Ωραία τα μπεργκεράδικα και τα μοντέρνα κρεατοφαγεία αλλά μια ιστορική αυλή στην Ηλιούπολη θα σου ξυπνήσει τις πιο όμορφες γευστικές μνήμες.
Κείμενο: Nou-Pou.gr
Τα πιο ωραία μπιφτέκια που έχω φάει σε μαγαζί, τραγανά απ´ έξω και αφράτα μέσα, καθόλα μαμαδίστικα και ψημένα στα κάρβουνα, τα έχω φάει στην Κυρά Ουρανία . Ένα από τα παλιότερα ταβερνεία της Ηλιούπολης, μικρό και σεμνό που βρίσκεται ψηλά στην Ηρώων Πολυτεχνείου και ίσως δυσκολευτείς να το δεις καθώς τριγύρω έχει κυρίως σπίτια και δεν το παρατηρεί κανείς εύκολα. Αν, ωστόσο, βρεθείς στα μέρη το καλοκαίρι, θα το καταλάβεις αμέσως απ’ την πιο καλτ αυλή της περιοχής που στέκει χρόνια τώρα δύο μόλις σκαλιά πάνω απ’ το πεζοδρόμιο.
Εκεί, λοιπόν, τρώω από παιδί τίμιο και οικονομικό φαγητό. Τότε που το μαγαζί ήταν ακόμα κανονικό σπίτι του ’60 με χωρισμένα δωμάτια και για να πας στην τουαλέτα περνούσες υποχρεωτικά απ’ την κουζίνα. Αν, μάλιστα, ήσουν τυχερός και δεν είχε δουλειά, σε φώναζε η ιδιοκτήτρια, η Κυρά Ουρανία -που εκείνη την ώρα τηγάνιζε- και σου έδινε στα κλεφτά καμιά πατάτα στο στόμα αφού πρώτα την φύσαγε για να κρυώσει. Ξεροψημένη και χρυσαφένια, νόμιζα τότε ότι είναι το πιο νόστιμο πράγμα του κόσμου. Τώρα πια, είμαι σίγουρη. Χοντροκομμένες στο χέρι και μαστόρικες, οι τηγανιτές πατάτες συναγωνίζονται στα ίσα τα θρυλικά της μπιφτέκια από τα οποία χάνουν την πρωτιά στον πόντο αλλά δίκαια.
Ξέρεις, ενώ έχουν περάσει κοντά 20 χρόνια, έχω στο μυαλό μου την εικόνα της Κυρά Ουρανίας όπως ακριβώς προχθές που την είδα. Σαν να ξέχασε να μεγαλώσει αλλά την ίδια στιγμή σαν να κουβαλούσε πάντα αυτόν τον “χρησμό” της γιαγιάς που φροντίζει για όλα. Περίεργα πράγματα. Μια σταλιά γυναίκα, 80 χρονών πια μα κοτσονάτη και σβέλτη, φέρνει βόλτα 50 χρόνια τώρα το ίδιο μαγαζί. Πρόκειται για μία αμιγώς οικογενειακή επιχείρηση που την ξεκίνησε ο άντρας της το 1966, με μια ξυλόσομπα στην αρχή για την μέση, λίγους μεζέδες και στοίβες ξύλινα βαρέλια γύρω-γύρω. Έφτιαχνε με τέχνη το δικό του κρασί, το οποίο, δυστυχώς, σήμερα δεν έχει την ευκαιρία να δοκιμάσει κανείς μας καθώς ο κυρ Γιώργος έφυγε νωρίς.
Πλέον και μετά την ανακαίνιση, τρία βαρέλια μόνο κοσμούν τον ένα τοίχο του μαγαζιού ως την πιο αντιπροσωπευτική ανάμνηση από τον πρώτο του ιδιοκτήτη. Συγκινείται όταν μιλάει γι αυτά η κυρία Ουρανία και της αλλάζω την κουβέντα. Την ρωτάω την συνταγή για τα περιβόητα μπιφτέκια της -χωρίς να περιμένω όντως να μου την αποκαλύψει-αλλά αυτή δεν μασάει, μου κάνει νόημα να την ακολουθήσω.
Σ’ ένα στενόμακρο κουζινάκι, μέσα σε μια μεγάλη λεκάνη ζυμώνει δυνατά σαν άντρας, πλάθει ανάλαφρα σαν παιδί και μοιράζεται τα μυστικά της απλόχερα σαν έμπειρη νοικοκυρά. Ανάμικτος ελληνικός κιμάς, βρεγμένη φρυγανιά, αλάτι, μυρωδικά και λίγο ξύδι. Αυτά είναι όλα κι όλα, μου λέει. “Αλλά είναι και το καλό χέρι παιδί μου μαζί με τα διαλεχτά υλικά. Να φας καθαρά και νόστιμα. Αυτό μετράει. Όχι τηγανόλαδα και ξένα κρέατα”.
Βλέπω με έκπληξη πως όλα είναι πεντακάθαρα και γίνονται επιτόπου λες και βρίσκεσαι στην κουζίνα της γιαγιά σου στο χωριό. Από τα φρέσκα λαχανικά που πλένει και κόβει τελευταία στιγμή μέχρι την φάβα που βράζει και ρίχνει το ξερό κρεμμύδι πάνω απ’ το πιάτο. Τσιμπάω μια τραγανή πατατούλα που μόλις βγήκε απ’ το τηγάνι -για να θυμηθώ τα νιάτα μου- και την ακούω από πίσω να γελάει πνιχτά. Εκείνη την ώρα μπαίνει μέσα ο γιος της ο Γιάννης που θα τον καταλάβεις αμέσως αφού είναι αυτός που σερβίρει τα λίγα τραπέζια του μαγαζιού και τους αποκαλεί όλους χαϊδευτικά “αγάπη μου”.
“Με λόγια δεν περιγράφεται η μάνα μου. Αν την ακολουθήσεις μια μέρα, θα πέσεις κάτω. Εμάς μας έχει βάλει τα γυαλιά, αγάπη μου“. Σταματάω για λίγο να την φωτογραφίζω (παρόλο που κάθεται με περίσσια άνεση) και τον ακολουθώ στην ψησταριά όπου ετοιμάζονται στα κάρβουνα όλα τα καλούδια του μαγαζιού. Πρώτα και καλύτερα, βέβαια, τα ζουμερά μπιφτέκια και μετά παίρνουν σειρά παϊδάκια, λαχταριστές μπριζόλες και ψωμάκια που μόλις βγουν ραίνονται με ελαιόλαδο και νοστιμίζουν με ρίγανη.
Ο «επίσημος» ψήστης, είναι ο γαμπρός της Κυρά-Ουρανίας, ο άντρας της κόρης της -της Σοφίας δηλαδή- που είναι πλέον και η ιδιοκτήτρια της ταβέρνας. Ευγενικός και χαμογελαστός πίσω από το μουστάκι του, ο κύριος Γιώργος ψήνει με μαεστρία και συζητάει επί παντός επιστητού. Όσο περνάει η ώρα, γύρω από τον πάγκο της ψησταριάς μαζεύονται οι μυημένοι πελάτες και φίλοι πλέον της οικογένειας που περιμένουν να πάρουν τα κρεατικά τους πακέτο για το σπίτι, σύνηθες φαινόμενο για το μαγαζί. Πίνουν όλοι μαζί κρασί, τσιμπάνε νοστιμιές, γελάνε και κάπου εκεί παρέα τους κάθομαι κι εγώ.
Η κυρά Ουρανία βγαίνει τυχαία από την κουζίνα κάθε φορά που η συζήτηση χρειάζεται λιγάκι αλατοπίπερο. Όπως ας πούμε η λεπτομέρεια που θέλει εκείνη να ετοιμάζει κάθε μέρα τα κάρβουνα στην ψησταριά και να ξέρει να ψήνει, άσχετα που πια δεν αντέχει να το κάνει. Ακούω συνταγές για γλυκό περγαμόντο, περιγραφές για μακρινούς συγγενείς στο εξωτερικό και ανάμεσά σε όλα αυτά και μια ενδιαφέρουσα ιστορία.
Την δεκαετία του ’80, λέει, μια παρέα με «διασημότητες» από τον χώρο του αθλητισμού σύχναζαν τότε στο μαγαζί. Ένας εξ’ αυτών -που δεν μου μαρτυράνε ποιος είναι, μόνο ότι έπαιζε μπάσκετ-δεν είχε πολλά δόντια και την παρακάλεσε να φτιάξει μαλακά μπιφτέκια για να μπορεί να τα τρώει εύκολα. Από την έγνοια της Κυρά Ουρανίας, λοιπόν, να ικανοποιήσει τον αγαπημένο της πελάτη ξεκίνησε αυτή η αφράτη ζύμη, η οποία κρατάει μέχρι και σήμερα, ίδια κι απαράλλαχτη.
Πριν φύγω σκέφτομαι δυνατά αν υπάρχει κάποια παλιά φωτογραφία της ταβέρνας. Μου δείχνουν λίγο πιο πέρα μία που στολίζει το κεραμικό πιάτο με τα λεμόνια. Στο πλάνο φαίνονται καθαρά οι άσπρες φερφορζέ καρέκλες και η τότε σιδερένια τζαμαρία του μαγαζιού με το σήμα της coca-cola κατά μήκος και την λευκή τέντα από πάνω. Χαμογελάω και σκέφτομαι πόσο απλά και όμορφα μπορούν να είναι καμιά φορά τα πράγματα. Υπόσχομαι στην κυρά Ουρανία ότι θα περάσω σύντομα να ξαναφάω και να της ΄πω ότι βγήκε το άρθρο γιατί θέλει να ανέβει στον εγγονό της από πάνω να το διαβάσει. Εκείνη μένει δίπλα απ’ το κουζινάκι στην πίσω αυλή και δεν έχει ίντερνετ. Μόνο το μαγαζί έχει που γεμίζει όλη της την ζωή, μου λέει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου