ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ - ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ : Η δίωξη της Εφημερίδας «Ο Απόλλων» - Έργα και ημέρες της αυταρχικής διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Η δίωξη της Εφημερίδας «Ο Απόλλων» - Έργα και ημέρες της αυταρχικής διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια



Το καλοκαίρι του 1830 ο Αναστάσιος Πολυζωίδης επέστρεψε στην Ελλάδα, υστέρα από συμπληρωματικές σπουδές δύο χρόνων περίπου στο εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης είχε διαδραματίσει δευτερεύοντα ρόλο, τώρα όμως ένοιωθε αρκετά ικανός για ουσιαστικότερη παρουσία στο ελεύθερο πια κράτος. Η πολιτική κατάσταση στο μεταξύ είχε αλλάξει: το σύνταγμα της Τροιζήνας, στη σύνταξη του όποιου και ο ίδιος συνέβαλε, είχε ανασταλεί και όλη η εξουσία βρισκόταν στα χέρια του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.



Αναστάσιος Πολυζωίδης

Ο Πολυζωίδης, σαν φιλελεύθερος, ανήκε ιδεολογικά στην αντιπολίτευση. Παρόλα αυτά θέλησε να υπηρετήσει κάτω από τις διαταγές του Κυβερνήτη, τον όποιο σεβόταν και ευγνωμονούσε για τη χρηματική ενίσχυση των σπουδών του. Στην αρχή προσπάθησε να καταλάβει υπεύθυνη θέση στον κρατικό μηχανισμό, αλλά οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Οι θέσεις που του πρόσφερε η Κυβέρνηση έθιγαν, κατά τη γνώμη του, τη φιλοτιμία του και, το σπουδαιότερο, δεν του παρείχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει γόνιμα όσα έμαθε σπουδάζοντας τόσα χρόνια. Η πεποίθηση ότι σαν πνευματικός άνθρωπος είχε υψηλότερη αποστολή τον ώθησε στην απόρριψή τους. Συγχρόνως άλλη απογοήτευση περίμενε τον νεαρό διανοούμενο: η επιθυμία του να εκδώσει μετάφραση της Πολιτικής Οικονομίας του Ιωσήφ Δροζίου δεν έγινε ευνοϊκά δεχτή από τον Κυβερνήτη, ο όποιος θεώρησε τους Έλληνες ανώριμους ακόμη για να ωφεληθούν από το έργο αυτό. Η δημοσιογραφία πρόβαλε τότε στον Πολυζωίδη σαν το μόνο μέσο αξιόλογης προσφοράς στους συμπολίτες του. Στην απόφασή του αυτή θα παρακινήθηκε ασφαλώς από τους αντιπολιτευόμενους την Κυβέρνηση φίλους του και ιδιαίτερα από τον παλιό του προστάτη Αλ. Μαυροκορδάτο. Οι τελευταίοι επιθυμούσαν να καλύψουν το κενό που άφησε, ύστερα από τη δίωξή της, η ανεξάρτητη εφημερίδα «Η Ηώς» του Εμμ. Άντωνιάδη.

Ο Πολυζωίδης γνωστοποίησε την έκδοση της εφημερίδας του «Ο Απόλλων» με την προκήρυξη της 13 Δεκεμβρίου 1830. Σ’ αυτή τόνιζε την ιερή αποστολή του τύπου: ότι είναι φύλακας όλων των ελευθεριών και ότι συμβάλλει ουσιαστικά στο φωτισμό του έθνους. Υποσχέθηκε την καταχώριση ειδήσεων από το εξωτερικό και διακήρυξε την αμετάτρεπτη απόφασή του να υπηρετήσει, μέσα στα όρια του νόμου και χωρίς καμιά παρέκκλιση η συγκατάβαση, την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.

Τα πρώτα αντίτυπα της προκήρυξης στάλθηκαν στον Γραμματέα της Δημόσιας Παιδείας Ν. Χρυσόγελο για να παραδοθούν στον Κυβερνήτη, ο όποιος ετοιμαζόταν τότε να αναχωρήσει από το Ναύπλιο. Η ενέργεια αυτή δεν σήμαινε αίτηση επίσημης άδειας για την έκδοση, αλλά αποτελούσε απλή γνωστοποίηση και πρόσκληση συνδρομής.

Ο Πολυζωίδης γνώριζε καλά ότι σύμφωνα με τις αρχές των επαναστατικών Εθνοσυνελεύσεων, οι όποιες αποτέλεσαν τις συνταγματικές βάσεις της Κυβέρνησης Ιω. Καποδίστρια και τις όποιες αναγνώρισε χωρίς τροποποιήσεις η Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829), ο εκδότης ενός εντύπου δεν υπέκειτο σε κανένα περιορισμό παρά μόνο στην τήρηση των έξης όρων: να σεβαστή τη χριστιανική θρησκεία και τις αρχές της ηθικής· να αποφύγει κάθε προσωπική ύβρη και συκοφαντία. Κατά συνέπεια η άδεια ήταν περιττή και αν τυχόν η Κυβέρνηση διεκδικούσε το δικαίωμα συγκατάθεσης ή άρνησης στην έκδοση μιας εφημερίδας, θα ενεργούσε αντίθετα προς τη συνταγματική διάταξη που όριζε τον τύπο ανεξάρτητο. Εξ άλλου είχε ήδη εκδοθεί η «Ηώς» χωρίς να χρειαστεί κυβερνητική άδεια.

Ο Κυβερνήτης έλαβε την προκήρυξη του «Απόλλωνα» μετά την αναχώρησή του από το Ναύπλιο (20 Δεκ. 1830) και ενώ βρισκόταν στην Αίγινα. Ερμηνεύοντας την αποστολή της προκήρυξης σαν αίτηση άδειας για την έκδοση και μη θέλοντας να συγκατατεθεί στην έκδοση νέας εφημερίδας πριν γνωρίσει «περί της ύλης και τον σκοπού αυτής», διέταξε τον Γραμματέα της Επικράτειας να πληροφορήσει τον Πολυζωίδη ότι θα λάβει απάντηση στο αίτημά του μόλις ο ίδιος θα επέστρεφε στο Ναύπλιο. Μέχρι τότε όμως απαγορευόταν η έκδοση και ο αρμόδιος Πολιτικός Διοικητής Ναυπλίας θα έπρεπε να λάβει τις σχετικές οδηγίες.




Καποδίστριας Βιάρος

Το πρώτο φύλλο του «Απόλλωνα» θα κυκλοφορούσε, σύμφωνα με την προκήρυξη, την 1 Ιανουαρίου 1831. Τρεις ημέρες ενωρίτερα ο Διοικητής Ναυπλίας κάλεσε τον Πολυζωίδη και μάταια προσπάθησε να τον πείσει ή να παραιτηθεί από το εγχείρημα ή να αναβάλει την έκδοση ως την επιστροφή του Κυβερνήτη. Ούτε η επέμβαση του Βιάρου Καποδίστρια, Γραμματέα των Ναυτικών και προσωρινά της Δικαιοσύνης, υπήρξε περισσότερο επιτυχής.

Ο Πολυζωίδης απάντησε αποστομωτικά σ’ όλα τα επιχειρήματα που ο Βιάρος πρόβαλε για να αποτρέψει την έκδοση του «Απόλλωνα». Συγχρόνως δεν παρέλειψε να υπενθύμιση τα δικαιώματα που του παρείχαν οι νόμοι, καθώς και το χρέος που ανέλαβε προς το κοινό, αφού οι συνδρομητές της εφημερίδας ξεπερνούσαν ήδη τους εξακόσιους. Χωρίς αποτέλεσμα στάθηκε και η μεσολάβηση του γερουσιαστή Γ. Αΐνιάνα.

Την 1 Ιανουαρίου 1831 ο Διοικητής Ναυπλίας έστειλε τον αστυνόμο και στρατιώτες στο τυπογραφείο Εμμ. Αντωνιάδη, όπου θα τυπωνόταν η νέα εφημερίδα. Στην ερώτηση του αστυνόμου αν έχει κυβερνητική άδεια για την έκδοση, ο Πολυζωίδης απάντησε ότι «το Σύνταγμα του Έθνους μας μοι δίδει την άδειαν». Τότε ο αστυνόμος διέταξε να ανασταλεί η εκτύπωση ωσότου υπάρξει νεώτερη διαταγή, ενώ ο Τοποτηρητής της Εθν. Τυπογραφίας μέτρησε 608 φύλλα μισοτυπωμένα. Ο Πολυζωίδης πείστηκε να θεωρήσει προσωρινή την αναστολή, γιατί, όπως τον διαβεβαίωσε πρώτα ο αστυνόμος και στη συνέχεια ο Διοικητής, ο ταχυδρόμος που στάλθηκε ακριβώς για την υπόθεση αυτή δεν θα αργούσε να φέρει τις εντολές του Κυβερνήτη.

Συμφωνήθηκε λοιπόν, μέχρι να φτάσει ο ταχυδρόμος, ο Διοικητής να μην ενοχλήσει πλέον το τυπογραφείο και ο Πολυζωίδης να μην προχωρήσει στην εκτύπωση. Όμως την επομένη ο Διοικητής διέταξε την κατάσχεση της εφημερίδας. Ο αστυνόμος με δυο μάρτυρες και τον γραμματέα του ήλθε και πάλι στο τυπογραφείο Αντωνιάδη και ενώ απουσίαζε ο Πολυζωίδης, ο όποιος αρνήθηκε να παρευρεθεί, προχώρησε στην κατάσχεση 608 φύλλων μισοτυπωμένων και 3 με διορθώσεις. Αφού τυπώθηκε ένα ολόκληρο φύλλο, ο αστυνόμος διέταξε τη διάλυση των στοιχείων τα υπόλοιπα φύλλα σφραγίστηκαν και μεταφέρθηκαν στην άστυνομία. Το φύλλο που κατασχέθηκε περιείχε έκθεση των πολιτικών γεγονότων στην Ευρώπη από τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση ως τα τελευταία γεγονότα της Πολωνίας, καθώς και λόγους επίσημων ανδρών που εκφωνήθηκαν στα κοινοβούλια της Γαλλίας και της Αγγλίας τους τελευταίους μήνες του 1830.

Με δύο επιστολές του, στις 4 και 8 Ιανουαρίου 1831, ο Πολυζωίδης διαμαρτυρήθηκε στον Βιάρο Καποδίστρια για την ενέργεια του Διοικητή, ο όποιος αθέτησε την υπόσχεσή του, καθώς και για την καταπάτηση των συνταγματικών δικαιωμάτων του. Παράλληλα ζήτησε από την Κυβέρνηση να αποσαφηνίσει τη θέση της στο θέμα που προέκυψε, άλλα μάταια περίμενε απάντηση. Δεν γνώριζε βέβαια ο συντάκτης ότι ο ίδιος ο Κυβερνήτης είχε διατάξει το διωγμό του. Αντίθετα στις διαμαρτυρίες του υπάρχει διάχυτη η ελπίδα ότι η σύνεση του αρχηγού του κράτους δεν θα επιτρέψει την παράβαση θεμελιωδών διατάξεων, τις όποιες εψήφισαν οι Εθνοσυνελεύσεις.

Στις 10 Ιανουαρίου 1831 ο Πολυζωίδης διαμαρτυρήθηκε στη Γερουσία και υπενθύμισε το χρέος που με όρκο είχαν αναλάβει οι περισσότεροι Γερουσιαστές, όταν έλαβαν μέρος στις Εθνοσυνελεύσεις, να υπερασπίζουν τις συνταγματικές αρχές και μάλιστα την ελευθεροτυπία, «τον στοιχειωδέστερον Νόμον, την ψυχήν τον Συντάγματος . . .». Στέλνοντας αντίγραφα της παραπάνω διαμαρτυρίας στον Γραμματέα της Επικρατείας και στον Προσωρινό Γραμματέα της Δικαιοσύνης, ο Πολυζωίδης δεν παρέλειψε να τονίσει την αδιαφορία την οποία σαν μέλη της Κυβέρνησης έδειξαν κατά την παράνομη αυτή άσκηση βίας. Στις διαμαρτυρίες αυτές απάντησε μόνο ο Γραμματέας της Επικράτειας Ν. Σπηλιάδης: προσκάλεσε τον Πολυζωίδη και του συνέστησε υπομονή ως την επιστροφή του Κυβερνήτη.

Στο μεταξύ ο Καποδίστριας πληροφορήθηκε στην Αίγινα τα όσα συνέβησαν από αναφορά του Διοικητή Ναυπλίας. Επειδή ο Διοικητής ζήτησε έγκριση των ενεργειών του, ο Κυβερνήτης διαβίβασε την αναφορά του στη Γραμματεία της Επικρατείας, αφού στο νώτο, με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου 1831, υπαγόρευσε και υπέγραψε τα ακόλουθα: «εγκρίνονται τα πραχθέντα του Δ(ιοικητου) και ο Γραμ(ματεύς) της Επικράτειας να τον ειδοποίηση αυτό τούτο».



Προσωπογραφία Ιωάννη Καποδίστρια, Γεράσιμος Πιτζαμάνος, Ελαιογραφία σε χαρτόνι, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Η απόφαση του Ιω. Καποδίστρια να απαγορεύσει την έκδοση του «Απόλλωνα» δεν θεμελιωνόταν σε κανένα νόμο. Γι’ αυτό θεωρήθηκε σαν προσβολή κατά του «Παλλαδίου τον Έθνους, της ελευθεροτυπίας» και συγκίνησε την κοινή γνώμη, η όποια, αν και βρισκόταν στη διαμόρφωσή της τότε, είχε την ικανότητα να διακρίνει ότι διακυβεύονταν θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις. Οι πολιτικές απόψεις του Κυβερνήτη δεν συμφωνούσαν ασφαλώς με τις δημοκρατικές αρχές των επαναστατικών συνταγμάτων. Οι πεποιθήσεις του αυτές ενισχύθηκαν, όταν, φθάνοντας στην Ελλάδα, αντίκρισε την οδυνηρή κατάσταση της χώρας. Από την αρχή τόνισε ότι μόνο μια κυβέρνηση με ευρύτερες δικαιοδοσίες θα μπορούσε να προχωρήσει στην αναδιοργάνωση του κράτους. Αν και επέτυχε, με τη διάλυση της Βουλής, να συγκέντρωση όλη την εξουσία στα χέρια του, λόγοι πολιτικής τον ανάγκασαν να στηρίξει το προσωρινό του καθεστώς στο σύνταγμα της Τροιζήνας και πάντοτε κατέβαλε ιδιαίτερες φροντίδες για να δικαιολογεί τις παραβάσεις ή παρεκκλίσεις από τις συνταγματικές διατάξεις.

Με κατάλληλες ενέργειες, αμέσως μετά την άφιξή του, είχε επιτύχει να καταστήσει τον τύπο μονοπώλιο της Κυβέρνησης. Όταν, στις αρχές του 1830, κυκλοφόρησε η «Ηώς» η ανεξάρτητη και με φιλελεύθερες αρχές εφημερίδα του Εμμ. Αντωνιάδη, κινήθηκε εναντίον της ο δικαστικός μηχανισμός, που δε διακρινόταν πάντα για την ανεξαρτησία της γνώμης του. Η απροκάλυπτη όμως, στην περίπτωση του Πολυζωίδη, παραβίαση των σχετικών με την ελευθεροτυπία συνταγματικών διατάξεων, αποδεικνύει τον εκνευρισμό στον όποιο βρισκόταν ο Κυβερνήτης από την εποχή της Ιουλιανής επανάστασης.

Οι Γάλλοι είχαν και πάλι δείξει στους λαούς πως να διεκδικούν τα νόμιμα δικαιώματά τους: αλυσιδωτές υπήρξαν οι επαναστάσεις σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Η ανανέωση αυτή του επαναστατικού πνεύματος δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει και τους Έλληνες.

Κατανοώντας τούτο ο Κυβερνήτης θέλησε με τον περιορισμό της ελευθερίας του τύπου όχι μόνο να αποφύγει τον έλεγχο των πράξεων του, αφού οι αρχές του εκδότη και ο σύνδεσμός του με την αντιπολίτευση δεν άφηναν καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, άλλα και να αποκλείσει τη διάδοση ειδήσεων που αναφέρονταν στη γενική τότε εναντίον των αυταρχικών καθεστώτων εξέγερση των λαών της Ευρώπης. Οι ειδήσεις αυτές θα ενίσχυαν ιδεολογικά την αντιπολίτευση, ενώ συγχρόνως θα δυσαρεστούσαν τον Ρώσο αντιπρόσωπο στην Ελλάδα, αφού η ίδια η Ρωσία αγωνιζόταν τότε να καταπνίξει την επανάσταση των Πολωνών.

Η σύγχρονη εξ άλλου εξέγερση των Μανιατών στην Τζίμοβα και το Λιμένι ενίσχυσε τους φόβους του Κυβερνήτη, ο όποιος έβλεπε τον όλεθρο της Ελλάδας, αν συνέβαινε αναταραχή στο εσωτερικό. Φαίνεται όμως ότι οι αρχικοί του φόβοι ήταν υπερβολικοί, ενώ η τακτική που ακολουθούσε δεν απέτρεπε, αλλά, αντίθετα, έκανε αναπόφευκτη τη βίαιη σύγκρουση με την αντιπολίτευση.

Ήταν οπωσδήποτε υπερβολικά όσα ο Κυβερνήτης έγραφε στις 27 Ιανουαρίου 1831 προς τον πρίγκιπα Σούτσο, ότι δηλ. απαγόρευσε την έκδοση της νέας εφημερίδας, επειδή «έμελλε να κηρύξει την αποστασία εις όλας τας επαρχίας». Την εποχή αυτή ο Πολυζωίδης δεν είχε καμιά πρόθεση να κηρύξει επανάσταση, αλλά σαν ελεύθερος πολίτης διεκδικούσε το αναφαίρετο δικαίωμα να συντέλεση νόμιμα και όσο μπορούσε στην επίλυση των μεγάλων προβλημάτων του έθνους. Ο Ιω. Καποδίστριας, προσηλωμένος μόνο στο δικό του όραμα για το μέλλον της Ελλάδας και κατανοώντας καλά τις μεγάλες του υπηρεσίες στην ανόρθωση της χώρας, αρνιόταν επίμονα να συμμεριστεί τις ανησυχίες ανθρώπων όπως ο Πολυζωίδης – γι’ αυτόν ήταν απλώς «φυλλαδιογράφοι ή ερασταί της εφημεριδογραφίας» και νέοι «ερχόμενοι εις την Ελλάδα με τα εξωτερικά μαθήματα».

Αλλά ο Πολυζωίδης ανησυχούσε, γιατί νόμιζε ότι ο Κυβερνήτης κινιόταν σ’ ένα κόσμο ιδεών τελείως διαφορετικό από τους δημοκρατικούς στόχους που έθεσε η Επανάσταση του 1821. Από πεποίθηση συνταγματικός πίστευε ότι μόνο ένα πολίτευμα σαν της Γαλλίας ή της Αγγλίας, δηλ. η συνταγματική μοναρχία, παρείχε ασφαλείς εγγυήσεις για την απρόσκοπτη ανέλιξη των ελεύθερων Ελλήνων. Αντίθετα η επάνοδος σε οποιαδήποτε μορφή αυθαίρετης διακυβέρνησης θα έπνιγε τη γνήσια επαναστατικότατα του λαού και έτσι θα εμπόδιζε τη δημιουργική συμμετοχή του στην οικοδόμηση του νέου κράτους. Για τον Πολυζωίδη, όπως και για πολλούς άλλους Έλληνες, το «ρωσικό» καθεστώς που δημιούργησε ο Ιω. Καποδίστριας δεν αποτελούσε πια προσωρινή λύση, αλλά καθημερινά δημιουργούσε μόνιμη κατάσταση και απειλούσε να εμποδίσει την ένταξη των Ελλήνων στον όμιλο των πολιτισμένων ευρωπαϊκών λαών.

Ευγενή συνεπώς ήταν τα κίνητρα της αντιπολιτευτικής διάθεσης του νεαρού δημοσιογράφου και την εποχή που κατασχέθηκε ο «Απόλλων» δεν τον διέκρινε η γνωστή βιαιότητα των επόμενων μηνών, προϊόν ασφαλώς των γεγονότων που μεσολάβησαν. Τρέφοντας σεβασμό στο πρόσωπο του Κυβερνήτη φιλοδοξούσε, παράλληλα με το φωτισμό των ομογενών, να υπόδειξη τις ανησυχίες ορισμένων πολιτών για το μέλλον της Ελλάδας. Αλλά η βία ήλθε να διαλύσει τις ελπίδες του. Η Κυβέρνηση, μη επιτρέποντας να ακουστή διαφορετική από την ιδική της γνώμη, ακόμη και αν εκφραζόταν νόμιμα, εξωθούσε τους διωκομένους σε ριζοσπαστικότερες αποφάσεις. Συγχρόνως στερούσε τα μέλη της από την απαραίτητη εκείνη κριτική που εμποδίζει την δημιουργία αγεφύρωτου χάσματος ανάμεσα στους κυβερνήτες και κυβερνωμένους.



                                                               Λάζαρος Κουντουριώτης

Η αντιπολίτευση, που τρεφόταν συνεχώς από τα σφάλματα της Κυβέρνησης, εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα τη νέα παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων. Ενώ στην αρχή είχε περιοριστή στην ηθική και με συνδρομές υποστήριξη του εγχειρήματος του Πολυζωίδη, τώρα εγκολπώθηκε την υπόθεση και εμφάνισε τον «Απόλλωνα» σαν σύμβολο της διωκόμενης πολιτικής ελευθερίας. Εξ άλλου τα γεγονότα της Ευρώπης είχαν ενισχύσει σημαντικά την ιδεολογική της θέση: Στη Γαλλία η Ιουλιανή επανάσταση είχε ανεβάσει στην εξουσία φιλελεύθερη Κυβέρνηση, η οποία δεν βρισκόταν πλέον κάτω από την κηδεμονία της Ρωσίας. Η πεποίθηση ότι εκτός από την Αγγλία, της οποίας η έχθρα εναντίον του Κυβερνήτη υπήρξε πάντοτε σταθερή, η Γαλλία θα έδινε τώρα την ηθική της τουλάχιστον επιδοκιμασία στην προσπάθεια για την αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, ενθάρρυνε όσο τίποτε άλλο τους αντιπολιτευόμενους και τους οδήγησε σε γενναιότερες σκέψεις. Τότε αποφασίστηκε να αναζητηθεί άλλο, με μεγαλύτερη ασφάλεια, καταφύγιο για το διωκόμενο τύπο. Η Ύδρα παρείχε τις περισσότερες εγγυήσεις, αλλά χωρίς τη συγκατάθεση των Κουντουριωτών, που ήταν η ισχυρότερη οικογένεια στο νησί, τίποτε δεν μπορούσε να επιχειρηθεί. Η περίσταση εμφανιζόταν ευνοϊκή, γιατί οι διαπραγματεύσεις της Κυβέρνησης με τα ναυτικά νησιά για το θέμα των αποζημιώσεων είχαν φθάσει σε αδιέξοδο και βάραιναν την άτμόσφαιρα.

Μια από τις πρώτες ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή έγινε στις 15 Ιανουαρίου 1831. Ο Δ. Α. Μιαούλης, γιος του ναυάρχου, γράφοντας από το Ναύπλιο στον Γ. Κουντουριώτη, εμφάνιζε την πρόσκληση της διωκόμενης τυπογραφίας στην Ύδρα σαν «επισφράγισιν όλων των ενδόξων κατορθωμάτων» του νησιού. Αλλά και ο Αλ. Μαυροκορδάτος, που βρέθηκε τις ημέρες εκείνες στην Ύδρα, δεν θα παρέλειψε να προτείνει παρόμοια. Οι Κουντουριώτες είχαν λόγους να είναι δυσαρεστημένοι με τον Κυβερνήτη, αφού και τα συμφέροντά τους είχε πλήξει και οι απόψεις του για το μέλλον της Ελλάδας δεν τους εύρισκαν πάντοτε σύμφωνους. Παρόλα αυτά δίσταζαν να δώσουν προστασία στον «Απόλλωνα» γνωρίζοντας ότι η πράξη αυτή θα τους έφερνε σε ανοιχτή ρήξη με την Κυβέρνηση.

Οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης στο Ναύπλιο και το Άργος διασκέδασαν και τους τελευταίους δισταγμούς των Κουντουριωτών. Όχι μόνον εμφάνισαν την κατάσταση στην Ευρώπη ευνοϊκή για τη διεκδίκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων, αλλά επιδέξια υπέθαλψαν τον πατριωτισμό που τόσο εύκολα καλύπτει άλλα κίνητρα. Χαρακτηριστικοί, στην περίπτωση αυτή, είναι οι λόγοι του Κ. Καρατζά. Σε επιστολή του προς τον Γ. Κουντουριώτη παρακινούσε τους Υδραίους προκρίτους να μη μείνουν απαθείς, απλοί θεατές των κατορθωμάτων των ευρωπαϊκών λαών, ούτε να ανεχτούν, ύστερα από τόσες υπηρεσίες στην πατρίδα, να τυραννιούνται, αλλά με μια ακόμη θυσία να κερδίσουν «τον στέφανον της δόξης» ως «σωτήρες τον έθνους και στηρίγματα της ελευθερίας της φιλτάτης πατρίδας». Έτσι την επιθυμία του Πολυζωίδη να εκδώσει και πάλι την εφημερίδα του, έσπευσαν να ενθαρρύνουν οι ίδιοι οι Υδραίοι προσκαλώντας τον να μεταφέρει την τυπογραφία του στο νησί τους, κάτω από την άμεση προστασία τους. Το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουάριου 1831, το τυπογραφικό υλικό του Πολυζωίδη βρισκόταν στην Ύδρα.

Στις 6 Μαρτίου 1831 ο Πολυζωίδης με νέα προκήρυξη γνωστοποίησε την επανέκδοση του «Απόλλωνα». Αφού αναφέρθηκε πρώτα στη βίαιη παύση της εφημερίδας του στο Ναύπλιο, στη συνέχεια έπλεξε το εγκώμιο των Υδραίων, οι όποιοι, θέλοντας να προστατεύσουν τα δικαιώματα των ομογενών από την αυθαιρεσία, έδωσαν άσυλο και προστασία στο διωκόμενο τύπο. Συγχρόνως υποσχέθηκε να τηρήσει τις ίδιες αρχές που διατύπωσε στην πρώτη του προκήρυξη.

Μέσα στην ανομοιογένεια της αντικαποδιστριακής παράταξης ο Πολυζωίδης αγωνίστηκε, όχι πάντοτε με επιτυχία, να διατηρήσει την ανεξαρτησία των φρονημάτων του. Η μετέπειτα πάντως στάση του απέδειξε ότι αντιμαχόμενος τον Κυβερνήτη ήταν ειλικρινής στις επιδιώξεις του και δεν χρησιμοποίησε, όπως άλλοι, τις λέξεις «σύνταγμα» και «συνελεύσις» ως «μηχανήν πολέμου».



                      Ο ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο. Ντιάνα Αντωνακάτου.



Όταν ο Κυβερνήτης πληροφορήθηκε τη νέα προκήρυξη, παράγγειλε στο Διοικητή Ύδρας και Σπετσών να εξακριβώσει αν πράγματι ο Πολυζωίδης τύπωσε στην Ύδρα το ανωτέρω πρόγραμμα· έπειτα να διαπίστωση εάν οι δημογέροντες της Ύδρας δέχονταν, με γνώση των συνεπειών, όσα ο εφημεριδογράφος διακήρυξε, ότι δηλαδή «ασφαλίζει την δημοσίευσιν της εφημερίδος του, απαγορευθείσης εις την καθέδραν της Κυβερνήσεως, υπό την προστασίαν της Κοινότητος». Έπρεπε, συγχρόνως, να γίνει σαφές στη δημογεροντία ότι η Κυβέρνηση απαγόρευε την έκδοση της εφημερίδας και στην Ύδρα, μέχρις ότου ο Πολυζωίδης, στέλνοντας το πρόγραμμά του, ζητήσει κυβερνητική άδεια.

Ο Διοικητής, πριν ακόμα λάβει τις παραπάνω διαταγές του Κυβερνήτη, είχε ενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Είχε μάλιστα ρητώς προσκαλέσει τη δημογεροντία να χρησιμοποιήσει την αστυνομική δύναμη σε περίπτωση που ο Πολυζωίδης θα επιχειρούσε την έκδοση της εφημερίδας του χωρίς κυβερνητική άδεια, «διότι το επιχείρημά του υπήρχε εναντίον των καθεστώτων και της πολιτικής κοινωνίας».

Στις 11 Μαρτίου 1831 η δημογεροντία της Ύδρας του ανέφερε ότι ο Πολυζωίδης εγκατέστησε στο νησί τυπογραφείο, εξέδωσε προκήρυξη και σε λίγο θα κυκλοφορούσε το πρώτο φύλλο του «Απόλλωνα»· ότι δεν είχε τη συγκατάθεση της Κυβέρνησης και ότι, για να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο νέας δίωξης, συγκρότησε φρουρά, στην όποια κατατάχτηκαν για τον αδρό μισθό και μερικοί από τους άνδρες της τοπικής φρουράς. Με την τελευταία παρατήρηση η δημογεροντία τόνιζε την αδυναμία της να εμποδίσει το τόλμημα του δημοσιογράφου. Ο Διοικητής, γνωστοποιώντας όλα αυτά στον Κυβερνήτη, υπέδειξε την ανάγκη να ληφθούν γρήγορα τα αναγκαία μέτρα για την κατάπαυση της «στασιώδους τούτης πράξεως».




Το πρώτο φύλλο – 11 Μαρτίου 1831 – της αντιπολιτευόμενης τον Καποδίστρια εφημερίδας «Απόλλων».




Ο Ιω. Καποδίστριας δεν θέλησε να λάβει αμέσως αυστηρά μέτρα, αν και η προστασία που χορηγήθηκε από τους Υδραίους στον τύπο θεωρήθηκε σαν αντικυβερνητική πράξη και πρώτη εναντίον του καθεστώτος φανερή ενέργεια της αντιπολίτευσης.

Όπως ο ίδιος έγραφε, τα μέτρα αυτά όχι μόνο «ήθελον περιπλέξει εις τα αυτά δεινά, τόσον τους ενόχους, ως και τους αθώους, άλλα και δεν ήθελον έχει βάσιν ακριβώς νόμιμον. Διότι δεν υπάρχει πράξις της Κυβερνήσεως ψηφίζουσα περί των καταχρήσεων της ελευθερίας του τύπου, και περί του, το όποιον είναι το μεγαλύτερον απ’ όλο, εις όσα κατέστη ένοχος ο Κύριος Πολυζωίδης, δημοσιεύων εφημερίδα, χωρίς να λάβη άδειαν της Κυβερνήσεως». Με αυτά όμως τα λόγια εκείνος ακριβώς που διέταξε την παύση του «Απόλλωνα», ομολογούσε ότι η εφημερίδα κατασχέθηκε παράνομα στο Ναύπλιο. Στο μεταξύ ο Κυβερνήτης, επιθυμώντας το νομότυπο περιορισμό της ελευθεροτυπίας, είχε ζητήσει από τη Γερουσία να ρυθμίσει με ιδιαίτερο νόμο τη συνταγματική αρχή που όριζε τον τύπο ανεξάρτητο.

Συγχρόνως ο «Απόλλων», που άρχισε να κυκλοφορεί κανονικά από τις 11 Μαρτίου 1831, εμφανίστηκε σαν όργανο της κακοβουλίας και της ιδιοτέλειας, με μοναδικό του σκοπό «να ενίσχυση την επαναστατικήν πλάνην εν μέσω των Ελλήνων».

Οι προσπάθειες της Κυβέρνησης να στέρηση τον «Απόλλωνα» από την προστασία των νησιωτών δεν κατέληξαν σε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Μόλις 40 Υδραίοι υπέγραψαν την αναφορά που προσκόμισε ειδικός κυβερνητικός εκπρόσωπος. Μ’ αυτή στιγματιζόταν η έκδοση της εφημερίδας στο νησί και τονιζόταν η ανησυχία των «φιλήσυχων και άκακων πολιτών» για τον επαπειλούμενο εμφύλιο σπαραγμό.

Επίσης οι αναφερόμενοι ζητούσαν τη μεσολάβηση της Κυβέρνησης, γιατί η ένοπλη φρουρά του Πολυζωίδη ήταν ανώτερη από τη δύναμη που διέθετε η δημογεροντία. Την ίδια τύχη είχε και η αναφορά που συνέταξε ο Διοικητής Ύδρας και Σπετσών: οι περισσότεροι Σπετσιώτες αρνήθηκαν να την υπογράψουν μη θέλοντας να καταδικάσουν τους Υδραίους για την τόλμη τους να υπερασπίσουν την ελευθεροτυπία. Δεν έλλειπαν, για εκφοβισμό, και οι φήμες ότι η Κυβέρνηση σκόπευε να λάβει μέτρα αυστηρά, αν οι Υδραίοι δεν δέχονταν να υπακούσουν στο νέο νόμο περί τύπου που θα ψηφιζόταν. Στα μέτρα αυτά δεν αποκλειόταν και η άρνηση της Κυβέρνησης να χορηγήσει ναυτιλιακά διπλώματα.

Η διαδικασία στο μεταξύ για το νομότυπο περιορισμό της ελευθεροτυπίας προχωρούσε. Ύστερα από επανειλημμένες συνεδριάσεις και παρά τη σθεναρή αντίσταση λίγων Γερουσιαστών, η πλειοψηφία της Γερουσίας ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της Κυβέρνησης. Το ύπ’ άριθμ. 2085 ψήφισμα της 26 Απριλίου 1831 έπληττε καίρια την ελευθεροτυπία που θεμελίωσαν τόσες Εθνοσυνελεύσεις. Παρά το γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν η προληπτική λογοκρισία, η δεύτερη παράγραφος του παραπάνω ψηφίσματος περιείχε τόσες δεσμεύσεις, ώστε να φαίνεται αδύνατη η ύπαρξη πραγματικής αντικυβερνητικής δημοσιογραφίας: Απαγορευόταν η εκτύπωση κάθε συγγράμματος το όποιο «καθήπτετο τας ευεργέτιδας της Ελλάδος δυνάμεις» ή «εκίνει εις ανατροπήν των καθεστώτων προσωρινώς της Επικράτειας πραγμάτων» ή «προεκάλει εις απείθειαν προς τους νόμους», ενώ οποίος παρέβαινε τις διατάξεις αυτές υποβαλλόταν σε αυστηρές χρηματικές ποινές και φυλάκιση.

Δεν μένει αμφιβολία ότι με τον πρώτο αυτό ελληνικό νόμο κατά του τύπου δεσμευόταν η ελευθερία της γνώμης, αφού, στην τότε ένταση των πολιτικών παθών, και η πιο αθώα κριτική μπορούσε να περιληφθεί στις απαγορευτικές του διατάξεις.

Ύστερα από την γνωστοποίηση του νέου νόμου, η Κυβέρνηση διέταξε όλα τα διοικητικά της όργανα να απαγορεύσουν την κυκλοφορία του «Απόλλωνα» και να προειδοποιήσουν τους τυχόν συνδρομητές αυτής της εφημερίδας «ότι τον λοιπόν δεν δύνανται να την λαμβάνουν ούτε να την διαδίδουν χωρίς να βλάψουν εαυτούς καθυποβαλλομένους εις αστυνομικά μέτρα». Οι απαγορευτικές διατάξεις κοινοποιήθηκαν στους πολίτες των επαρχιών, ενώ οι υγειονομολιμενάρχες, που επιστατούσαν στις αποστολές του ταχυδρομείου, και οι αστυνόμοι επιφορτίστηκαν να κρατούν όσα αντίτυπα της «στασιώδους εφημερίδος» περιέρχονταν στα χέρια τους και να επισημάνουν όσους τα προμηθεύονταν με οποιοδήποτε τρόπο. Σε μερικούς γνωστούς συνδρομητές του «Απόλλωνα» έγινε ιδιαίτερη υπόμνηση των νέων μέτρων που έλαβε η Κυβέρνηση για τον τύπο. Μερικά πάντως όργανα της επαρχιακής διοίκησης είχαν, από υπερβολικό ζήλο, απαγορεύσει την κυκλοφορία της εφημερίδας με δική τους πρωτοβουλία, πριν ψηφιστεί ο νέος νόμος.

Ο νέος νόμος περί τύπου έδειχνε την απόφαση της Κυβέρνησης να μην έλθει, προβαίνοντας σε μερικές παραχωρήσεις, σε συνδιαλλαγή με τους Υδραίους. Ο Πολυζωίδης και οι λοιποί στην Ύδρα αντιπολιτευόμενοι αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν αυτό το νόμο, γιατί εμπόδιζε την ελεύθερη εξέταση των δημοσίων πράξεων. Κατά τη γνώμη τους ούτε η Γερουσία, η οποία σαν υπάκουο όργανο του Κυβερνήτη δεν μπορούσε πια να εκπροσωπεί το έθνος, ούτε η Κυβέρνηση είχαν το δικαίωμα να ακυρώσουν ή τροποποιήσουν θεμελιώδεις (δηλ. συνταγματικούς) νόμους παρά μόνο μια νέα Εθνοσυνέλευση. Συγχρόνως διακήρυξαν ότι «εις παρανόμους πράξεις κάνεις πολίτης γνήσιος δεν χρεωστεί ευπείθειαν». Η αντιπολίτευση ωθούνταν στην παρανομία και ο εμφύλιος πόλεμος διαγραφόταν στον ορίζοντα, για την έκρηξη του οποίου σε λίγο δεν ήταν ασφαλώς μόνοι υπαίτιοι οι αντιπολιτευόμενοι τον Ιωάννη Καποδίστρια.



Χρήστος Κ. Λούκος

Ιστορικός – Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης

Ο Ερανιστής, τ. 9 (1971), Έκδοση του «Ομίλου Μελέτης του Ελληνισμού Διαφωτισμού».

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Το πλήρες κείμενο με παραπομπές, σε μορφή Portable Document Format (PDF), στον σύνδεσμο: Η δίωξη της Εφημερίδας «Ο Απόλλων»

Δεν υπάρχουν σχόλια: