά τα πράγματα, ότι έγινε μπέρδεμα καθώς άλλα είχε συζητήσει με μένα, άλλα με το σύζυγό μου και άλλα συνεννοήθηκε εκείνος με τα αδέρφια του οι οποίοι είναι όλοι μια ομάδα σε ότι κάνουν και διάφορες άλλες δικαιολογίες. Είπε επίσης ότι αν θέλω να πάρω τα χρήματα μόνο μια λύση υπάρχει, να βρω και να του δώσω άλλα 50.000 ευρώ για να κλείσει η συμφωνία γιατί πλέον αυτή τη συμφωνία έχει κάνει με τα αδέρφια του και δε μπορεί να εκτεθεί πάλι στα μάτια τους» συνεχίζει η παθούσα στην καταγγελία της.
Τα τυλιγμένα σε μονωτική 20λεπτα
Σε μια ύστατη προσπάθειά της να κλείσει την επώδυνη αυτή συναλλαγή και την τραυματική εμπειρία που είχε υποστεί, δέχθηκε, σύμφωνα με τα λεγόμενα της, να συναντηθούν εκ νέου στο σπίτι του Β. στα τέλη Αυγούστου.
«Του ξεκαθάρισα πως αν δεν παραλάβω αυτά που μου οφείλει θα φύγω, πως δεν θα ξαναπάρει χρήματα χωρίς να δώσει πρώτα τις λίρες που είχαμε συμφωνήσει. Ενώ είχαμε συνεννοηθεί οτι θα με περιμένει στο σπίτι του με τη σύζυγό του όπως συνήθως, αυτή τη φορά δεν βρισκόταν εκεί η σύζυγός του αλλά δύο από τα αδέρφια του, μαζί και η σύντροφος του ενός, γνωστό μοντέλο και πρώην εστεμμένη καλλιστείων όπως και μια φίλη της. Με ρώτησε που έχω τα χρήματα και του είπα στο αυτοκίνητο. Μου ζήτησε να μεταβώ με το αυτοκίνητο σ’ ένα άλλο σημείο όπου υποτίθεται ότι είχε τις λίρες, πήγα, μου παρέδωσε ένα τσαντάκι και εγώ του έδωσα άλλες €43.000 και στην προσπάθειά του να με απομακρύνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από το σημείο μου είπε αγχωμένος πάρτα και φύγε γρήγορα. Σε πολύ κοντινό σημείο ήταν ένα αυτοκίνητο με τα αδέρφια του. Όταν έφτασα στο σπίτι μου διαπίστωσα ότι αντί για λίρες είχα παραλάβει ένα τσαντάκι γεμάτο με 20 λεπτα τυλιγμένα με μονωτική ταινία σε φυσίγγια τόσο σφιχτά που ούτε με μαχαίρι δε μπορούσα να τα κόψω. Το τσαντάκι με τα κέρματα το έπιασε με γυμνά χέρια και είναι γεμάτο με δακτυλικά αποτυπώματα».
Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ο Β, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς της παθούσας, δεν απαντούσε στο τηλέφωνο και στη συνέχεια άλλαξε αριθμό.
«Όταν τελικά κατάφερα να μιλήσω μαζί του μου είπε μεταξύ άλλων ότι εκείνοι κατατάσσουν τους ανθρώπους σε τρεις κατηγορίες: Στους πολιτικούς τους οποίους σέβονται και στηρίζουν, τους ομοίους τους με τους οποίους ισχύει ο λόγος τους ως συμβόλαιο γιατί αλλιώς βγαίνουν τα πιστόλια και όλους τους υπόλοιπους που αποτελούν τη λεία τους, τα θύματα τους από τα οποία αντλούν χρήματα, ότι το κάνουν επαγγελματικά. Είπε επίσης ότι για μένα θα κάνει μια εξαίρεση και ότι θα λήξει την υπόθεση φιλικά ενώ αρχικά είχε πρόθεση να με εξαπατήσει. Και τέλος, να μην κάνω οποιαδήποτε κίνηση να διεκδικήσω τα χρήματά μου στα δικαστήρια γιατί το συμβόλαιο που έχουμε υπογράψει δεν έχει καμία αξία καθώς δεν έχει τίποτα στο όνομά του και ότι έχει κάνει οκτώ χρόνια φυλακή για απάτες» καταλήγει η παθούσα στην καταγγελία της.
Πλέον την υπόθεση έχει αναλάβει μεγάλο δικηγορικό γραφείο της Αθήνας ενώ τα στοιχεία που έχει στην διάθεσή της η καταγγέλλουσα πρόκειται να κατατεθούν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής τις προσεχείς ημέρες.
«''Σε εμπιστεύομαι'', του απάντησα, διότι ό,τι συναλλαγή έχω δει να κάνει στο παρελθόν έγινε σωστά. Μου έδωσε 50 λίρες να να ελέγξω τη γνησιότητά τους και έπειτα έφυγα» προσθέτει.
Μετά τη συνάντησή τους η παθούσα επέστρεψε στο σπίτι της και αφηγήθηκε στον σύζυγό της την ιστορία. Του έδωσε τις λίρες να τις ελέγξει, κάτι που ο σύζυγος της έκανε τις επόμενες ημέρες και τις βρήκε γνήσιες.
Στη συνέχεια μίλησαν με τον Β. στο τηλέφωνο και του είπαν ότι συμφωνούν να προχωρήσουν σε αγορά χρυσών λιρών για περίπου 50.000 ευρώ. Στις 25 Ιουνίου 2021 μετέβησαν στο σπίτι του μέλους της εν λόγω οικογένειας Ρομά όπου εκείνος τους περίμενε μαζί με τη σύζυγό του. Αφού συζήτησαν κατέληξαν στην τιμή αγοράς ανά χρυσή λίρα.
«Δώσαμε 55.000 ευρώ χωρίς να πάρουμε όμως λίρες, με τη δικαιολογία ότι είχε πακετάρει κομμάτια που αντιστοιχούν σε 200.000 ευρώ γιατί ''νόμιζε'' ότι θα έρθουμε με περισσότερα χρήματα'' αναφέρει η παθούσα στην καταγγελία της και προσθέτει: ''Πρότεινε στον σύζυγο μου να τις πάρει όλες, τις υποτιθέμενες πακεταρισμένες λίρες που αντιστοιχούν σε 200.000 ευρώ (τις όποιες δεν είδαμε φυσικά) και εκείνος απάντησε ότι δεν επιθυμώ να προβώ σε μια τόση μεγάλη συναλλαγή και να αναλάβω τέτοια ευθύνη, θέλω μέχρι το ποσό των χρημάτων που διαθέτω. Οπότε εκείνος κράτησε τα χρήματα και είπε ότι το βράδυ θα φέρει ο ίδιος τις λίρες. Έφερε όμως μόνο πέντε λίρες και όταν διαμαρτυρήθηκα μου απάντησε έκπληκτος ότι νόμιζε ότι δεν τα θέλουμε όλα αλλά θα τα παραλαμβάνουμε λίγα λίγα από τον ίδιο».
Αργότερα, το ίδιο βράδυ, η πρώην αιρετή τηλεφώνησε στον Β. για να του εκφράσει την δυσαρέσκεια της από τη συναλλαγή και τότε εκείνος την ρώτησε αν θέλει να της φέρει πίσω τα χρήματα. Εκείνη απάντησε «Ναι» και πως επιθυμεί να τα λάβει την επόμενη ημέρα. Την επόμενη ημέρα το απόγευμα όμως εκείνος επισκέφθηκε τον σύζυγό της στην εργασία του και άρχισαν να συζητούν πιο προσωπικά ζητήματα αποσκοπώντας στο να χτίσει μια πιο φιλική σχέση μαζί του για να μπορέσει να συνεχίσει τη συναλλαγή με εκείνον απευθείας. Κανόνισαν μέσα στις επόμενες ημέρες να μεταβεί στο γραφείο του εκ νέου για να πάρει κι άλλα χρήματα με την υπόσχεση ότι έτσι θα ολοκληρωθεί η συναλλαγή που βρίσκονταν σε εκκρεμότητα. “Τελικά η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 5/7/2021. Πήγε στην επιχείρησή του εκείνος με τη γυναίκα του και παρέλαβε 45.000 ευρώ από τον σύζυγο μου. Έφυγαν με τα χρήματα με την πρόφαση ότι θα επιστρέψουν σε πέντε λεπτά μέχρι να πάνε στο αυτοκίνητο να φέρουν τις λίρες, γεγονός που δε συνέβη ποτέ” αναφέρει η καταγγέλλουσα.
Μέσα στις επόμενες ημέρες, σύμφωνα πάντα με την παθούσα, ακολούθησαν τηλεφωνικές επικοινωνίες με το μέλος της οικογένειας των Ρομά, με ένταση και καβγάδες. Ύστερα από μεγάλη πίεση απο τη δική της πλευρά να δοθεί λύση, ο Β. φέρεται να της πρότεινε να συναντηθούν να συζητήσουν «γιατί κάτι έχει να της προτείνει».
Έτσι, στις 11/7/2021 η καταγγέλλουσα επισκέφτηκε με το σύζυγό της το σπίτι του Β εκ νέου. Εκεί τους είπε ότι δε μπορεί πλέον να τους δώσει τα 100.000 ευρώ γιατί δεν τα έχει, εξηγώντας πως είχε να πληρώσει επιταγές. Είπε πως τις λίρες τις πούλησε αλλού ενώ είχε πάνω στο τραπέζι πλάκες χρυσού που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, αντιστοιχούσαν σε 135.000 ευρώ. Πρότεινε δε στο ζευγάρι να του δώσουν άλλα 35.000 ευρώ και να πάρουν τις πλάκες χρυσού ώστε να κλείσει την υπόθεση.
«Ο σύζυγός μου είπε τότε ότι δεν επιθυμεί να παραλάβει τις πλάκες, αλλά ούτε και λίρες θέλει πλέον αλλά μόνο να του επιστραφούν τα χρήματα μας. Εφόσον εκείνος είπε ότι δεν μπορούσε να μας επιστρέψει τα χρήματα άμεσα, ο σύζυγός μου του ζήτησε να υπογράψουμε ένα συμβόλαιο ότι μας οφείλει αυτά τα χρήματα, όπως και κάναμε την επόμενη ημέρα. Μετά από αυτή τη συνάντηση ο σύζυγος μου δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να συμμετάσχει πλέον σε οποιαδήποτε συζήτηση μαζί τους και καθιστά εμένα υπεύθυνη να πάρω πίσω τα χρήματά μας».
Την επόμενη ημέρα ακολούθησε νέα συνάντηση και η υπογραφή ενός ιδιωτικού συμφωνητικού χρέους που έδινε στον Β. ένα μήνα περιθώριο να εξοφλήσει το ποσό, το οποίο φέρει σφραγίδα και από ΚΕΠ για το γνήσιο της υπογραφής. Όμως η ημερομηνία αποπληρωμής του ποσού παρήλθε και ο Β δεν απαντούσε στα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα της καταγγέλλουσας.
«Μετά από αρκετές ημέρες επίμονων τηλεφωνημάτων απάντησε και πρότεινε να συναντηθούμε γιατί έχει σκεφτεί μια λύση. Συναντηθήκαμε περίπου στα τέλη Αυγούστου. Μου είπε ότι πήγαν πολύ στραβά τα πράγματα, ότι έγινε μπέρδεμα καθώς άλλα είχε συζητήσει με μένα, άλλα με το σύζυγό μου και άλλα συνεννοήθηκε εκείνος με τα αδέρφια του οι οποίοι είναι όλοι μια ομάδα σε ότι κάνουν και διάφορες άλλες δικαιολογίες. Είπε επίσης ότι αν θέλω να πάρω τα χρήματα μόνο μια λύση υπάρχει, να βρω και να του δώσω άλλα 50.000 ευρώ για να κλείσει η συμφωνία γιατί πλέον αυτή τη συμφωνία έχει κάνει με τα αδέρφια του και δε μπορεί να εκτεθεί πάλι στα μάτια τους» συνεχίζει η παθούσα στην καταγγελία της.
Τα τυλιγμένα σε μονωτική 20λεπτα
Σε μια ύστατη προσπάθειά της να κλείσει την επώδυνη αυτή συναλλαγή και την τραυματική εμπειρία που είχε υποστεί, δέχθηκε, σύμφωνα με τα λεγόμενα της, να συναντηθούν εκ νέου στο σπίτι του Β. στα τέλη Αυγούστου.
«Του ξεκαθάρισα πως αν δεν παραλάβω αυτά που μου οφείλει θα φύγω, πως δεν θα ξαναπάρει χρήματα χωρίς να δώσει πρώτα τις λίρες που είχαμε συμφωνήσει. Ενώ είχαμε συνεννοηθεί οτι θα με περιμένει στο σπίτι του με τη σύζυγό του όπως συνήθως, αυτή τη φορά δεν βρισκόταν εκεί η σύζυγός του αλλά δύο από τα αδέρφια του, μαζί και η σύντροφος του ενός, γνωστό μοντέλο και πρώην εστεμμένη καλλιστείων όπως και μια φίλη της. Με ρώτησε που έχω τα χρήματα και του είπα στο αυτοκίνητο. Μου ζήτησε να μεταβώ με το αυτοκίνητο σ’ ένα άλλο σημείο όπου υποτίθεται ότι είχε τις λίρες, πήγα, μου παρέδωσε ένα τσαντάκι και εγώ του έδωσα άλλες €43.000 και στην προσπάθειά του να με απομακρύνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από το σημείο μου είπε αγχωμένος πάρτα και φύγε γρήγορα. Σε πολύ κοντινό σημείο ήταν ένα αυτοκίνητο με τα αδέρφια του. Όταν έφτασα στο σπίτι μου διαπίστωσα ότι αντί για λίρες είχα παραλάβει ένα τσαντάκι γεμάτο με 20 λεπτα τυλιγμένα με μονωτική ταινία σε φυσίγγια τόσο σφιχτά που ούτε με μαχαίρι δε μπορούσα να τα κόψω. Το τσαντάκι με τα κέρματα το έπιασε με γυμνά χέρια και είναι γεμάτο με δακτυλικά αποτυπώματα».
Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ο Β, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς της παθούσας, δεν απαντούσε στο τηλέφωνο και στη συνέχεια άλλαξε αριθμό.
«Όταν τελικά κατάφερα να μιλήσω μαζί του μου είπε μεταξύ άλλων ότι εκείνοι κατατάσσουν τους ανθρώπους σε τρεις κατηγορίες: Στους πολιτικούς τους οποίους σέβονται και στηρίζουν, τους ομοίους τους με τους οποίους ισχύει ο λόγος τους ως συμβόλαιο γιατί αλλιώς βγαίνουν τα πιστόλια και όλους τους υπόλοιπους που αποτελούν τη λεία τους, τα θύματα τους από τα οποία αντλούν χρήματα, ότι το κάνουν επαγγελματικά. Είπε επίσης ότι για μένα θα κάνει μια εξαίρεση και ότι θα λήξει την υπόθεση φιλικά ενώ αρχικά είχε πρόθεση να με εξαπατήσει. Και τέλος, να μην κάνω οποιαδήποτε κίνηση να διεκδικήσω τα χρήματά μου στα δικαστήρια γιατί το συμβόλαιο που έχουμε υπογράψει δεν έχει καμία αξία καθώς δεν έχει τίποτα στο όνομά του και ότι έχει κάνει οκτώ χρόνια φυλακή για απάτες» καταλήγει η παθούσα στην καταγγελία της.
Πλέον την υπόθεση έχει αναλάβει μεγάλο δικηγορικό γραφείο της Αθήνας ενώ τα στοιχεία που έχει στην διάθεσή της η καταγγέλλουσα πρόκειται να κατατεθούν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής τις προσεχείς ημέρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου