Του Παναγιώτη Πάσχου
Μαζί με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Βασίλειο τον Μέγα αποτελούν τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας.
Βίος- Η μόρφωση του Χρυσοστόμου
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια μεταξύ 344 και 354, με πιθανότερη ημερομηνία κοντά στο 349. Γονείς του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Η μητέρα του μάλιστα χήρεψε μόλις στα 20 της χρόνια, όταν ο Ιωάννης ήταν μόλις λίγων μηνών, ήταν δε γυναίκα που ξεχώριζε για τον ζήλο που επεδείκνυε για την ανατροφή του Ιωάννη, ώστε πολλοί αξιοσέβαστοι άνδρες της εποχής, όπως ο Λιβάνιος, εξήραν το ήθος της.
Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε από την ίδια. Εν συνεχεία σπούδασε στη σχολή του Λιβάνιου, δάσκαλου και πολυγραφότατου συγγραφέα, στην Αντιόχεια ρητορική και του Ανδραγαθίου φιλοσοφία. Από την εποχή αυτή μάλιστα διαφάνηκε το ταλέντο της ρητορικής του ικανότητος σε σημείο ο δάσκαλός του Λιβάνιος, να θελήσει να τον κάνει συνεχιστή του έργου του στη σχολή. Η χριστιανική του ανατροφή όμως εμπόδιζε τα σχέδιά του. Επίσης ακολούθησε θεολογικές σπουδές δίπλα στον Καρτέριο και τον Διόδωρο Ταρσού, στο λεγόμενο Ασκητήριο, τη μεγάλη θεολογική σχολή της Αντιόχειας, ενώ σπούδασε και ως συνήγορος, ασκώντας το επάγγελμα για λίγους μήνες. Εν τέλει εγκατέλειψε τη δικηγορία και βαπτίστηκε Χριστιανός και σύντομα, όταν έφυγε από τη ζωή η μητέρα του (372 μ.Χ.), αποφάσισε να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή ακολουθώντας τον μοναχισμό.
Το έργο του στην Αντιόχεια
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος το 371 χειροθετήθηκε αναγνώστης, ξεκινώντας διδακτικό και κατηχητικό έργο, το οποίο μας δείχνει τη γνώση που ήδη είχε πάνω στις γραφές. Εν συνεχεία θα διάγει έξι χρόνια μοναστικής ζωής στην Αντιόχεια και συγκεκριμένα στην περιοχή του Σιλπίου (4 δίπλα σε γέροντα ασκητή και 2 μόνος του, σε σπήλαιο), όπου θα μυηθεί στο μοναχικό ιδεώδες και τη νηπτική ζωή, πριν επιστρέψει και πάλι στην πόλη της Αντιόχειας. Η ζωή του αυτή την εποχή χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με τον Παλλάδιο, από σκληρή άσκηση. Τρεφόταν και κοιμόταν ελάχιστα, σκληραγωγείτο, ζώντας βίο φιλοπονίας, προσευχόμενος και μελετώντας κάτω από αντίξοες συνθήκες, με αποτέλεσμα να κλονιστεί σοβαρά η υγεία του. Κατά την επιστροφή του, το 381, χειροτονείται διάκονος από τον αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο και το 386 πρεσβύτερος από τον διάδοχό του, Φλαβιανό, μέχρι και το 397, όταν και του προτάθηκε η θέση του επισκόπου. Η φήμη για τον ζήλο και την ευγλωττία του, τον έκανε γρήγορα γνωστό στην Αυτοκρατορία, φθάνοντας μέχρι και την Αυλή του αυτοκράτορα, γεγονός που τον οδήγησε τελικά και στη θέση του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Ως πρεσβύτερος ήδη αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συγγραφική και ποιμαντική δράση, με σκοπό να καταπολεμήσει τους αιρετικούς της εποχής (Αρειανούς, ευνομοιανούς), τους Ιουδαίους οι οποίοι προσεταιρίζονταν τους Χριστιανούς, τους πλούσιους και τους φορείς που ήταν υπεύθυνοι για την ηθική παρακμή της πόλεως. Ιδρύει επίσης ευαγή ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία και καθιερώνει συσσίτιο. Η φήμη για τη ρητορική και ποιμαντική του ικανότητα εκτοξεύεται το 387, όταν μετά από στάση των Αντιόχεων κατά του βασιλέως, επιτυγχάνει να οδηγήσει τον Αρκάδιο σε ήπια αντίδραση κατά των στασιαστών και του λαού της περιοχής. Η αγάπη και ο σεβασμός μάλιστα προς το πρόσωπο του Χρυσοστόμου ήταν τόση, ώστε όταν προτάθηκε για την επισκοπή στην Κωνσταντινούπολη, προετοιμάστηκε κατάλληλο σχέδιο ώστε να μην προκληθούν αντιδράσεις από τον λαό της Αντιόχεια.
Εκλογή στον επισκοπικό θρόνο
Το έργο που ανέπτυξε ήταν πολυσχιδές και περιελάμβανε έντονη κηρυκτική, αντιαιρετική, φιλανθρωπική, συγγραφική και κοινωνική δράση. Η ρητορική του δεινότητα σαγηνεύει τα πλήθη, χριστιανούς και μη, ενώ η φήμη του φθάνει ως τα αυτιά της Αυτοκρατορικής αυλής. Το 397, οπότε και πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, οι άνθρωποι της Αυλής τον φέρνουν στην Κωνσταντινούπολη για να διαδεχθεί τον Νεκτάριο. Μάλιστα την υποψηφιότητά του τη στήριξε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μετά από υπόδειξη του πανίσχυρου και σκανδαλοποιού ευνούχου Ευτροπίου, ο οποίος τον είχε γνωρίσει και είχε εντυπωσιαστεί από τις ικανότητές του. Έτσι τον Φεβρουάριο του 398, με σύμφωνη γνώμη κλήρου και λαού, χειροτονείται από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας, παρότι ο ίδιος διατίθετο εχθρικά σε βάρος του Ιωάννη, καθότι ήθελε να επιβάλει δικό του επίσκοπο.
Το έργο που ανέπτυξε ήταν πολυσχιδές και περιελάμβανε έντονη κηρυκτική, αντιαιρετική, φιλανθρωπική, συγγραφική και κοινωνική δράση. Η ρητορική του δεινότητα σαγηνεύει τα πλήθη, χριστιανούς και μη, ενώ η φήμη του φθάνει ως τα αυτιά της Αυτοκρατορικής αυλής. Το 397, οπότε και πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, οι άνθρωποι της Αυλής τον φέρνουν στην Κωνσταντινούπολη για να διαδεχθεί τον Νεκτάριο. Μάλιστα την υποψηφιότητά του τη στήριξε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μετά από υπόδειξη του πανίσχυρου και σκανδαλοποιού ευνούχου Ευτροπίου, ο οποίος τον είχε γνωρίσει και είχε εντυπωσιαστεί από τις ικανότητές του. Έτσι τον Φεβρουάριο του 398, με σύμφωνη γνώμη κλήρου και λαού, χειροτονείται από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας, παρότι ο ίδιος διατίθετο εχθρικά σε βάρος του Ιωάννη, καθότι ήθελε να επιβάλει δικό του επίσκοπο.
Το έργο του στην Κωνσταντινούπολη
Από τη νέα θέση ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναπτύσσει ευρύτατο ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Κύριο μέλημα του είναι η ηθική καλλιέργεια του ποιμνίου, όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά ιδρύει και σειρά ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργανώνει ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο θρέφει 7000 απόρους της Πόλης. Καταργεί κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου, εκποιεί διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και δίνει τα χρήματα σε έργα αγάπης. Επιπρόσθετα ως γνήσιος διάδοχος των Αποστόλων και ως άριστος πνευματικός επιτελάρχης οργάνωσε ιεραποστολές στην Περσία, την Κελτική, τη Φοινίκη, τη Σκυθία και τη Γοτθία.
Αυτό όμως που αποτελεί μεγάλο του προσόν, είναι το άφθαστο χάρισμα του λόγου. Στο πρόσωπο του η χριστιανική ρητορική τέχνη επρόκειτο να βρει τον μεγαλύτερο θεράποντά της. Μιλάει στις περίφημες ομιλίες του για τον λόγο του Ευαγγελίου, τη μετάνοια, τη μεταστροφή στον Θεό. Θεολογεί, εμβαθύνει στα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και στα καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας. Κοινωνιολογεί, ψυχολογεί και ηθικολογεί. Στηλιτεύει την ανηθικότητα και τη διαφθορά, καταγγέλλει την κοινωνική αδικία, στιγματίζει τη σπατάλη, την επίδειξη των πλουσίων και των αρχόντων, καταδικάζει τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος, στρέφεται σε βάρος του διεφθαρμένου κλήρου, πάντα με παρρησία και χωρίς να κατονομάζει ώστε να μην κηλιδώνονται προσωπικότητες αλλά να στιγματίζονται οι πράξεις. Στέκεται δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς ανώνυμους συνανθρώπους του, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε.
Ο ίδιος υπήρξε θερμός ζηλωτής της Χριστιανικής πίστεως, αυστηρός ασκητής στην προσωπική του ζωή, υπόδειγμα θυσίας και αυταπαρνήσεων. Αυτό ήταν που τον οδήγησε στο να μη δύναται να ανεχθεί παρουσία ιδιοτελών ανθρώπων στην Εκκλησία και σκανδαλοποιών κληρικών. Αυτό ήταν που τον έφερε σε ρήξη και με μεγάλο μέρος του κλήρου, που δεν άντεχε τη σκληρή κριτική του μεγάλου αυτού άνδρα. Ο Ιωάννης αγωνίστηκε για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων που βρισκόταν τότε σε μεγάλη κατάπτωση και διαφθορά. Έλαβε δραστικά μέτρα εναντίον: α) των «βαλαντιοσκόπων», των κληρικών δηλαδή εκείνων που πλούτιζαν από την ιερατική τους ιδιότητα, β) των «κολάκων και παρασίτων», όσων κληρικών δηλαδή απολάμβαναν την κοσμική ζωή, γ) των «κοιλιοδούλων», όσων δηλαδή ζούσαν αργόσχολα, με έμφαση στις απολαύσεις και δ) εκείνων που ζούσαν με «συνεισάκτους», δηλαδή τους μοναχούς ή επισκόπους που συζούσαν με τις θεωρούμενες «αδελφές» τους. Έλαβε μέτρα, επίσης, για την ηθική κάθαρση των ταγμάτων των χηρών και των διακονισσών. Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος με τους ιερείς, διακόνους και μοναχούς που αποδεικνύονταν ανάξιοι, ενώ τους αδιόρθωτους τους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου. Μάλιστα, δεν δίστασε να καταργήσει 13 επισκόπους ως «σιμωνιακούς» και ανάξιους και να τους αντικαταστήσει με ικανούς και ευσεβείς, υποστηρίζοντας ότι «εάν ο κλήρος που είναι το άλας της γης, παρουσιάζει έκλυτο βίο, πώς θα ζητήσουμε από το ποίμνιο να ζει άγιο και κατά Χριστόν βίο;»Ο Χρυσόστομος ασκεί κριτική στην αυτοκράτειρα Ευδοξία, έργο του Στυλιανού Δεβάρη (1785).
Από τη νέα θέση ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναπτύσσει ευρύτατο ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Κύριο μέλημα του είναι η ηθική καλλιέργεια του ποιμνίου, όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά ιδρύει και σειρά ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργανώνει ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο θρέφει 7000 απόρους της Πόλης. Καταργεί κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου, εκποιεί διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και δίνει τα χρήματα σε έργα αγάπης. Επιπρόσθετα ως γνήσιος διάδοχος των Αποστόλων και ως άριστος πνευματικός επιτελάρχης οργάνωσε ιεραποστολές στην Περσία, την Κελτική, τη Φοινίκη, τη Σκυθία και τη Γοτθία.
Αυτό όμως που αποτελεί μεγάλο του προσόν, είναι το άφθαστο χάρισμα του λόγου. Στο πρόσωπο του η χριστιανική ρητορική τέχνη επρόκειτο να βρει τον μεγαλύτερο θεράποντά της. Μιλάει στις περίφημες ομιλίες του για τον λόγο του Ευαγγελίου, τη μετάνοια, τη μεταστροφή στον Θεό. Θεολογεί, εμβαθύνει στα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και στα καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας. Κοινωνιολογεί, ψυχολογεί και ηθικολογεί. Στηλιτεύει την ανηθικότητα και τη διαφθορά, καταγγέλλει την κοινωνική αδικία, στιγματίζει τη σπατάλη, την επίδειξη των πλουσίων και των αρχόντων, καταδικάζει τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος, στρέφεται σε βάρος του διεφθαρμένου κλήρου, πάντα με παρρησία και χωρίς να κατονομάζει ώστε να μην κηλιδώνονται προσωπικότητες αλλά να στιγματίζονται οι πράξεις. Στέκεται δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς ανώνυμους συνανθρώπους του, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε.
Ο ίδιος υπήρξε θερμός ζηλωτής της Χριστιανικής πίστεως, αυστηρός ασκητής στην προσωπική του ζωή, υπόδειγμα θυσίας και αυταπαρνήσεων. Αυτό ήταν που τον οδήγησε στο να μη δύναται να ανεχθεί παρουσία ιδιοτελών ανθρώπων στην Εκκλησία και σκανδαλοποιών κληρικών. Αυτό ήταν που τον έφερε σε ρήξη και με μεγάλο μέρος του κλήρου, που δεν άντεχε τη σκληρή κριτική του μεγάλου αυτού άνδρα. Ο Ιωάννης αγωνίστηκε για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων που βρισκόταν τότε σε μεγάλη κατάπτωση και διαφθορά. Έλαβε δραστικά μέτρα εναντίον: α) των «βαλαντιοσκόπων», των κληρικών δηλαδή εκείνων που πλούτιζαν από την ιερατική τους ιδιότητα, β) των «κολάκων και παρασίτων», όσων κληρικών δηλαδή απολάμβαναν την κοσμική ζωή, γ) των «κοιλιοδούλων», όσων δηλαδή ζούσαν αργόσχολα, με έμφαση στις απολαύσεις και δ) εκείνων που ζούσαν με «συνεισάκτους», δηλαδή τους μοναχούς ή επισκόπους που συζούσαν με τις θεωρούμενες «αδελφές» τους. Έλαβε μέτρα, επίσης, για την ηθική κάθαρση των ταγμάτων των χηρών και των διακονισσών. Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος με τους ιερείς, διακόνους και μοναχούς που αποδεικνύονταν ανάξιοι, ενώ τους αδιόρθωτους τους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου. Μάλιστα, δεν δίστασε να καταργήσει 13 επισκόπους ως «σιμωνιακούς» και ανάξιους και να τους αντικαταστήσει με ικανούς και ευσεβείς, υποστηρίζοντας ότι «εάν ο κλήρος που είναι το άλας της γης, παρουσιάζει έκλυτο βίο, πώς θα ζητήσουμε από το ποίμνιο να ζει άγιο και κατά Χριστόν βίο;»Ο Χρυσόστομος ασκεί κριτική στην αυτοκράτειρα Ευδοξία, έργο του Στυλιανού Δεβάρη (1785).
Οι διωγμοί του Χρυσοστόμου
Μπορεί να κατέκτησε τις καρδιές του λαού, σύντομα όμως προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων εκ μέρους εκείνων που θίγονταν από το ελεγκτικό του κήρυγμα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα έντονο και ασφυκτικό αντι-Χρυσοστομικό κλίμα. Ιδιαίτερα δε, εξόργισε το περιβάλλον της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Το αποκορύφωμα ώστε να ανάψει η θρυαλλίδα της συσσωρευμένης αντιπάθειας σε βάρος του, τόσο εκ μέρους των αρχόντων και πολιτικών, όσο και των εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής, ήταν ο έλεγχος στην Αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία παρανόμως οικειοποιήθηκε το χωράφι μιας φτωχής χήρας. Επιπρόσθετα, διάφορες τάξεις οι οποίες θίγονταν από το κήρυγμά του, έψαχναν διαρκώς αφορμές για να συκοφαντήσουν τον επίσκοπο, αλλά και να διατυμπανίζουν στην Αυλή αυτή την υποβόσκουσα δυσαρέσκεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του γεγονότος αυτού ήταν η ανέγερση ενός λεπροκομείου και η επίθεση που δέχτηκε από τη νομενκλατούρα της Πόλεως, εξαιτίας της οικονομικής ζημίας με την οποία θα επιβαρύνονταν τα κτήματά τους. Επίσης πολλοί ήταν εκείνοι που αποσκοπούσαν στον θρόνο του. Πρωτεργάτες της δυσαρέσκειας υπήρξαν ο Ευτρόπιος και ο Γάιος που ήταν αρχηγός των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ από εκκλησιαστικής πλευράς, ο Σεβηριανός Γαβάλων, ο Ακάκιος Βεροίας και ο Αντίοχος Πτολεμαΐδας. Ο κορυφαίος όμως διώκτης του Αγίου ο οποίος συνύφανε τις σαθρές κατηγορίες σε βάρος του και συνάσπισε τους αντιχρυσοστομιστές για να τον αποπέμψουν, ήταν ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Ο Θεόφιλος ήταν αυτός ο οποίος κατάφερε να πείσει την Αυτοκράτειρα, ότι όταν ο Ιωάννης αναφερόταν σε ομιλίες στην Ιεζάβελ, υπονοούσε αυτή, κάτι που συνεπάγετο ενοχή για εσχάτη προδοσία. Στόχος του Θεόφιλου ήταν όχι μόνο η απομάκρυνσή του, αλλά και η εξόντωσή του. Τελικά συνήλθε σύνοδος-παρωδία, στην οποία παρευρέθησαν οι μισοί Επίσκοποι, στην οποία αποφασίστηκε η εξορία του. Ο ίδιος μάλιστα δεν παρέστη, ενώ ανάμεσα στους κατηγόρους, ήταν και κληρικοί που είχαν αποπεμφθεί λόγω σιμωνίας. Προεξάρχων ήταν ο Θεόφιλος (κατηγορούμενος σε άλλη περίπτωση για αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά, για την οποία ποτέ δεν δικάστηκε).
Μπορεί να κατέκτησε τις καρδιές του λαού, σύντομα όμως προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων εκ μέρους εκείνων που θίγονταν από το ελεγκτικό του κήρυγμα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα έντονο και ασφυκτικό αντι-Χρυσοστομικό κλίμα. Ιδιαίτερα δε, εξόργισε το περιβάλλον της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Το αποκορύφωμα ώστε να ανάψει η θρυαλλίδα της συσσωρευμένης αντιπάθειας σε βάρος του, τόσο εκ μέρους των αρχόντων και πολιτικών, όσο και των εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής, ήταν ο έλεγχος στην Αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία παρανόμως οικειοποιήθηκε το χωράφι μιας φτωχής χήρας. Επιπρόσθετα, διάφορες τάξεις οι οποίες θίγονταν από το κήρυγμά του, έψαχναν διαρκώς αφορμές για να συκοφαντήσουν τον επίσκοπο, αλλά και να διατυμπανίζουν στην Αυλή αυτή την υποβόσκουσα δυσαρέσκεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του γεγονότος αυτού ήταν η ανέγερση ενός λεπροκομείου και η επίθεση που δέχτηκε από τη νομενκλατούρα της Πόλεως, εξαιτίας της οικονομικής ζημίας με την οποία θα επιβαρύνονταν τα κτήματά τους. Επίσης πολλοί ήταν εκείνοι που αποσκοπούσαν στον θρόνο του. Πρωτεργάτες της δυσαρέσκειας υπήρξαν ο Ευτρόπιος και ο Γάιος που ήταν αρχηγός των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ από εκκλησιαστικής πλευράς, ο Σεβηριανός Γαβάλων, ο Ακάκιος Βεροίας και ο Αντίοχος Πτολεμαΐδας. Ο κορυφαίος όμως διώκτης του Αγίου ο οποίος συνύφανε τις σαθρές κατηγορίες σε βάρος του και συνάσπισε τους αντιχρυσοστομιστές για να τον αποπέμψουν, ήταν ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Ο Θεόφιλος ήταν αυτός ο οποίος κατάφερε να πείσει την Αυτοκράτειρα, ότι όταν ο Ιωάννης αναφερόταν σε ομιλίες στην Ιεζάβελ, υπονοούσε αυτή, κάτι που συνεπάγετο ενοχή για εσχάτη προδοσία. Στόχος του Θεόφιλου ήταν όχι μόνο η απομάκρυνσή του, αλλά και η εξόντωσή του. Τελικά συνήλθε σύνοδος-παρωδία, στην οποία παρευρέθησαν οι μισοί Επίσκοποι, στην οποία αποφασίστηκε η εξορία του. Ο ίδιος μάλιστα δεν παρέστη, ενώ ανάμεσα στους κατηγόρους, ήταν και κληρικοί που είχαν αποπεμφθεί λόγω σιμωνίας. Προεξάρχων ήταν ο Θεόφιλος (κατηγορούμενος σε άλλη περίπτωση για αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά, για την οποία ποτέ δεν δικάστηκε).
Σύντομα, όμως, ο Ιωάννης επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο λόγω του φόβου που προκάλεσε στην αυλή η αντίδραση του λαού, ενός μεγάλου κακού στο οικογενειακό περιβάλλον της Ευδοξίας και συνάμα ενός σεισμού που συνέβη, ενώ ο Ιωάννης ταξίδευε για την εξορία, που εξελήφθη ως θεϊκό σημείο. Μετά από λίγο ήρθε και η ώρα της δεύτερης και μόνιμης εξορίας του Αγίου. Αυτό συνέβη διότι ο Ιωάννης και πάλι δεν έπαψε το φλογερό κήρυγμα του. Υπήρξε ασυμβίβαστος προς την ανηθικότητα, την ειδωλολατρεία, τον κοσμικό έκλυτο βίο. Αποκορύφωμα υπήρξε η νέα δριμεία κριτική που άσκησε ο Χρυσόστομος στην Ευδοξία για ένα άγαλμα της, το οποίο ανήγειρε στον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας, στο οποίο τελούνταν και διάφορες Διονυσιακού τύπου εκδηλώσεις. Αυτή τη φορά, πάλι σύμφωνα με τους αντιπάλους του, εκφώνησε λόγους όπου αποκαλούσε την Ευδοξία Ηρωδιάδα, κάτι που τον έθεσε άμεσα στο στόχαστρο της αυτοκράτειρας, η οποία τον εξόρισε οριστικά, με τη βοήθεια της συνόδου. Ο Ιωάννης όμως αρνήθηκε να φύγει παρά τη θέλησή του Αρκαδίου. Μάλιστα τις παραμονές της οριστικής του εξορίας, αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν δύο φορές. Όμως ούτε και τότε τελείωσε ο διωγμός του. Αυτό φάνηκε από τα γεγονότα του Πάσχα του 404, όταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά από ψευδή καταγγελία του Θεοφίλου στον Αρκάδιο, οι στρατιώτες του αυτοκράτορα επιτέθηκαν την ώρα της Λειτουργίας στο συναχθέν πλήθος, με την αιτιολογία ότι ήταν σύναξη οπαδών του Χρυσοστόμου. Ακολούθησαν βαρβαρότητες εκείνη τη νύχτα καθώς και την επόμενη ημέρα από τον στρατό και τους υπερασπιστές του Ιωάννη, που αποκλήθηκαν «Ιωαννίται».
Η εξορία και το τέλος της ζωής του
Ο Χρυσόστομος το μόνο που πάντα ζητούσε ήταν να ακροασθεί από Οικουμενική σύνοδο. Αυτό όμως προσέκρουε στα συμφέροντα των αντιπάλων του, οι οποίοι γνώριζαν την αντικανονικότητα της Εν Δρύ συνόδου, με αποτέλεσμα να μην δέχονται το αίτημά του. Το βαρύ αυτό κλίμα τον υποχρέωσε σε εγκλεισμό στο επισκοπείο του επί δύο μήνες. Όμως αυτό δεν αρκούσε στους αντιπάλους του, ήθελαν πάση θυσία τον διωγμό του. Έτσι ο ανώτερος κλήρος με επικεφαλής τον Ακάκιο, άσκησαν έντονη πίεση στον Αρκάδιο και τον έθεσαν προ των ευθυνών του σε περίπτωση ταραχών. Εν τέλει εκδίδεται διάταγμα εξορίας του Ιωάννη, περί τις 20 Ιουνίου. Το κλίμα ήταν βαρύ. Οι υποστηρικτές του ήταν έτοιμοι να τον υπερασπιστούν, ενώ στρατιώτες είχαν εντολές να τον συλλάβουν και αν υπάρξουν αντιδράσεις, να κατασταλούν άμεσα. Τελικά παραδίδεται αφού εμφανίζεται στους υποστηρικτές του επισκόπους, ώστε με ειρηνικό τρόπο να τους αποχαιρετίσει και να εξέλθει κρυφά, ώστε να μην προκληθούν νέες αιματοχυσίες. Η διαθήκη του ήταν να διατηρήσουν ενωμένη την εκκλησία ώστε να μην προκληθεί σχίσμα.
Ο εξόριστος επίσκοπος φτάνει στη Νίκαια της Βιθυνίας και εν συνεχεία οδηγήθηκε στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας. Από εκεί συνεχίζει το ποιμαντικό του έργο. Γράφει πλήθος επιστολών, συμβουλεύει, κατευθύνει, ενισχύει, παρηγορεί και τονώνει πολλούς Χριστιανούς. Όπως μαθαίνουμε από το πλήθος επιστολών του, είναι ένα ταξίδι θριάμβου, πόνου, απογοητεύσεων και διωγμών. Όπου εμφανίζεται, πλήθος λαού και κλήρου τον υποδέχεται με θέρμη. Αντιθέτως σε πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς δέχεται επιθέσεις από φιλο-Θεοκλητικούς και αντι-Χρυσοστομικούς επισκόπους. Κάθε μέρα περπατεί πολλά χιλιόμετρα περνώντας πλήθος κακουχιών. Οι συνοδοί του είχαν εντολή πως αν πέθαινε θα έπαιρναν και πρόσθετο μισθό γι' αυτό του φέρονταν πολλές φορές βάναυσα. Στην Κουκουσό φθάνει μετά από ταξίδι επτά μηνών, σχεδόν ημιθανής.
Αφού συνήλθε, το μέρος της εξορίας του γίνεται πόλος έλξης πολλών πιστών. Αυτό το γεγονός όμως εξοργίζει περισσότερο το περιβάλλον του Αυτοκράτορα, το οποίο έβλεπε να αναπτύσσεται ένα ευρύτατο ενδιαφέρον υπέρ του εξόριστου επισκόπου. Ο Αρκάδιος (η Ευδοξία είχε πεθάνει) αποφασίζει περαιτέρω απομάκρυνση του στην Πιτυούντα, παρά τις προσπάθειες του Πάπα Ιννοκέντιου να επιστρέψει ώστε να ακουστεί από σύνοδο. Οδοιπορεί για τρεις μήνες προς τον τόπο της εξορίας του, υπό αυστηρή επιτήρηση, αλλά τελικά ποτέ δεν θα φθάσει, γιατί θα τον προλάβει ο θάνατος. Κουρασμένος από τις πολλές κακουχίες, την έντονη ασκητική ζωή και βαριά άρρωστος πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 καθ᾽ οδόν προς την εξορία, στα Κόμανα της σημερινής Τουρκίας
Παρέμεινε όμως ιδιαίτερα δημοφιλής και μετά το πέρας της ζωής του. Έτσι όταν το 434 Πατριάρχης εξελέγη ο μαθητής του Άγιος Πρόκλος, παρακάλεσε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Και πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 438 η λάρνακα με το λείψανό του μεταφέρθηκε με λαμπρή και συγκινητική πομπή στη βασιλεύουσα και τοποθετήθηκε στο Άγιο Βήμα του ναού των Αγίων Αποστόλων, ενώ ο λαός έμπλεος χαράς αναβοούσε: «Απόλαβε του θρόνου σου Άγιε».
Η μορφή του
Από ιστορικές πηγές που διαθέτουμε, αντλούμε στοιχεία για την εμφάνιση του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Έτσι μαθαίνουμε ότι ήταν πολύ μικρόσωμος, με μεγάλο κεφάλι αιωρούμενο στους ώμους του. Ήταν υπερβολικά λεπτόσαρκος, είχε μακριά μύτη και πλατιά ρουθούνια. Ήταν πολύ ωχρός και λευκός μαζί, είχε βαθουλωτές τις κόγχες των ματιών και μεγάλους τούς βολβούς. Εξαιτίας αυτού, συνέβαινε να παρουσιάζει με τα μάτια του πιο χαρούμενη όψη, αν και με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του φανέρωνε άτομο βασανισμένο. Το μέτωπό του ήταν μεγάλο, χωρίς τρίχες και χαραγμένο με πολλές ρυτίδες. Είχε μεγάλα αυτιά, γένια μικρά, πολύ αραιά και λευκά. Τέλος, τα μάγουλά του, ήταν βαθουλωμένα στο έπακρο εξαιτίας τής νηστείας.
Από ιστορικές πηγές που διαθέτουμε, αντλούμε στοιχεία για την εμφάνιση του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Έτσι μαθαίνουμε ότι ήταν πολύ μικρόσωμος, με μεγάλο κεφάλι αιωρούμενο στους ώμους του. Ήταν υπερβολικά λεπτόσαρκος, είχε μακριά μύτη και πλατιά ρουθούνια. Ήταν πολύ ωχρός και λευκός μαζί, είχε βαθουλωτές τις κόγχες των ματιών και μεγάλους τούς βολβούς. Εξαιτίας αυτού, συνέβαινε να παρουσιάζει με τα μάτια του πιο χαρούμενη όψη, αν και με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του φανέρωνε άτομο βασανισμένο. Το μέτωπό του ήταν μεγάλο, χωρίς τρίχες και χαραγμένο με πολλές ρυτίδες. Είχε μεγάλα αυτιά, γένια μικρά, πολύ αραιά και λευκά. Τέλος, τα μάγουλά του, ήταν βαθουλωμένα στο έπακρο εξαιτίας τής νηστείας.
Το συγγραφικό του έργο
Ο Χρυσόστομος άφησε ογκωδέστατο συγγραφικό έργο, το οποίο καλύπτει 18 τόμους στην Patrologia Graeca του Migne. Τα έργα του μάλιστα, διαβάζονταν και αντιγράφονταν συνεχώς, με αποτέλεσμα να σωθούν σε χιλιάδες χειρόγραφα, αλλά και να αυξηθούν. Αυτό συνέβη λόγω της ενσυνείδητης ψευδωνυμίας μερικών αφανών συγγραφέων ώστε να διαβαστούν τα έργα τους. Ιδιάζουσα περίπτωση αποτελεί ο Σεβηριανός Γαβάλων, που υπήρξε δεινός ρήτορας της εποχής και ο οποίος υπέγραφε τους λόγους ως Χρυσοστομικούς, φοβούμενος ότι οι οπαδοί του Χρυσοστόμου θα τους καταστρέψουν, αφού τον θεωρούσαν υπεύθυνο για τον διωγμό του. Επίσης μεγάλη ευθύνη φέρουν συγγραφείς, αντιγραφείς και συλλέκτες, οι οποίοι παρότι βρίσκονταν ενώπιον αμφιβόλου προελεύσεως συγγράμματα τα έχριζαν Χρυσοστομικά. Μεγάλο μέρος ομιλιών του έχουν χαθεί, ενώ γνωρίζουμε ότι είχαν δοθεί πολλές επιστολές του προς έκδοση αν και ο ίδιος δεν το επιθυμούσε.
Το έργο του διακρίνεται σε πραγματείες (ασκητικές, ηθικοπαιδαγωγικές, ποιμαντικές, απολογητικές), λόγους (δογματικούς, σε διάφορες ιστορικές περιστάσεις, ηθικοδιδακτικούς, εορταστικούς, εγκωμιαστικόύς, ερμηνευτικούς) και επιστολές. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος υπήρξε λαμπρός σχολιαστής των Άγιων Γραφών. Με το κήρυγμά του έκανε διαδοχικές εξηγήσεις της Βίβλου. Έχουν διαφυλαχθεί περίπου 600 λόγοι του Ιωάννη σε ποικίλα θέματα. Απ’ αυτούς 67 είναι για τη Γένεση, 59 για τους Ψαλμούς, 90 για το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, 89 για το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, 55 για τις Πράξεις των Αποστόλων, 34 για την Προς Εβραίους Επιστολή κλπ. Ο αναγνώστης κάθε εποχής μελετώντας το έργο του, διαπιστώνει τη συναρπαστική ρητορική του δεινότητα, την παιδαγωγική ευελιξία, τη σπάνια βιβλική κατάρτιση, την ψυχοδιαγνωστική του ικανότητα, την ποιμαντική του αγωνία και την ορθόδοξη θεολογία.
Φιλολογική και ιστορικογραμματική έρευνα
Το έργο του κατά τα πρώιμα έτη της ποιμαντικής - συγγραφικής περιόδου διακρίνονται για τη μεγάλη φιλολογική φροντίδα και εφαρμόζουν πιστά στους νόμους και τα σχήματα της ρητορικής τέχνης γενικά και της δεύτερης σοφιστικής ειδικότερα, όπως τη διδάχθηκε από τον γνωστό αττικιστή ρητοριοδιδάσκαλο Λιβάνιο, μολονότι τα στοιχεία φιλολογικής παιδείας, της ηθικής των στωικών και τα σχήματα των ρητόρων, δεν τα λησμόνησε ποτέ στα έτη της ομιλητικής και συγγραφικής του δράσης.
Το έργο του κατά τα πρώιμα έτη της ποιμαντικής - συγγραφικής περιόδου διακρίνονται για τη μεγάλη φιλολογική φροντίδα και εφαρμόζουν πιστά στους νόμους και τα σχήματα της ρητορικής τέχνης γενικά και της δεύτερης σοφιστικής ειδικότερα, όπως τη διδάχθηκε από τον γνωστό αττικιστή ρητοριοδιδάσκαλο Λιβάνιο, μολονότι τα στοιχεία φιλολογικής παιδείας, της ηθικής των στωικών και τα σχήματα των ρητόρων, δεν τα λησμόνησε ποτέ στα έτη της ομιλητικής και συγγραφικής του δράσης.
Οι ομιλίες του
Οι ομιλίες του είχαν ως βάση και σημείο εκκίνησης βιβλικά χωρία, τα οποία είχε ασφαλώς επεξεργαστεί και ως αναγνώστης και διάκονος. Οι ομιλίες καταγράφονταν από ταχογράφους, που εν συνεχεία δέχονταν κάποιες παρεμβάσεις με αποτέλεσμα να μην είμαστε τελείως βέβαιοι ότι απαγγέλθηκαν ακριβώς με τη σημερινή μορφή που γνωρίζουμε. Οι ομιλίες του είναι φανερό ότι προϋποθέτουν όχι μόνο μακρά και επίπονη έρευνα αλλά και διδακτικό - εξηγητικό έργο, μεγαλύτερο από αυτό που προσδιοριζόταν από τις σωζόμενες ομιλίες του. Οι ομιλίες δεν μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο μιας οργανωμένης ανώτερης σχολής, διότι είναι συνήθως σύντομες περίπου 15 λεπτών. Άλλες πάλι ξεπερνούν και τα 45, ανάλογα με το ερμηνευόμενο Ευαγγελικό χωρίο.
Η ρητορική στην Αντιόχεια
Ο Χρυσόστομος μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον έντονα ανταγωνιστικό από ρητορικής απόψεως. Πολλοί ζούσαν από το επάγγελμα του ρήτορα, ενώ στην εποχή του πολλοί μορφωμένοι παρακολουθούσαν απολαυστικά ρήτορες, τους οποίους έκριναν αυστηρά κάθε στιγμή. Άλλοτε επευφημούσαν αν κάποιος καινοτομούσε και εντυπωσίαζε, ενώ αποδοκίμαζαν τα επαναληπτικά σχήματα ή παλαιότερες ρητορείες. Έτσι αν ο Χρυσόστομος δεν επιδιδόταν σε αυτή την υψηλή ρητορεία είναι βέβαιο, ότι ουδείς θα ασχολείτο μαζί του, ούτε καν οι αμόρφωτοι Χριστιανοί που ήταν εμποτισμένοι με την κρατούσα γλωσσική ιδεολογία. Έτσι παίρνουμε και μία απάντηση γιατί οι πατέρες εκείνης της εποχής, χρησιμοποιούσαν σύνθετα γλωσσικά σχήματα σε σχέση με τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης. Αντιληπτό ακόμα γίνεται γιατί ασκούσαν λεπτολόγο θεολογία με βαθιές τομές και ευρύτατες αναλύσεις αν και οι αμόρφωτοι αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν ικανοποιητικά τη διδασκαλία τους. Πάντα βέβαια πίστευαν σε μελλοντική καλλιέργεια και ευρύτερη κατανόηση των μεταγενεστέρων.
Την επικρατούσα αντίληψη της εποχής τελικά, έρχεται ο Χρυσόστομος να την ανατρέψει. Παρά τη μανία του κοινού για ρητορικές επιδείξεις και παρότι ο ίδιος δεν παύει να συνεχίζει να εκτιμά τον λόγο και τη δύναμή του και να κοπιάζει για την οργάνωση του, τους προτρέπει να ακολουθούν το περιεχόμενο κυρίως και όχι τα στομφώδη - πομπώδη σχήματα, ώστε να μη χάνεται το νόημα. Ριζικός επίσης υπήρξε και για τους ρήτορες της εποχής και όχι μόνο για τους εκκλησιαστικούς. Οι τελευταίοι πάντως έπρεπε πλέον να αψηφήσουν τις αδυναμίες και τις επιθυμίες του κοινού, οδηγώντας το στις ορθές θέσεις και όχι το ανάποδο. Τους καλεί τέλος να μην αναμένουν επαίνους, ώστε να επικεντρώνονται στην ουσία.
Χαρακτηριστικά και καινοτομίες της ρητορικής του
Εν αρχή μιλάει για λόγο διαφορετικών προϋποθέσεων από την κοινή ρητορεία των εθνικών. Στρέφει δηλαδή στο περιεχόμενο του λόγου και όχι στη μορφή. Παρόλα αυτά θέτει ένα άρτιο τεχνικά λόγο, με ορθή χρήση πολλών σχημάτων, προσδίδοντας πρωτοφανή ρωμαλεότητα, που προέκυπτε από τη δυναμική του νέου λόγου και τον χαρακτήρα του, με σκοπό να κάνει «μέσο» των μηνυμάτων του, τη ρητορεία. Αντιλαμβάνεται την ανάγκη ενός λόγου, που πρέπει να έχει τόση τεχνική, ώστε να διευκολύνει την κατανόηση του μηνύματος και του νοήματός, από κάθε κοινωνική και μορφωτική τάξη. Απαλλάσσει τον λόγο από τον έντονο στόμφο και τα πολλά ψιμύθια, που μειώνουν την ενέργειά του, χωρίς να μειώνει την καλλιέπειά του, να αδιαφορεί και να φροντίζει για τη μορφή του. Προσέχει τη δομή του, αλλά με διαφορετικό ύφος, προσδίδοντας ζωντάνια στην αλήθεια των κηρυγμάτων του, ανατρέποντας τις κακοδοξίες των εθνικών και των Ιουδαίων.
Η μορφή του Χρυσοστομικού λόγου έχει διακυμάνσεις, ενίοτε μεγάλες. Στα πρώιμα κείμενα η μορφή και η δομή διακρίνονται για την αυστηρότητα της εφαρμογής των ρητορικών κανόνων και την αδρότερη δόμησή τους. Με το πέρασμα των ετών και την ωρίμανσή του, δεν το δεσμεύουν πλέον οι κανόνες της ρητορικής και της Δευτέρας Σοφιστικής, που είχε στόμφο και πολλά γλωσσικά ψιμύθια, αλλά της έλλειπε η ζωντάνια, η ενάργεια και η πνευματική ρωμαλεότητα. Αυτό που έλειπε ακριβώς προσέφερε η ρητορική του Χρυσοστόμου, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει δικό του ύφος, ξεπερνώντας τη Δεύτερη Σοφιστική σχολή. Ακόμα ο λόγος του διέπεται από πληθωρικότητα, απουσία Δωρικότητος, με εμφάνιση εντυπωσιακών ερωταποκρίσεων, αντιθέσεων, μεταφορών, παραλληλισμών, αναστροφών και παραστατικών εικόνων.
Ρυθμός και ποιητικότητα
Το εκπληκτικότερο όμως εύρημα της έρευνας στη ρητορική του, είναι ότι πέρα από την καλλιέπεια και την οργανωμένη και απαράμιλλη επιχειρηματολογία, πολλές φορές παρατηρείται και ρυθμικότητα που αγγίζει τον ποιητικό ρυθμό. Στον προφορικό λόγο μπορεί πολλά να επιτευχθούν, όπως ενάργεια, το οποίο διέθετε ο Ιερός Χρυσόστομος, όμως ο ρυθμός και η ποιητικότητα απαιτούν ιδιαίτερες ικανότητες. Η δυσκολία έγκειται στον χρόνο που απαιτείται, την άσκηση και το ταλέντο. Στην περίπτωση του Χρυσόστομου όμως θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι τις περισσότερες φορές, για να ομιλήσει ανέμενε τη σύνθεση του ακροατηρίου και τη διάθεση με του πλήθος των συνηγμένων, για να αποφασίσει τον τρόπο, το ύφος και το είδος της ομιλίας που πολλές φορές επέβαλλαν αλλαγές της στιγμής ακόμα και μεσούσης της ομιλίας. Από τα στοιχεία αυτά μπορούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος της δυσκολίας και της επιτυχίας του επιχειρήματος, αλλά και της ρητορικής δεινότητας του μεγάλου άνδρα, εξού και η προσωνυμία ως σήμερα "Χρυσόστομος".
Η διδασκαλία του
Η θεολογία του στρέφεται κυρίως γύρω από το ακατάληπτο και απρόσιτο της θείας φύσεως, το απολυτρωτικό έργο του Χριστού, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το μυστήριο της Εκκλησίας, την αξία του ανθρώπου ως υπάρξεως προορισμένης για την αιωνιότητα, τη μέλλουσα κρίση. Οι πρώτιστοι όμως στόχοι είναι κυρίως ηθικοδιδακτικοί και ποιμαντικοί.
Η φιλολογική έρευνα αποκαλύπτει στα συγγράμματα του Χρυσοστόμου, άφθονα Καππαδοκικά στοιχεία, πολλά εκ των οποίων είναι και εκ πρώτης όψεως εμφανή. Μολονότι έχει βεβαίως δική του σκέψη και δικό του τρόπο εκφράσεως, ο οποίος είναι ανεπανάληπτος, πολύ συχνά ενεπνέετο από τους Καππαδόκες στην εκλογή και παρουσίαση των θεμάτων.
Επί του προκειμένου θέματος ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζεται θεολογικά από πολλούς δυτικούς ερευνητές συνήθως ως γνήσιος Αντιοχειανός, αν και μετά από πρόσφατες έρευνες κατεβλήθη προσπάθεια να χαρακτηρισθεί ως Αλεξανδρινός. Αντίθετα οι περισσότεροι ερευνητές της ανατολικής σχολής κρίνουν πως δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο, διότι συνδυάζων τους δύο όρους — ένωση και συνάφεια — ακολουθεί δική του γραμμή «τή γάρ ενώσει και τη συναφεία έν εστιν ο Θεος Λόγος και ή σάρξ, ου συγχύσεως γενομένης τών ουσιών, αλλά ενώσεως άρρητον τινός και αφράστου». Στην Δ' οικουμενική σύνοδο της Χαλκηδόνος 451 το χωρίο αυτό μαζί με κείμενα άλλων πατέρων προσήχθη ως απόδειξη της ομοουσιότητος του Χριστού ταυτοχρόνως και με τον Πατέρα και με τους ανθρώπους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι παρότι ζούσε σε μια ταραγμένη και ετερόκλητη εποχή μπορεί να σημειώσει κανείς ότι πολλά μεταγενέστερα αντι-Γραφικά στοιχεία ενώ δεν γνωρίζει την τροπή που θα λάβουν, παίρνει σαφή θέση. Όπως την κατ’ ιδίαν εξομολόγηση σε ιερέα, την προσφώνηση της Παρθένου Μαρίας ως Θεοτόκου, την απόδοση τιμής στα λείψανα, τη διενέργεια θαυμάτων από εικόνες και άλλα όπως το πρωτείο του Πάπα και ο αριθμός των μυστηρίων.
Η θεολογία του στρέφεται κυρίως γύρω από το ακατάληπτο και απρόσιτο της θείας φύσεως, το απολυτρωτικό έργο του Χριστού, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το μυστήριο της Εκκλησίας, την αξία του ανθρώπου ως υπάρξεως προορισμένης για την αιωνιότητα, τη μέλλουσα κρίση. Οι πρώτιστοι όμως στόχοι είναι κυρίως ηθικοδιδακτικοί και ποιμαντικοί.
Η φιλολογική έρευνα αποκαλύπτει στα συγγράμματα του Χρυσοστόμου, άφθονα Καππαδοκικά στοιχεία, πολλά εκ των οποίων είναι και εκ πρώτης όψεως εμφανή. Μολονότι έχει βεβαίως δική του σκέψη και δικό του τρόπο εκφράσεως, ο οποίος είναι ανεπανάληπτος, πολύ συχνά ενεπνέετο από τους Καππαδόκες στην εκλογή και παρουσίαση των θεμάτων.
Επί του προκειμένου θέματος ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζεται θεολογικά από πολλούς δυτικούς ερευνητές συνήθως ως γνήσιος Αντιοχειανός, αν και μετά από πρόσφατες έρευνες κατεβλήθη προσπάθεια να χαρακτηρισθεί ως Αλεξανδρινός. Αντίθετα οι περισσότεροι ερευνητές της ανατολικής σχολής κρίνουν πως δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο, διότι συνδυάζων τους δύο όρους — ένωση και συνάφεια — ακολουθεί δική του γραμμή «τή γάρ ενώσει και τη συναφεία έν εστιν ο Θεος Λόγος και ή σάρξ, ου συγχύσεως γενομένης τών ουσιών, αλλά ενώσεως άρρητον τινός και αφράστου». Στην Δ' οικουμενική σύνοδο της Χαλκηδόνος 451 το χωρίο αυτό μαζί με κείμενα άλλων πατέρων προσήχθη ως απόδειξη της ομοουσιότητος του Χριστού ταυτοχρόνως και με τον Πατέρα και με τους ανθρώπους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι παρότι ζούσε σε μια ταραγμένη και ετερόκλητη εποχή μπορεί να σημειώσει κανείς ότι πολλά μεταγενέστερα αντι-Γραφικά στοιχεία ενώ δεν γνωρίζει την τροπή που θα λάβουν, παίρνει σαφή θέση. Όπως την κατ’ ιδίαν εξομολόγηση σε ιερέα, την προσφώνηση της Παρθένου Μαρίας ως Θεοτόκου, την απόδοση τιμής στα λείψανα, τη διενέργεια θαυμάτων από εικόνες και άλλα όπως το πρωτείο του Πάπα και ο αριθμός των μυστηρίων.
Χρυσόστομος και Ελληνική Φιλοσοφία
Ο Ιερός Χρυσόστομος από την αρχή της συγγραφικής του δράσης μέχρι και το τέλος, είχε διασαφηνίσει τη στάση του απέναντι στην Ελληνική φιλοσοφία, σύροντας διαρκώς μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον τρόπο σκέψης των φιλοσόφων και της Εκκλησίας. Αυτό έγινε αναγκαίο αφενός διότι φιλοσοφικές θεωρίες ενεπλέκονταν με τα Εκκλησιαστικά δόγματα, δημιουργώντας αιρέσεις, αφετέρου διότι η Ελληνική φιλοσοφική σκέψη επηρέαζε πολλούς Χριστιανούς στον τρόπο ζωής, αφαιρώντας τη δυνατότητα να κερδίσουν τη "βασιλεία των ουρανών" όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Ουσιαστικά ο Χρυσόστομος δεν ασχολείται με το πρόβλημα της αξίας, της ωραιότητας ή της δυνάμεως της φιλοσοφίας, τα οποία σιωπηρώς δέχεται, αφού τη χρησιμοποιεί, αλλά με την ουσία της, που οδηγεί στην απώλεια. Ο ίδιος επίσης απορρίπτει ξεκάθαρα τις απόψεις των αρχαίων Ελλήνων περί Θεού, κόσμου, ανθρώπου και ηθικής, που είναι ξένες και ασυμβίβαστες με τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Εν τούτοις ο Χρυσόστομος επαινεί πολλές φορές φιλοσόφους όπως ο Σωκράτης και άλλους ελάσσονες φιλοσόφους όπως τον Θηβαίο Κράτη και τον Κυνικό Διογένη, όταν διαπιστώνει στη ζωή τους ηθική συμπεριφορά ή περιφρόνηση προς τα υλικά αγαθά, ποτέ όμως και για τις μεταφυσικές τους αντιλήψεις. Καυτηριάζει τον Πλάτωνα διότι κατά την άποψή του το πνεύμα του Έλληνα φιλοσόφου είναι φιλόυλο και αντικρούει τον Αριστοτέλη για το θέμα της προσιτότητος προς τον Θεό, αφού ο Θεός είναι απρόσιτος και ακατάληπτος.
Μερίδα σύγχρονων ερευνητών πιστεύει ότι γενικά οι Πατέρες της Εκκλησίας επεδίωξαν σύζευξη και εναρμόνιση χριστιανισμού και ελληνισμού. Ψάχνοντας χωρία που να το αποδεικνύουν, ανακαλύπτουν τον Χρυσόστομο να καταφάσκει τους φιλοσόφους και το έργο τους. Ο ίδιος λοιπόν είναι σαφές πως αρνείται το περιεχόμενο και τις ιδέες των Ελλήνων φιλοσόφων, όχι όμως και την ελληνική παιδεία σε ότι έχει να κάνει με την εκμάθηση της τέχνης του λόγου, της ρητορικής, των επιστημών και τον παραδειγματισμό από γεγονότα και πρόσωπα ποιητικών και άλλων κειμένων της αρχαιότητας.
Η αιτία που τηρεί αρνητική στάση έναντι της ελληνικής φιλοσοφίας έχει ριζική αφορμή, την οποίο εξηγεί στο υπόμνημά του στην Προς Ρωμαίους Επιστολή. Οι άνθρωποι έλαβαν από τον Θεό τη γνώση και την αλήθεια αλλά την κατακάλυψαν με ξύλα και λίθους, ώστε προήλθε ανατροπή. Αφορμή είναι η φράση του Απόστολου Παύλου "τὸ γνωστὸν τοῦ θεοῦ φανερὸν ἐστὶν ἐν αὐτοῖς..., το οποίο κατά τον Χρυσόστομο σημαίνει ότι ο Θεός φανέρωσε τον εαυτό του μέσω της κτίσεως και της αρμονίας της. Για την κατανόηση αυτή ο Θεός έδωσε "νοῦν καὶ διάνοιαν"», δυνάμεις που άνθρωποι δε χρησιμοποιούν προς σωτηρίαν, συνάμα δε τις έστρεψαν σε αντίθετη κατεύθυνση μέσω της φιλοσοφίας τους, μη αναγνωρίζοντας την κτίση και την αΐδια δύναμη και θειότητα.
Ο Ιερός Χρυσόστομος από την αρχή της συγγραφικής του δράσης μέχρι και το τέλος, είχε διασαφηνίσει τη στάση του απέναντι στην Ελληνική φιλοσοφία, σύροντας διαρκώς μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον τρόπο σκέψης των φιλοσόφων και της Εκκλησίας. Αυτό έγινε αναγκαίο αφενός διότι φιλοσοφικές θεωρίες ενεπλέκονταν με τα Εκκλησιαστικά δόγματα, δημιουργώντας αιρέσεις, αφετέρου διότι η Ελληνική φιλοσοφική σκέψη επηρέαζε πολλούς Χριστιανούς στον τρόπο ζωής, αφαιρώντας τη δυνατότητα να κερδίσουν τη "βασιλεία των ουρανών" όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Ουσιαστικά ο Χρυσόστομος δεν ασχολείται με το πρόβλημα της αξίας, της ωραιότητας ή της δυνάμεως της φιλοσοφίας, τα οποία σιωπηρώς δέχεται, αφού τη χρησιμοποιεί, αλλά με την ουσία της, που οδηγεί στην απώλεια. Ο ίδιος επίσης απορρίπτει ξεκάθαρα τις απόψεις των αρχαίων Ελλήνων περί Θεού, κόσμου, ανθρώπου και ηθικής, που είναι ξένες και ασυμβίβαστες με τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Εν τούτοις ο Χρυσόστομος επαινεί πολλές φορές φιλοσόφους όπως ο Σωκράτης και άλλους ελάσσονες φιλοσόφους όπως τον Θηβαίο Κράτη και τον Κυνικό Διογένη, όταν διαπιστώνει στη ζωή τους ηθική συμπεριφορά ή περιφρόνηση προς τα υλικά αγαθά, ποτέ όμως και για τις μεταφυσικές τους αντιλήψεις. Καυτηριάζει τον Πλάτωνα διότι κατά την άποψή του το πνεύμα του Έλληνα φιλοσόφου είναι φιλόυλο και αντικρούει τον Αριστοτέλη για το θέμα της προσιτότητος προς τον Θεό, αφού ο Θεός είναι απρόσιτος και ακατάληπτος.
Μερίδα σύγχρονων ερευνητών πιστεύει ότι γενικά οι Πατέρες της Εκκλησίας επεδίωξαν σύζευξη και εναρμόνιση χριστιανισμού και ελληνισμού. Ψάχνοντας χωρία που να το αποδεικνύουν, ανακαλύπτουν τον Χρυσόστομο να καταφάσκει τους φιλοσόφους και το έργο τους. Ο ίδιος λοιπόν είναι σαφές πως αρνείται το περιεχόμενο και τις ιδέες των Ελλήνων φιλοσόφων, όχι όμως και την ελληνική παιδεία σε ότι έχει να κάνει με την εκμάθηση της τέχνης του λόγου, της ρητορικής, των επιστημών και τον παραδειγματισμό από γεγονότα και πρόσωπα ποιητικών και άλλων κειμένων της αρχαιότητας.
Η αιτία που τηρεί αρνητική στάση έναντι της ελληνικής φιλοσοφίας έχει ριζική αφορμή, την οποίο εξηγεί στο υπόμνημά του στην Προς Ρωμαίους Επιστολή. Οι άνθρωποι έλαβαν από τον Θεό τη γνώση και την αλήθεια αλλά την κατακάλυψαν με ξύλα και λίθους, ώστε προήλθε ανατροπή. Αφορμή είναι η φράση του Απόστολου Παύλου "τὸ γνωστὸν τοῦ θεοῦ φανερὸν ἐστὶν ἐν αὐτοῖς..., το οποίο κατά τον Χρυσόστομο σημαίνει ότι ο Θεός φανέρωσε τον εαυτό του μέσω της κτίσεως και της αρμονίας της. Για την κατανόηση αυτή ο Θεός έδωσε "νοῦν καὶ διάνοιαν"», δυνάμεις που άνθρωποι δε χρησιμοποιούν προς σωτηρίαν, συνάμα δε τις έστρεψαν σε αντίθετη κατεύθυνση μέσω της φιλοσοφίας τους, μη αναγνωρίζοντας την κτίση και την αΐδια δύναμη και θειότητα.
Ηθικολογία στωικών
Μολονότι αυτές υπήρξαν οι απόψεις του Χρυσοστόμου για την Ελληνική φιλοσοφία γενικά και την παιδεία ειδικά, σ' ένα σύντομο κείμενο στο τέλος της ζωής του ανέπτυξε με βάση κυρίως πλατωνική και στωική ηθικολογία την ιδέα ότι τον ενάρετο και ηθικό δεν μπορεί κανείς να τον βλάψει, διότι τις αδικίες τις αντιμετωπίζει γενναία και τις εκμεταλλεύεται για την τελείωση του.
Δογματική διδασκαλία
Ο Χρυσόστομος έζησε σε μια εποχή που τα μεγάλα κινήματα αιρέσεων είχαν καταπολεμηθεί από τον Μέγα Βασίλειο, τον Μέγα Αθανάσιο, τον Γρηγόριο Θεολόγο, τον Γρηγόριο Νύσσης με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε ύφεση. Παρ' όλα αυτά το πνευματικό κλίμα της Αντιόχειας παρέμενε ιδιαίτερα διαφοροποιημένο από τις απόψεις της Α΄ Οικουμενικής συνόδου της Νίκαιας, της οποίας ακόλουθος και πιστός τηρητής υπήρξε ο Χρυσόστομος. Γι' αυτό τον λόγο δε θεολογεί τόσο όσο οι άλλοι Ιεράρχες περί Θεότητος και Τριαδικότητος, αφού θα λέγαμε πως ήταν απορροφημένος στα ποιμαντικά καθήκοντα της εποχής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κάνει σαφείς αναφορές, αφού αισθανόταν ενιαία τη Γραφή και την παράδοση.
Στα συγγράμματά του χρησιμοποιεί, για τον Χριστό, λιγότερο συχνά το σαφή συνοδικό όρο «Ομοούσιος» και προτιμά προσφιλείς στους ημιαρειανούς και Αντιοχειανούς όρους, όπως «όμοιος κατά πάντα ή «απαράλλακτο έχοντα» ή «όμοιος κατά την ουσία», προσπαθώντας να μην προκαλέσει νέες εντάσεις, μεγαλύτερη σύγχυση, προσελκύοντας τους κακόδοξους. Αυτές οι επιλογές δεν εκλαμβάνονται ως απόδειξη της μη αποδοχής του περί ομοουσιότητος, καθότι είναι σαφής στην ομιλία του Εις Ιωαννη «Τῇ γὰρ ἑνώσει καὶ τῇ συνάφειᾳ ἐν ἐστὶν ὁ Θεός, Λόγος καὶ Σάρξ...καὶ ἀφράστου», η οποία χρησιμοποιήθηκε στη Δ΄ Οικουμενική σύνοδο ως κείμενο δηλωτικό της ορθής υποστάσεως.
Η ανάγκη να προβεί σε αυτή τη θέση, εξηγείται από τις κακοδοξίες όχι μόνο Φιλοσόφων αλλά και κληρικών (Διόδωρος Ταρσού, Θεόδωρος Μοψουεστίας), περί της φύσεως του Χριστού. Υιοθετώντας χριστολογικές απόψεις του Μεγάλου Αθανασίου και Καππαδοκών θεολόγων υπερβαίνει το Αντιοχειανό κλίμα και ιδίως των κακοδοξούντων (Αρειανός, Απολλινάριος, Διόδωρος Ταρσού κλπ). Αναφέρει διαρκώς τον όρο «συνάφεια» και «ένωση» για τον ενσαρκωμένο Λόγο, ώστε να αποκλείει τροπή και σύγχυση. Η πρώτη σημαίνει ότι η θεία φύση τρέπεται σε ανθρώπινη και η δεύτερη ότι η ανθρώπινη χάνεται, απορροφάται από τη θεία, με την οποία και συγχέεται, αποκλείοντας τα άκρα δηλαδή ότι ο λόγος γίνεται άνθρωπος.
Ο Χρυσόστομος εμφανίζεται κάθετος και στο θέμα της «αναμαρτησίας» του Χριστού. Στην Εις Ρωμαίους ομιλία αναφέρει ότι η αναμαρτησία της προσληφθείσας από τον θείο Λόγο ανθρωπότητα, σκοπό είχε να παραμείνει αναμάρτητη και προοριζόταν να μείνει αναμάρτητη από τους πρωτόπλαστους, κάτι που τελικά απέτυχε να συμβεί. Τώρα όμως με την ενανθρώπηση και την ανάσταση του Κυρίου η σάρκα-ανθρωπότητα φτάνει στον σκοπό της στην αναμαρτησία και την αθανασία.
Η ελεύθερη προαίρεση και βούληση των ανθρώπων έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης διδασκαλίας και ανώτερης θεολογίας από τον Χρυσόστομο. Ο ίδιος λέει ότι μετά την πτώση ο Θεός δίδει ελεύθερη βούληση στα πλάσματά του, μια ιδιότητα η οποία προκύπτει όχι από τη σάρκα αλλά από την προαίρεση του ανθρώπου. Εφόσον η θέληση είναι αυτή που κινεί σε αμαρτία, τότε το σώμα δεν είναι από τη φύση του κακό.
Ο Χρυσόστομος έζησε σε μια εποχή που τα μεγάλα κινήματα αιρέσεων είχαν καταπολεμηθεί από τον Μέγα Βασίλειο, τον Μέγα Αθανάσιο, τον Γρηγόριο Θεολόγο, τον Γρηγόριο Νύσσης με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε ύφεση. Παρ' όλα αυτά το πνευματικό κλίμα της Αντιόχειας παρέμενε ιδιαίτερα διαφοροποιημένο από τις απόψεις της Α΄ Οικουμενικής συνόδου της Νίκαιας, της οποίας ακόλουθος και πιστός τηρητής υπήρξε ο Χρυσόστομος. Γι' αυτό τον λόγο δε θεολογεί τόσο όσο οι άλλοι Ιεράρχες περί Θεότητος και Τριαδικότητος, αφού θα λέγαμε πως ήταν απορροφημένος στα ποιμαντικά καθήκοντα της εποχής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κάνει σαφείς αναφορές, αφού αισθανόταν ενιαία τη Γραφή και την παράδοση.
Στα συγγράμματά του χρησιμοποιεί, για τον Χριστό, λιγότερο συχνά το σαφή συνοδικό όρο «Ομοούσιος» και προτιμά προσφιλείς στους ημιαρειανούς και Αντιοχειανούς όρους, όπως «όμοιος κατά πάντα ή «απαράλλακτο έχοντα» ή «όμοιος κατά την ουσία», προσπαθώντας να μην προκαλέσει νέες εντάσεις, μεγαλύτερη σύγχυση, προσελκύοντας τους κακόδοξους. Αυτές οι επιλογές δεν εκλαμβάνονται ως απόδειξη της μη αποδοχής του περί ομοουσιότητος, καθότι είναι σαφής στην ομιλία του Εις Ιωαννη «Τῇ γὰρ ἑνώσει καὶ τῇ συνάφειᾳ ἐν ἐστὶν ὁ Θεός, Λόγος καὶ Σάρξ...καὶ ἀφράστου», η οποία χρησιμοποιήθηκε στη Δ΄ Οικουμενική σύνοδο ως κείμενο δηλωτικό της ορθής υποστάσεως.
Η ανάγκη να προβεί σε αυτή τη θέση, εξηγείται από τις κακοδοξίες όχι μόνο Φιλοσόφων αλλά και κληρικών (Διόδωρος Ταρσού, Θεόδωρος Μοψουεστίας), περί της φύσεως του Χριστού. Υιοθετώντας χριστολογικές απόψεις του Μεγάλου Αθανασίου και Καππαδοκών θεολόγων υπερβαίνει το Αντιοχειανό κλίμα και ιδίως των κακοδοξούντων (Αρειανός, Απολλινάριος, Διόδωρος Ταρσού κλπ). Αναφέρει διαρκώς τον όρο «συνάφεια» και «ένωση» για τον ενσαρκωμένο Λόγο, ώστε να αποκλείει τροπή και σύγχυση. Η πρώτη σημαίνει ότι η θεία φύση τρέπεται σε ανθρώπινη και η δεύτερη ότι η ανθρώπινη χάνεται, απορροφάται από τη θεία, με την οποία και συγχέεται, αποκλείοντας τα άκρα δηλαδή ότι ο λόγος γίνεται άνθρωπος.
Ο Χρυσόστομος εμφανίζεται κάθετος και στο θέμα της «αναμαρτησίας» του Χριστού. Στην Εις Ρωμαίους ομιλία αναφέρει ότι η αναμαρτησία της προσληφθείσας από τον θείο Λόγο ανθρωπότητα, σκοπό είχε να παραμείνει αναμάρτητη και προοριζόταν να μείνει αναμάρτητη από τους πρωτόπλαστους, κάτι που τελικά απέτυχε να συμβεί. Τώρα όμως με την ενανθρώπηση και την ανάσταση του Κυρίου η σάρκα-ανθρωπότητα φτάνει στον σκοπό της στην αναμαρτησία και την αθανασία.
Η ελεύθερη προαίρεση και βούληση των ανθρώπων έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης διδασκαλίας και ανώτερης θεολογίας από τον Χρυσόστομο. Ο ίδιος λέει ότι μετά την πτώση ο Θεός δίδει ελεύθερη βούληση στα πλάσματά του, μια ιδιότητα η οποία προκύπτει όχι από τη σάρκα αλλά από την προαίρεση του ανθρώπου. Εφόσον η θέληση είναι αυτή που κινεί σε αμαρτία, τότε το σώμα δεν είναι από τη φύση του κακό.
Σύγχρονες δογματικές επιρροές
Οι ομιλίες και τα ζητήματα που πραγματεύτηκε ο Ιερός Χρυσόστομος σε δογματικό επίπεδο, υπήρξαν θέμα έντονης έρευνας και προβληματισμού από τη σύγχρονη θεολογία. Αυτό συμβαίνει διότι υπάρχουν κείμενα τα οποία διασώζονται (η αυθεντικότητα τους είναι επιβεβαιωμένη), και φαίνεται να εκφράζει απόψεις περί σχίσματος των εκκλησιών και πρωτείων των Αποστόλων. Επίσης όπως όλοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας είναι σαφής για τη φύση του προσώπου του Ιησού Χριστού.
Αυτό το οποίο τονίζει είναι ότι προέχει η ενότητα της πίστης και του δόγματος, διότι διαρκώς κινδυνεύει αυτή να διασπαστεί από κακοδοξίες. Η ένωση αυτή συντελείται από τη συμμετοχή όλων στη Θεία Ευχαριστία, και τη συμμετοχή όλων στον ίδιο «άρτο». Πρέπει, αναφέρει, όλα τα μέλη των κατά τόπους εκκλησιών, από τις Ινδίες μέχρι και τη Ρώμη να αισθάνονται «έν σώμα και πνεύμα» και ότι έχουν την ίδια πίστη και να μην ενδίδουν στις κακοδοξίες και τις αιρέσεις που διασπούν την αληθινή ταυτότητα της μίας και μοναδικής αληθινής εκκλησίας, διότι η αληθινή θεία χάρη υπάρχει «μόνο» όταν και όπου όλοι στηρίζονται στο αυτό «θεμέλιο» και αυτή «πίστη», όταν «δειχθώμεν πάντες μία πίστιν έχοντες». Η πίστη σε αίρεση και σαθρό δόγμα δεν μπορεί να μεταστραφεί προς νίκη της αιωνίου ζωής ακόμα και αν «μαρτυρίου αίμα» παραδοθεί, χαρακτηριστικά λέγει.
Το άλλο ζήτημα στο οποίο λαμβάνει θέση είναι το πρωτείο. Ο Χρυσόστομος αναφέρει σαφώς την υπεροχικότητα έναντι των υπολοίπων Αποστόλων λόγω πίστεως και πνευματικού επιπέδου του Αποστόλου Πέτρου. Είναι σαφής όμως και στα πιστεύω περί πρωτείου, σε σχέση με την έννοια που του αποδίδει η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, όπως αυτό εκφράζεται από τις ομιλίες του, αφού χαρακτηρίζει τους Αποστόλους «ομότιμους» και εξηγεί τη συμπεριφορά του Παύλου προς τον Πέτρο, όταν πρώτος τον επισκέπτεται στα Ιεροσόλυμα, λέγοντας ότι δεν είναι κατώτερος αλλά τουλάχιστον «ισότιμος». Ένα ακόμα στοιχείο που παραθέτει μιλώντας για τη μη ύπαρξη Πρωτείου είναι ότι όταν ο Χριστός ανέφερε ότι θα οικοδομήσει πάνω στον Πέτρο την Εκκλησία, το ανέφερε για την ομολογία του και όχι για το πρόσωπο. «Τώ γούν Πέτρω ειπών "μακάριος ει Σίμων Βάρ Ιωννά" και επαγειλάμενος τα θεμέλια της Εκκλησίας, επί της ομολογίας αυτού καταθήσεται». Τέλος σε ότι αφορά το Πρωτείο αναφέρει ότι οι Απόστολοι χειροτονήθηκαν άρχοντες της Οικουμένης και όχι ενός τόπου ή Έθνους και διερωτάται γιατί δεν «έλαβε» τον θρόνο των Ιεροσολύμων ο Πέτρος αλλά ο Ιάκωβος, εξηγώντας πως ο ίδιος εχρίσθη «της οικουμένης διδάσκαλος».
Το Κεκρυμμένο βάθος των γραφών
Αυτό που πάντα κηρύσσει και γι' αυτό τον λόγο διεξάγει μεγάλη συγγραφική προσπάθεια είναι ότι οι γραφές περιέχουν βάθος και αλήθειες οι οποίες είναι κρυμμένες πίσω από δηλωτικό των σημαινόμενων λέξεων. Αυτό όμως πάντα, σύμφωνα με τον Χρυσόστομο, γίνεται μέσω του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. Ο Χρυσόστομος ισχυριζόταν ότι η Παλαιά Διαθήκη αποτελούσε τον τύπο και όχι την αλήθεια, γι' αυτό τον λόγο έχουμε γραπτές εντολές, ενώ στην Καινή Διαθήκη έχουμε νόμο γραμμένο στις καρδιές των ανθρώπων, υπονοώντας ξεκάθαρα τη λειτουργία του Αγίου Πνεύματος ως «παρακλήτου» και βοηθού στην ερμηνεία του νόμου του Θεού.
Πιο συγκεκριμένα ο Χρυσόστομος εισάγει την έννοια «συγκατάβασις», δηλαδή ότι η γλώσσα και η γραφή δεν είναι ανάλογα προς τη φύση του Θεού, αλλά προς τα πεπερασμένα όρια του ανθρώπου. Έτσι εξηγεί την ποικιλία βιβλικών σχημάτων, την ανάγκη «θεοπρεπούς» κατανοήσεως αυτών, μέσω του κεκρυμμένου βάθους που περιέχεται σε λέξεις και φράσεις. Μάλιστα στην ομιλία Εις Τίτον φαίνεται, ότι η συγκατάβαση αυτή αποφασίζεται από τον Θεό, αλλά το σχήμα που θα λάβει έγκειται από τον συντάκτη και την «αδυναμία» των παραληπτών προς κατανόηση. Έτσι δίνει απάντηση σε όλους εκείνους που θεωρούσαν τη γλώσσα «μυθική», ότι δηλαδή δε ανταποκρίνεται σε αληθινά γεγονότα, ο ίδιος όμως απέκρουε κάθε παρόμοιο ισχυρισμό. Ο λόγος, που δινόταν αυτή η «συγκατάβαση» κατά τον Χρυσόστομο, συντελείται ένεκα της «Θείας Οικονομίας», που προϋποθέτει την αδυναμία του ανθρώπου να δεχθεί χωρίς προετοιμασία την αποκαλυπτόμενη αλήθεια, έτσι εξηγεί και την ασάφεια των «Κυριακων» λόγων, να δηλώσει στους Ιουδαίους την ισότητα προς τον πατέρα και δικαιολογεί τη μερικότητα της αποκαλυπτόμενης αλήθειας.
Ένας ακόμα από τους ισχυρισμούς του είναι, ότι οι Γραφές όχι μόνο είναι θεόπνευστες αφού το «χέρι του Θεού» καθοδηγεί τους συγγραφείς τους να γράψουν, αλλά και ότι τα βιβλικά χωρία, περιέχουν το απόλυτα αναγκαίο και κατεπείγον. Δηλαδή περιγράφουν τόσα από τη δράση του Κυρίου κι εξηγούν την αλήθεια τόσο, ώστε να δίνει αυτό που είναι απαραίτητο για τη σωτηρία των ψυχών. Ακόμα τονίζει ότι το «σημαίνον» δεν ταυτίζεται με το «σημαινόμενον», όπως η αναλυτική φιλοσοφία θέλει, αλλά το σημαίνον είναι στη θεολογία μόνο δηλωτικό της αλήθειας. Επίσης αναφέρει ότι η «λέξη» είναι σημαντική και δηλωτική της αλήθειας αλλά όχι περιεκτική, μιας και το βάθος της είναι ανεξάντλητο.
Αυτό που πάντα κηρύσσει και γι' αυτό τον λόγο διεξάγει μεγάλη συγγραφική προσπάθεια είναι ότι οι γραφές περιέχουν βάθος και αλήθειες οι οποίες είναι κρυμμένες πίσω από δηλωτικό των σημαινόμενων λέξεων. Αυτό όμως πάντα, σύμφωνα με τον Χρυσόστομο, γίνεται μέσω του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. Ο Χρυσόστομος ισχυριζόταν ότι η Παλαιά Διαθήκη αποτελούσε τον τύπο και όχι την αλήθεια, γι' αυτό τον λόγο έχουμε γραπτές εντολές, ενώ στην Καινή Διαθήκη έχουμε νόμο γραμμένο στις καρδιές των ανθρώπων, υπονοώντας ξεκάθαρα τη λειτουργία του Αγίου Πνεύματος ως «παρακλήτου» και βοηθού στην ερμηνεία του νόμου του Θεού.
Πιο συγκεκριμένα ο Χρυσόστομος εισάγει την έννοια «συγκατάβασις», δηλαδή ότι η γλώσσα και η γραφή δεν είναι ανάλογα προς τη φύση του Θεού, αλλά προς τα πεπερασμένα όρια του ανθρώπου. Έτσι εξηγεί την ποικιλία βιβλικών σχημάτων, την ανάγκη «θεοπρεπούς» κατανοήσεως αυτών, μέσω του κεκρυμμένου βάθους που περιέχεται σε λέξεις και φράσεις. Μάλιστα στην ομιλία Εις Τίτον φαίνεται, ότι η συγκατάβαση αυτή αποφασίζεται από τον Θεό, αλλά το σχήμα που θα λάβει έγκειται από τον συντάκτη και την «αδυναμία» των παραληπτών προς κατανόηση. Έτσι δίνει απάντηση σε όλους εκείνους που θεωρούσαν τη γλώσσα «μυθική», ότι δηλαδή δε ανταποκρίνεται σε αληθινά γεγονότα, ο ίδιος όμως απέκρουε κάθε παρόμοιο ισχυρισμό. Ο λόγος, που δινόταν αυτή η «συγκατάβαση» κατά τον Χρυσόστομο, συντελείται ένεκα της «Θείας Οικονομίας», που προϋποθέτει την αδυναμία του ανθρώπου να δεχθεί χωρίς προετοιμασία την αποκαλυπτόμενη αλήθεια, έτσι εξηγεί και την ασάφεια των «Κυριακων» λόγων, να δηλώσει στους Ιουδαίους την ισότητα προς τον πατέρα και δικαιολογεί τη μερικότητα της αποκαλυπτόμενης αλήθειας.
Ένας ακόμα από τους ισχυρισμούς του είναι, ότι οι Γραφές όχι μόνο είναι θεόπνευστες αφού το «χέρι του Θεού» καθοδηγεί τους συγγραφείς τους να γράψουν, αλλά και ότι τα βιβλικά χωρία, περιέχουν το απόλυτα αναγκαίο και κατεπείγον. Δηλαδή περιγράφουν τόσα από τη δράση του Κυρίου κι εξηγούν την αλήθεια τόσο, ώστε να δίνει αυτό που είναι απαραίτητο για τη σωτηρία των ψυχών. Ακόμα τονίζει ότι το «σημαίνον» δεν ταυτίζεται με το «σημαινόμενον», όπως η αναλυτική φιλοσοφία θέλει, αλλά το σημαίνον είναι στη θεολογία μόνο δηλωτικό της αλήθειας. Επίσης αναφέρει ότι η «λέξη» είναι σημαντική και δηλωτική της αλήθειας αλλά όχι περιεκτική, μιας και το βάθος της είναι ανεξάντλητο.
Ηθική κατά Χρυσόστομο
Ο στόχος του ήταν να οικοδομήσει νέα θεμέλια στη ζωή των Χριστιανών και εί δυνατόν και σε ευρύτερες ομάδες κατοίκων. Αντιλαμβανόταν την ανάγκη για μια αναμορφωτική προσπάθεια που θα επέφερε ηθική ανύψωση. Η αναμόρφωση της κοινωνίας και η οικοδόμηση της πάνω στο ευαγγέλιο προϋποθέτουν καταπολέμηση φαινομένων ακολασίας κι κοινωνικοοικονομικής αδικίας. Η ασέλγεια, ο γυμνισμός, η εκπόρνευση στα θέατρα και η παντός είδους εκμετάλλευση έπρεπε να παραμερισθούν. Αυτό ήταν δυνατό να γίνει αν αποφάσιζαν οι άνθρωποι να ζήσουν διαφορετικά. Αυτής της αλλαγής φορέας προσπάθησε να γίνει και ο Χρυσόστομος δίδοντας τα θεσμικά θεμέλια. Γι' αυτό μολονότι περισσότερο από κάθε τι, ενδιαφέρεται και μιλάει για τα ζητήματα ήθους και ηθικής, δεν αποβαίνει ηθικολόγος και ηθικιστής. Έτσι αποβαίνει ο κατεξοχήν θεολόγος του καθημερινού βίου του πιστού. Η ευρεία έκλυση των ηθών, η κοινωνική αδικία την εποχής βρίσκουν κατά Χρυσόστομο ένα ισχυρό αντίποδα, την οσιακή - ασκητική ζωή, ενώ τονίζει πως η προέλευση του κακού οφείλεται στο φρόνημα της σαρκός και στην προς το κακό κίνηση της προαιρέσεως - βουλήσεως και όχι στην ουσία - υπόσταση καθεαυτήν του ανθρώπου.
Ενδεικτικό της ηθικής της Εκκλησίας, που φορέας της υπήρξε ο Χρυσόστομος και που θα ήθελε να εφαρμοστεί, είναι τα πιστεύω του περί γάμου, εγκρατείας και παρθενίας. Πίστευε ότι οι πιστοί θα θεμελιωθούν πράγματι στους κόλπους της εκκλησίας αν εγκαταλείψουν τις υπάρχουσες θεσμοθετημένες μορφές κοινωνικής ζωής. Προσπάθησε μέσα από τον γάμο και την ηθικοοικονομική του διδασκαλία να ανυψώσει το επίπεδο της ηθικής ζωής από το επίπεδο των εθνικών στο χριστιανικό επίπεδο, μέσω ενάρετου βίου στα πλαίσια της οικογένειας και του μοναχισμού. Εξ ου και χαρακτηρίζει την παρθενία «αγγελικό» βίο, αλλά από την άλλη λέγει πως ο έγγαμος βίος είναι κάτι δυσκολότερο και περιέχει μεγαλύτερο «μισθό». Ο γάμος πληροφορεί ότι είναι το αντίδοτο στα πάθη και την πορνεία, ενώ στην εγκράτεια βρίσκεται η λύση της αποκοπής των κακών προαιρέσεων.
Το επίπεδο που θέτει τον πήχη ο Χρυσόστομος φαίνεται καθαρά από την ενστέρνηση του «Κυριακού» λόγου, ότι παρθενία δεν είναι μόνο η μη συνεύρεση αλλά ακόμα και η σκέψη μπορεί να χαρακτηρηστεί «συνουσία». Δηλαδή η παρθενία δεν περιορίζεται μόνο σε σαρκική μίξη. Χαρακτηριστικό της ευαισθησίας του είναι τα κηρύγματα περί ελεημοσύνης, στα οποία αναφέρει ξεκάθαρα ότι οι άσπλαχνοι και ανελεήμονες δεν θα δουν τη «βασιλεία των ουρανών» καθότι και αυτοί με βάση την ευαγγελική περικοπή, δε θα ελεηθούν. Ένα ακόμα θέμα το οποίο έθετε ήταν η ισότητα των φύλων. Θεωρούσε εσφαλμένη την αντίληψη ανωτερότητας του ανδρικού φύλου, χρησιμοποιώντας όρους όπως «ισότητα», «ομότιμος», «εκ της ουσίας». Πάντα όμως τόνιζε τη διαφορά των ρόλων ένεκα της ειρηνικής συμβίωσης τους.
Ο στόχος του ήταν να οικοδομήσει νέα θεμέλια στη ζωή των Χριστιανών και εί δυνατόν και σε ευρύτερες ομάδες κατοίκων. Αντιλαμβανόταν την ανάγκη για μια αναμορφωτική προσπάθεια που θα επέφερε ηθική ανύψωση. Η αναμόρφωση της κοινωνίας και η οικοδόμηση της πάνω στο ευαγγέλιο προϋποθέτουν καταπολέμηση φαινομένων ακολασίας κι κοινωνικοοικονομικής αδικίας. Η ασέλγεια, ο γυμνισμός, η εκπόρνευση στα θέατρα και η παντός είδους εκμετάλλευση έπρεπε να παραμερισθούν. Αυτό ήταν δυνατό να γίνει αν αποφάσιζαν οι άνθρωποι να ζήσουν διαφορετικά. Αυτής της αλλαγής φορέας προσπάθησε να γίνει και ο Χρυσόστομος δίδοντας τα θεσμικά θεμέλια. Γι' αυτό μολονότι περισσότερο από κάθε τι, ενδιαφέρεται και μιλάει για τα ζητήματα ήθους και ηθικής, δεν αποβαίνει ηθικολόγος και ηθικιστής. Έτσι αποβαίνει ο κατεξοχήν θεολόγος του καθημερινού βίου του πιστού. Η ευρεία έκλυση των ηθών, η κοινωνική αδικία την εποχής βρίσκουν κατά Χρυσόστομο ένα ισχυρό αντίποδα, την οσιακή - ασκητική ζωή, ενώ τονίζει πως η προέλευση του κακού οφείλεται στο φρόνημα της σαρκός και στην προς το κακό κίνηση της προαιρέσεως - βουλήσεως και όχι στην ουσία - υπόσταση καθεαυτήν του ανθρώπου.
Ενδεικτικό της ηθικής της Εκκλησίας, που φορέας της υπήρξε ο Χρυσόστομος και που θα ήθελε να εφαρμοστεί, είναι τα πιστεύω του περί γάμου, εγκρατείας και παρθενίας. Πίστευε ότι οι πιστοί θα θεμελιωθούν πράγματι στους κόλπους της εκκλησίας αν εγκαταλείψουν τις υπάρχουσες θεσμοθετημένες μορφές κοινωνικής ζωής. Προσπάθησε μέσα από τον γάμο και την ηθικοοικονομική του διδασκαλία να ανυψώσει το επίπεδο της ηθικής ζωής από το επίπεδο των εθνικών στο χριστιανικό επίπεδο, μέσω ενάρετου βίου στα πλαίσια της οικογένειας και του μοναχισμού. Εξ ου και χαρακτηρίζει την παρθενία «αγγελικό» βίο, αλλά από την άλλη λέγει πως ο έγγαμος βίος είναι κάτι δυσκολότερο και περιέχει μεγαλύτερο «μισθό». Ο γάμος πληροφορεί ότι είναι το αντίδοτο στα πάθη και την πορνεία, ενώ στην εγκράτεια βρίσκεται η λύση της αποκοπής των κακών προαιρέσεων.
Το επίπεδο που θέτει τον πήχη ο Χρυσόστομος φαίνεται καθαρά από την ενστέρνηση του «Κυριακού» λόγου, ότι παρθενία δεν είναι μόνο η μη συνεύρεση αλλά ακόμα και η σκέψη μπορεί να χαρακτηρηστεί «συνουσία». Δηλαδή η παρθενία δεν περιορίζεται μόνο σε σαρκική μίξη. Χαρακτηριστικό της ευαισθησίας του είναι τα κηρύγματα περί ελεημοσύνης, στα οποία αναφέρει ξεκάθαρα ότι οι άσπλαχνοι και ανελεήμονες δεν θα δουν τη «βασιλεία των ουρανών» καθότι και αυτοί με βάση την ευαγγελική περικοπή, δε θα ελεηθούν. Ένα ακόμα θέμα το οποίο έθετε ήταν η ισότητα των φύλων. Θεωρούσε εσφαλμένη την αντίληψη ανωτερότητας του ανδρικού φύλου, χρησιμοποιώντας όρους όπως «ισότητα», «ομότιμος», «εκ της ουσίας». Πάντα όμως τόνιζε τη διαφορά των ρόλων ένεκα της ειρηνικής συμβίωσης τους.
Κατά Ιουδαίων- Οι λόγοι
Η κριτική του Χρυσοστόμου κατά των Ιουδαίων, προκάλεσε έντονη αντίδραση σε μερίδα συγγραφέων, ο οποίοι τον θεωρούσαν σκληρό αντισημίτη. Βέβαια ο Χρυσόστομος συνεχίζει μια παράδοση από αρχής του Χριστιανισμού, με επιθέσεις κατά των Ιουδαίων με κυριότερους εκφραστές τον Ιουστίνο, Απελλή, Τερτυλλιανό, τον Μεγάλο Αθανάσιο και τους Καππαδόκες ιεράρχες. Ο Χρυσόστομος αναφέρεται κατά των Ιουδαίων σε 8 ομιλίες του και καταφέρεται σε βάρος τους με σκληρές εκφράσεις και ασκεί έντονη κριτική των τελετών, των εθίμων και του λατρευτικής τους ακολουθίας.
Η κριτική αυτή θεωρείται εφάμιλλη σε σκληρότητα με τη συμπεριφορά των προφητών και του Χριστού κατά των Ιουδαίων και ο Χρυσόστομος έχει κατηγορηθεί για εκφράσεις κατά των Ιουδαίων όπως "οχιές", "δαίμονες", "σκυλιά", και παραλληλισμούς των συναγωγών με "πορνεία".
Στην πραγματικότητα, ο Χρυσόστομος το δηλώνει, ότι υπενθυμίζει τις κρίσεις κατά του Ισραήλ από τον προφήτη Ιερεμία («ὄψις πόρνης ἐγένετό σοι, ἀπηναισχύντησας πρὸς πάντας», Ιερ. 3,3) ο οποίος, μιλώντας για την πνευματική πορνεία του λαού του θεού, τους καλεί ταυτόχρονα σε μετάνοια για τις ειδωλολατρικές εκτροπές τους: «Ἀπό προφήτου παράγω τὴν μαρτυρίαν· Οὐκ εισὶν Ἰουδαῖοι τῶν προφητῶν ἀξιοπιστότεροι. Τὶ οὖν ὁ προφήτης φησίν; Ὄψις πόρνης ἐγένετό σοι, ἀπηναισχύντησας πρὸς πάντας». Και συνεχίζει: :«Ἔνθα δὲ πόρνη ἔστηκεν, πορνεῖον ἔστιν ὁ τόπος· μᾶλλον δὲ οὐχί πορνεῖον καὶ θέατρον μόνον ἐστὶν ἡ συναγωγή». Βεβαίως γνωρίζει ότι κάποιοι εναντιώνονται στα λόγια του, και γι αυτό επιχειρηματολογεί λέγοντας πως, αν όσα λέει είναι δικά του λόγια, ας τον κρίνουν, όμως δεν είναι δικά του: «Εἰ μὲν γὰρ οἴκοθεν ἀποφαίνομαι, κατάγνωθι, εἰ δὲ τοῦ προφήτου λέγω τὰ ῥήματα, δέξαι τὴν ἀπόφασιν». Χαρακτηριστικοί επίσης είναι οι λόγοι του Ιησού Χριστού που χρησιμοποιεί ο Χρυσόστομος, ο οποίος αποκαλούσε τους ομοεθνείς του «γεννήματα ἐχιδνών (οχιών)» και «κύνες (σκύλους)».
Οι λόγοι που οδήγησαν τον ιερό Χρυσόστομο και τους άλλους ιεράρχες να ασκήσουν τόσο σκληρή κριτική κατά των Ιουδαίων, αφορά την έντονη προσπάθεια εναγκαλισμού σε επίπεδο λατρευτικό - θρησκευτικό, που θεωρούσε ότι είχε στόχο προσηλυτιστικό και τελικά οδηγούσε στην απομάκρυνση από τον αληθινό Θεό και το σωτήριο μήνυμα του Χριστού. Παρατηρούμε στις ομιλίες του, ότι σημαντικός λόγος κριτικής για τον Χρυσόστομο, αποβαίνουν οι εορτές των Ιουδαίων, στις οποίες συμπαρέσυραν και τους Χριστιανούς να τελούν, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να διαχωρίσουν τη μεγάλη αντίθεση του μηνύματος των δυο θρησκειών. Άλλος λόγος κριτικής ήταν ο πλάγιος τρόπος που πολλές φορές χρησιμοποιούσαν για να προσελκύσουν Χριστιανούς. Οι Ιουδαίοι στην Αντιόχεια είχαν μεγάλη δύναμη, η οποία ήταν απόρροια της οικονομικής δύναμης αλλά και της εισχώρησης σε κρατικούς μηχανισμούς της Αυτοκρατορίας. Κατείχαν πολλές θέσεις δικαστών και δίκαζαν υποθέσεις χριστιανών, οι οποίοι για να μην πέφτουν θύματα αδικιών, υπέκυπταν στις διαθέσεις των Ιουδαίων με αποτέλεσμα να ρυθμίζουν και τη θρησκευτική έκφανση της ζωής τους.
Ο κυριότερος λόγος όμως αντίθεσής του με τους Ιουδαίους, είναι ερμηνεία της θείας οικονομίας, δηλαδή το κατά πόσον οι γραφές εκπληρώνονται στην ύπαρξη του Ιησού Χριστού. Κρίνει ο Χρυσόστομος ότι αυτή εκπληρώνεται στο πρόσωπο του Χριστού και άρα αυτοί είναι παραβάτες της θείας οικονομίας και εκτός χάριτος του Θεού. Μάλιστα επισημαίνει ότι τα ίδια έπραξαν και με τους προφήτες που απέκτειναν ενώ ήταν απεσταλμένοι Θεού κατά τον Κυριακό λόγο. Επίσης είναι γεγονός ότι οι Ιουδαίοι συνέπραξαν στους μεγάλους διωγμούς των Χριστιανών τους πρώτους αιώνες της εκκλησιαστικής ζωής τους και έτσι γίνεται αντιληπτό ότι οι Χριστιανοί είχαν βιώσει δύσκολες καταστάσεις από τους Ιουδαίους και η φήμη των διωκτών των Χριστιανών ακόμα παρέμενε.
Στην πραγματικότητα ο Χρυσόστομος «εξεφώνησε κατά των Ιουδαίων πέντε λόγους...όχι από αντιπάθεια προς τον ιουδαϊσμό, αλλά επειδή οι Ιουδαίοι μαζί με τους Εθνικούς επιδρούσαν επί των Ελλήνων χριστιανών της Αντιόχειας. Ήταν καθήκον του ιερού Χρυσοστόμου ν' αποκρούσει τις επιδράσεις αυτές»
Συμπεράσματα
Για το γεγονός όμως της χρήσης αποσπασμάτων από τις ομιλίες του για άλλους σκοπούς δεν ευθύνεται ο Χρυσόστομος. Καταρχάς οι ομιλίες αυτές δεν ήταν στην πραγματικότητα κατά των Εβραίων, αλλά κατά των ιουδαϊζόντων χριστιανών οι οποίοι είχαν παρασυρθεί σε σημείο που να συμμετέχουν σε εορτασμούς στις συναγωγέ. Επίσης, είχαν θρησκευτικό-τυπολογικό περιεχόμενο και όχι φυλετικό-ρατσιστικό ενώ, επιπλέον, ο Χρυσόστομος «δεν συνιστούσε το μίσος και την προσωπική αποστροφή» και άρα «δεν διαπνεόταν από κανένα είδος αντισημιτισμού, όπως τον κατηγορούν». Μιλάει, «όχι διότι έχει προγραμματική ιδεολογική αντίθεση προς τους ιουδαίους, άλλα μόλις προκύπτει το ποιμαντικό πρόβλημα στο γεγονός που δείχνει ότι αιτία των Ομιλιών του δεν είναι ο αντισημιτισμός».
Παρά το γεγονός ότι ο Χρυσόστομος αναφερόταν με αυτόν τον τρόπο στους Εβραίους επίσης δεν συνάγεται ότι τους μισούσε, αλλά χρησιμοποιούσε ενα ρητορικό σχήμα της εποχής, το λεγόμενο ψόγο, που σε καθε περίπτωση ήταν διαδεδομένος. Με την προσεκτική μελέτη των κειμένων του Χρυσοστόμου, γίνεται αντιληπτό ότι η επιθετική αυτή συμπεριφορά έχει να κάνει όχι με κάποια εγκατεστημένη ιδεοληψία του Χρυσοστόμου, αλλά με τον κατεξοχήν στόχο που θέτει ο . Τη σωτηρία του ανθρώπου. Έτσι στο Κατά Ιουδαίων γίνεται εμφανές ότι μιλά με τέτοιο τρόπο για να προστατέψει. Οι σκληρές εκφράσεις όπως άθλιοι, δείλαιοι, άρπαγες, πλεονέκτες έχει να κάνει με τη συμπεριφορά απέναντι στον Χριστό ο οποίος τους αποκαλύφθηκε και αυτοί του συμπεριφέρθηκαν τον γνωστό τρόπο. Και αναρωτιέται: «τι αθλιότερον τούτου;».
Όμως «ποτέ δεν συνέστησε στους Χριστιανούς να μη συναλλάσσονται ή να μη χαιρετούν τους Ιουδαίους. Πολύ περισσότερο δεν συνέστησε να τους μισούν ή να τους καταδιώκουν. Αυτό που ζητούσε και συνιστούσε μόνο ήταν να μη συμμερίζονται τη θρησκευτική ζωή τους». Επίσης είναι αληθές ότι κατά γενική ομολογία η γλώσσα του Χρυσοστόμου ήταν σκληρή αντίστοιχα και για τους Αρειανούς, τους ανομοίους, τους γνωστικούς αλλά και τους πλουσίους και άρχοντες που έκαναν έκλυτο, προκλητικό βίο, τους οποίους μάλιστα ονόμαζε "λύκους".
Κατ' αυτό τον τρόπο, οι Ιουδαίοι δεν φαίνεται να χρίζουν ειδικής «μεταχείρισης» όπως ισχυρίζονται κάποιοι συγγραφείς, αλλά σε κάθε ομάδα ή έτερη δογματική αντίληψη η οποία αντιτίθεται στον «νόμο του Θεού» δείχνει παρόμοια αντιμετώπιση. Άλλωστε είναι χαρακτηριστική η προσφώνηση του Γεωργίου Φλορόφσκι ως "προφήτη της καθολικής αγάπης". Είναι χαρακτηριστικό πως "όσοι μέμφονται τον Χρυσόστομο για αντιιουδαϊσμό και αντισημιτισμό αποφεύγουν να μελετήσουν τη θεολογική θεμελίωση των απόψεών του για τους Ιουδαίους. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε το χωρίο "Κατά Ιουδαίων Α΄ 1""... όπου αναφέρει:«Μηδέ θαυμάσητε, ει αθλίους εκάλεσα τους Ιουδαίους. Όντως γαρ άθλιοι και ταλαίπωροι, τοσαύτα από των ουρανών αγαθά εις τας χείρας αυτών ελθόντα απωσάμενοι και ρίψαντες μετά πολλής της σπουδής. Ανέτειλεν εκείνοις πρώιμος ο της δικαιοσύνης ήλιος, κακείνοι μεν απώσαντο την ακτίνα και εν σκότει κάθηνται...Εκείνοι της ρίζης της αγίας ήσαν κλάδοι, αλλ εξεκλάσθησαν. Εκείνοι τους προφήτας ανέγνωσαν εκ πρώτης ηλικίας και τον προφητευθέντα εσταύρωσαν...Δια τούτο άθλιοι, ότι τα πεμφθέντα αυτοίς αγαθά αρπαζόντωνν έτερων και προς εαυτούς επισπωμένων, αυτοί διεκρούσαντο».
Ο Χρυσόστομος υπερασπίστηκε δυναμικά τους χριστιανούς, και δεν ανεχόταν τον προσηλυτισμό από τους Ιουδαίους, απειλή που ήταν μεγαλύτερη εξαιτίας της ισχυρής εβραϊκής κοινότητας που υπήρχε την εποχή εκείνη στην Αντιόχεια. Γι' αυτό και ο λόγος του ήταν οξύς, σε αντίθεση με τα πιο ήπια κηρύγματα που έκανε στην Κων/πολη, όπου η απειλή για τους χριστιανούς ήταν μικρότερη.
Περί εξουσίας, αρχόντων και πλούτου
Το φαινόμενο της εξουσίας, πολιτικής - κοσμικής αλλά και ιερατικής, εξηγείται εύκολα στο πλαίσιο της όλης θεολογικής σκέψης του Χρυσοστόμου. Συνιστά και αυτή, όπως ο γάμος αποτέλεσμα της πτώσεως. Η εξουσία αποβαίνει πρόβλημα εφόσον προϋποθέτει άρχοντα, τον οποίο εκμαυλίζει η αίσθηση της υπεροχής, και αρχόμενο που δυσανασχετεί για την υποταγή του. Άρα πρόβλημα είναι όχι η αφηρημένη έννοια της υποταγής, αλλά ο άνθρωπος που έχει την ευθύνη να άρχει ή που οφείλει να υποτάσσεται. Σύμφωνα με τις γραπτές πηγές που διαθέτουμε, πιστεύει ότι η απομάκρυνση των πρωτοπλάστων από τον Θεό προκάλεσε την «πνευματική διάσπαση», «την εσωτερική αντινομία», που εκδηλώνεται μεταξύ ανθρώπων με αντιπαλότητα, διαμάχες και πολέμους. Η αντιπαλότητα οδηγεί στην επιβολή του ενός στον άλλο, διότι λησμονείται ένεκα της αμαρτίας, ότι οι άνθρωποι είναι όλοι ομότιμοι μεταξύ τους. Στο ίδιο ζήτημα επίσης τονίζει με κάθε τρόπο ότι η φυσική και θεία τάξη, στην οποία είναι θεμιτό το άρχειν και το άρχεσθαι, δεν αναιρεί την ομοτιμία μεταξύ των ανθρώπων. Το να υπακούει ο πολίτης τον πολιτικό άρχοντα ή ο διάκονος τον Πρεσβύτερο δεν σημαίνει ότι ενώπιον Θεού κάποιος είναι κατώτερος από τον άλλο.
Άρχοντες
Στα κοινωνικά ζητήματα ο Χρυσόστομος δεν είναι ποτέ αιθεροβάμων. Ενώ εξηγεί με επιχειρήματα, ότι το άρχειν και το άρχεσθαι αποτελεί θεία τάξη, γνωρίζει ότι πολλοί άρχοντες είναι ανάξιοι και μάλιστα τύραννοι. Κανένας εκκλησιαστικός συγγραφέας δεν μαστίγωσε τόσο πολύ τους παντός είδους ελλειμματικούς και τυραννικούς άρχοντες όσο ο Χρυσόστομος. Γι' αυτό τον λόγο ξεκαθαρίζει άμεσα ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του άρχειν, που είναι θέλημα Θεού, και της εκλογής, που ανήκει στην ευθύνη των ανθρώπων. Αρνείται ότι ο κάθε άρχοντας είναι «ελέω Θεού» και δεν «χειροτονείται» - εκλέγεται από τον Θεό, ο οποίος έθεσε μόνο την τάξην του άρχεσθαι.
Πλούτος και εργασία
Τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα στην Αντιόχεια και στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργούσαν πολλά διλήμματα στους Χριστιανούς. Αυτοί γνώριζαν γενικά ότι πρέπει να ζήσουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, που όμως απαιτούσε υπέρβαση των δομών της κοινωνίας και του τρόπου σκέψης της εποχής, κάτι που ήταν εξαιρετικά δύσκολο και προϋπέθετε βαθιά πίστη, τόλμη και γνώση. Η υπερτίμηση των υλικών αγαθών και ο ονειδισμός της εργασίας αποτελούσαν κυρίαρχη αντίληψη, σε μία πόλη 500.000 κατοίκων, που περιείχε 100.000 χριστιανούς, πολλοί από τους οποίους ήταν ευκατάστατοι. Μέλημά του ήταν να δείξει ότι η εργασία δεν είναι «όνειδος». Έτσι αναζητάει τον βαθύτερο λόγο της εργασίας και δίνει κίνητρα αναφέροντας ότι η εργασία όχι μόνο δεν είναι αρνητικό, δεν είναι όνειδος, αλλά είναι θετικό και συνιστά «νουθεσία», «σωφρονισμό» και «φάρμακο» για τα τραύματα που προκαλεί η αμαρτία. Αναφέρει ακόμα ως παράδειγμα τον Παύλο που εργαζόταν χειρωνακτικά ημέρα και νύχτα. Επίσης ο άνθρωπος αποφεύγει την αχρείωση του, καλλιεργεί πνευματικά τον εαυτό του και γίνεται χρήσιμος στο πλησίον του.
Τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα στην Αντιόχεια και στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργούσαν πολλά διλήμματα στους Χριστιανούς. Αυτοί γνώριζαν γενικά ότι πρέπει να ζήσουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, που όμως απαιτούσε υπέρβαση των δομών της κοινωνίας και του τρόπου σκέψης της εποχής, κάτι που ήταν εξαιρετικά δύσκολο και προϋπέθετε βαθιά πίστη, τόλμη και γνώση. Η υπερτίμηση των υλικών αγαθών και ο ονειδισμός της εργασίας αποτελούσαν κυρίαρχη αντίληψη, σε μία πόλη 500.000 κατοίκων, που περιείχε 100.000 χριστιανούς, πολλοί από τους οποίους ήταν ευκατάστατοι. Μέλημά του ήταν να δείξει ότι η εργασία δεν είναι «όνειδος». Έτσι αναζητάει τον βαθύτερο λόγο της εργασίας και δίνει κίνητρα αναφέροντας ότι η εργασία όχι μόνο δεν είναι αρνητικό, δεν είναι όνειδος, αλλά είναι θετικό και συνιστά «νουθεσία», «σωφρονισμό» και «φάρμακο» για τα τραύματα που προκαλεί η αμαρτία. Αναφέρει ακόμα ως παράδειγμα τον Παύλο που εργαζόταν χειρωνακτικά ημέρα και νύχτα. Επίσης ο άνθρωπος αποφεύγει την αχρείωση του, καλλιεργεί πνευματικά τον εαυτό του και γίνεται χρήσιμος στο πλησίον του.
Ο Χρυσόστομος υπερβαίνοντας οποιοδήποτε άλλον εκκλησιαστικό συγγραφέα, καινοτομεί, στην προσπάθεια για σωτηρία και των πλουσίων αλλά και την ανακούφιση των φτωχών. Θεωρεί ότι ο πλούτος είναι πράγμα άψυχο και άρα από τη φύση του ούτε κακό, ούτε καλό και τον τελικό χαρακτήρα δίνει ο άνθρωπος, που τα κατέχει με βάση τη χρήση τους. Σε άλλο χωρίο επιμένει ότι δεν είναι ο Θεός αυτός ο οποίος κάνει πλούσιο ή φτωχό ένα άνθρωπο[. Η γη του Θεού είναι εξίσου για όλους. Από αυτούς όμως κάποιοι κοπίασαν πολύ και απόκτησαν πλούτη, ενώ άλλοι έγιναν πλούσιοι με αδικίες και αρπαγές, άρα σύμφωνα με την κακή προαίρεσή τους ( που δεν μπορεί να είναι θέλημα Θεού ). Γι ' αυτό προχωράει ακόμα περισσότερο λέγοντας ότι ο άνθρωπος με πλούτη πρέπει να είναι ο διαχειριστής των αγαθών που κατέχει και όχι ο κάτοχος.
Οι απόψεις του Χρυσοστόμου όμως δεν εξαντλούνται εδώ. Ο κάτοχος των υλικών αγαθών και χρημάτων «δικαιούται» να χρησιμοποιεί από αυτά όσα χρειάζεται. Να τρώγει και να πίνει χωρίς υπερβολές, ώστε να μη φθάνει στην αμαρτία. Εάν δεν λειτουργήσει έτσι, σημαίνει ότι υποδουλώθηκε στα αγαθά του, με αποτέλεσμα να καταντήσουν γι' αυτόν τύραννος, τον οποίο αδυνατεί να ελευθερωθεί. Γίνεται δηλαδή υποχείριος των χρημάτων και αντιστρέφει τη θεϊκή τάξη, η οποία ορίζει τον άνθρωπο να ενδιαφέρεται πρώτιστα για τη «'βασιλεία του θεού'». Φτάνει δε σε σημείο να πει, ότι τελικά ο πραγματικός και χειρότερος ζητιάνος γίνεται ο πλούσιος, σε σχέση με τον φτωχό που διαρκώς ζητάει για την επιβίωση του.. Η κατακλείδα των επισημάνσεων του είναι ότι ο κατά κόσμον πλούσιος δεν είναι και ενώπιον Θεού. Ενώπιον Θεού πλούσιοι είναι οι ενάρετοι, διότι στην επόμενη ζωή το μόνο που μπορούν να πάρουν μαζί τους είναι οι καλές πράξεις και όχι τα υλικά αγαθά, και ότι οι πλούσιοι κατά κόσμον, θα κριθούν με αυστηρότερο κριτήριο από τον Θεό.
Χρυσοστομική παιδαγωγία
Ο Χρυσόστομος ως ένας εκ των Τριών Ιεραρχών θεωρείται από την ορθόδοξη εκκλησία ως προστάτης των γραμμάτων και παιδαγωγός. Η παιδαγωγική του άποψη περιλαμβάνεται στο παιδαγωγικό έργο του Χρυσοστόμου «Περί κενοδοξίας και όπως δει τους γονέας ανατρέφειν τα τέκνα». Σε αυτό το έργο, που αμφισβητείται η γνησιότητά του, χαρακτηρίζεται από πολλούς «ως η πρώτη συστηματική και πληρέστερη έκθεση για τη χριστιανική διαπαιδαγώγηση των νέων». Περιλαμβάνονται αρχές για την αγωγή των νέων και οδηγίες για τις ενδεδειγμένες μεθόδους διδασκαλίας.. Επίσης παρουσιάζονται τρόποι για την ιστόρηση των βιβλικών διηγήσεων στα παιδιά. Ανεξάρτητα από τις ελλείψεις και τις υπερβολές, η συγγραφή διακρίνεται για: α) Την ακρίβεια και τις ψυχολογικές και παιδαγωγικές παρατηρήσεις, β) την πολυμερή γνώση της παιδικής ψυχολογίας, γ) την ορθότητα με βάση το σημερινό πρότυπο των διδακτικών και παιδαγωγικών μεθόδων.
Οι απόψεις του
Η παιδεία είναι κατεξοχήν συναντησιακή σχέση αγάπης και κατ’επέκταση πράξη θάρρους, όπως συναντάται στη πραγματεία του παιδαγωγού Χρυσοστόμου. Αναφέρει «Της τέχνης ταύτης ουκ έστι άλλη μείζων τι γάρ ίσον του ρυθμίσαι ψυχήν και διαπλάσαι νέου διανοίαν», επίσης «Ουδέν γάρ ίδιον προς διδασκαλίαν επαγωγόν ως το φιλείν και φιλείσθαι». Η αγάπη για τον Χρυσόστομο είναι το βασικό γνώρισμα του παιδαγωγού. «Ας γινόμεθα λοιπόν στοργικοί προς τους μαθητές μας. Αυτό είναι η αρχή του δικού μας τρόπου ζωής, από γνώρισμα, δηλαδή το να μη φροντίζουμε μόνο για τα δικά μας πράγματα και τις υποθέσεις, αλλά και τα μέλη μας τα άρρωστα και να τα διορθώνουμε και να τα θεραπεύουμε αυτό είναι το μέγιστο της πίστεως». Η αγάπη κατά Χρυσόστομο δε, είναι το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Χριστιανισμού «Πολλά είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν τον Χριστιανισμό, σπουδαιότερο όμως και ανώτερο από όλα είναι η αγάπη και η ειρήνη μεταξύ των χριστιανών».
Η γνώμη του Ιερού Χρυσοστόμου για την αγωγή και παιδεία «εν Χριστώ» των νέων παρουσιάζεται πολύμορφη. Τον απασχόλησε ο σκοπός της αγωγής, η προσωπικότητα του παιδαγωγού, οι μέθοδοι διδασκαλίας, η ελκυστικότητα του μαθήματος, οι αντιληπτικές ικανότητες των μαθητών. Σημειώνει ότι ο μαθητής δεν πρέπει να δέχεται παθητικά την προσφερόμενη ύλη, αλλά να συμμετέχει ενεργητικά και να διατυπώνει απορίες και γνώμες. Αναγνωρίζει ότι η αγωγή στη νηπιακή ηλικία είναι πολύ αποτελεσματική για να εγγραφεί στην ψυχή αγαθές έξεις. «Αν τοίνυν άνωθεν και εκ πρώτης ηλικίας αυτή πήξωμεν καλούς, ου δεησόμεθα πολλών μετά ταύτα πόνων, αλλ’ η συνήθεια νόμος αυτοίς έσται λοιπόν» . Κάνει λόγο για τη λιτότητα και την αποφυγή καταχρήσεων ώστε να εξασφαλίζεται η ψυχοσωματική υγεία. Ομιλεί για την επίδραση της γυμναστικής, την επενέργεια της μουσικής. Υπογραμμίζει ότι ο παιδαγωγός πρέπει να έχει επιστημονικό οπλισμό και είναι ηθικά ακέραιος. Επιβάλλεται ο παιδαγωγός ν’ αποσκοπεί στη διαμόρφωση του παιδιού σε εικόνα Θεού και «το καθ’ ομοίωσιν αποδιδούς». Γι’ αυτό οι ιδιότητες του Θεού πρέπει να γίνουν κτήμα του παιδιού όπως είναι: η αγαθότητα, το αόργητο, το αμνησίκακο, το ευεργετικό, το φιλάνθρωπο. Η άσκηση της αγωγής να γίνεται έτσι ώστε ο παιδαγωγούμενος να διαπλαστεί «εις τέλειον Χριστιανόν και πραγματικόν φιλόσοφον». Μια τέτοια αγωγή αποβλέπει να καταστήσει τους νέους άξιους «της άνω πολιτείας» δηλαδή της βασιλείας των ουρανών. Για την απόλαυση «δε των επιγείων αγαθών απαιτείται να εμπνέουμε στα παιδιά τη χρηστότητα και την αρετή». Το κοινωνικό αγαθό της αγωγής για τον Ιερό Χρυσόστομο θεωρείται πρώτιστο μέλημα και με την ευρύτερη έννοια «παιδεία μετάληψις αγιότητός εστι» και «δια πάντων εις θεογνωσίαν κελεύων αγείν αυτούς» (τους παίδας) .
Η παιδεία είναι κατεξοχήν συναντησιακή σχέση αγάπης και κατ’επέκταση πράξη θάρρους, όπως συναντάται στη πραγματεία του παιδαγωγού Χρυσοστόμου. Αναφέρει «Της τέχνης ταύτης ουκ έστι άλλη μείζων τι γάρ ίσον του ρυθμίσαι ψυχήν και διαπλάσαι νέου διανοίαν», επίσης «Ουδέν γάρ ίδιον προς διδασκαλίαν επαγωγόν ως το φιλείν και φιλείσθαι». Η αγάπη για τον Χρυσόστομο είναι το βασικό γνώρισμα του παιδαγωγού. «Ας γινόμεθα λοιπόν στοργικοί προς τους μαθητές μας. Αυτό είναι η αρχή του δικού μας τρόπου ζωής, από γνώρισμα, δηλαδή το να μη φροντίζουμε μόνο για τα δικά μας πράγματα και τις υποθέσεις, αλλά και τα μέλη μας τα άρρωστα και να τα διορθώνουμε και να τα θεραπεύουμε αυτό είναι το μέγιστο της πίστεως». Η αγάπη κατά Χρυσόστομο δε, είναι το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Χριστιανισμού «Πολλά είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν τον Χριστιανισμό, σπουδαιότερο όμως και ανώτερο από όλα είναι η αγάπη και η ειρήνη μεταξύ των χριστιανών».
Η γνώμη του Ιερού Χρυσοστόμου για την αγωγή και παιδεία «εν Χριστώ» των νέων παρουσιάζεται πολύμορφη. Τον απασχόλησε ο σκοπός της αγωγής, η προσωπικότητα του παιδαγωγού, οι μέθοδοι διδασκαλίας, η ελκυστικότητα του μαθήματος, οι αντιληπτικές ικανότητες των μαθητών. Σημειώνει ότι ο μαθητής δεν πρέπει να δέχεται παθητικά την προσφερόμενη ύλη, αλλά να συμμετέχει ενεργητικά και να διατυπώνει απορίες και γνώμες. Αναγνωρίζει ότι η αγωγή στη νηπιακή ηλικία είναι πολύ αποτελεσματική για να εγγραφεί στην ψυχή αγαθές έξεις. «Αν τοίνυν άνωθεν και εκ πρώτης ηλικίας αυτή πήξωμεν καλούς, ου δεησόμεθα πολλών μετά ταύτα πόνων, αλλ’ η συνήθεια νόμος αυτοίς έσται λοιπόν» . Κάνει λόγο για τη λιτότητα και την αποφυγή καταχρήσεων ώστε να εξασφαλίζεται η ψυχοσωματική υγεία. Ομιλεί για την επίδραση της γυμναστικής, την επενέργεια της μουσικής. Υπογραμμίζει ότι ο παιδαγωγός πρέπει να έχει επιστημονικό οπλισμό και είναι ηθικά ακέραιος. Επιβάλλεται ο παιδαγωγός ν’ αποσκοπεί στη διαμόρφωση του παιδιού σε εικόνα Θεού και «το καθ’ ομοίωσιν αποδιδούς». Γι’ αυτό οι ιδιότητες του Θεού πρέπει να γίνουν κτήμα του παιδιού όπως είναι: η αγαθότητα, το αόργητο, το αμνησίκακο, το ευεργετικό, το φιλάνθρωπο. Η άσκηση της αγωγής να γίνεται έτσι ώστε ο παιδαγωγούμενος να διαπλαστεί «εις τέλειον Χριστιανόν και πραγματικόν φιλόσοφον». Μια τέτοια αγωγή αποβλέπει να καταστήσει τους νέους άξιους «της άνω πολιτείας» δηλαδή της βασιλείας των ουρανών. Για την απόλαυση «δε των επιγείων αγαθών απαιτείται να εμπνέουμε στα παιδιά τη χρηστότητα και την αρετή». Το κοινωνικό αγαθό της αγωγής για τον Ιερό Χρυσόστομο θεωρείται πρώτιστο μέλημα και με την ευρύτερη έννοια «παιδεία μετάληψις αγιότητός εστι» και «δια πάντων εις θεογνωσίαν κελεύων αγείν αυτούς» (τους παίδας) .
Η επιρροή του Χρυσοστόμου στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Από τους σημερινούς μελετητές ο Χρυσόστομος θεωρείται ως μια από τις σημαντικές προσωπικότητες που διαδραμάτισαν ρόλο στη διαμόρφωση των τεκταινομένων της εκκλησίας. Η δημοφιλία του στους κόλπους του απλού κλήρου και του λαού ήταν καταλυτικοί παράγοντες σε αυτή τη διαμόρφωση αλλά και οι σημαντικές καινοτομίες που προσέθεσε τόσο στη λειτουργική, όσο και στην ποιμαντική ζωή της Ανατολικής εκκλησίας δεν μπορούσαν να μη ληφθούν υπόψη αφού διευκόλυναν αρκετά τον λατρευτικό βίο αλλά και την ποιμαντική προσέγγιση του λαού. Κατά γενική ομολογία ο Χρυσόστομος διείδε τα οργανωτικά αδιέξοδα, αλλά και τους θεσμούς οι οποίοι υπήρξαν κατά τα πρωταποστολικά έτη πυρήνας και αιχμή του πνευματικού βίου της εκκλησίας και ως άνθρωπος με ιδιαίτερες επιτελικές ικανότητες διενήργησε αλλαγές δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε σημεία που επέφεραν νέα ώθηση στην εκκλησιαστικό βίο.
Από τους σημερινούς μελετητές ο Χρυσόστομος θεωρείται ως μια από τις σημαντικές προσωπικότητες που διαδραμάτισαν ρόλο στη διαμόρφωση των τεκταινομένων της εκκλησίας. Η δημοφιλία του στους κόλπους του απλού κλήρου και του λαού ήταν καταλυτικοί παράγοντες σε αυτή τη διαμόρφωση αλλά και οι σημαντικές καινοτομίες που προσέθεσε τόσο στη λειτουργική, όσο και στην ποιμαντική ζωή της Ανατολικής εκκλησίας δεν μπορούσαν να μη ληφθούν υπόψη αφού διευκόλυναν αρκετά τον λατρευτικό βίο αλλά και την ποιμαντική προσέγγιση του λαού. Κατά γενική ομολογία ο Χρυσόστομος διείδε τα οργανωτικά αδιέξοδα, αλλά και τους θεσμούς οι οποίοι υπήρξαν κατά τα πρωταποστολικά έτη πυρήνας και αιχμή του πνευματικού βίου της εκκλησίας και ως άνθρωπος με ιδιαίτερες επιτελικές ικανότητες διενήργησε αλλαγές δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε σημεία που επέφεραν νέα ώθηση στην εκκλησιαστικό βίο.
Το κορυφαίο γεγονός της πληρότητας και της ενότητας της πίστεως μεταξύ του πληρώματος της εκκλησίας, αναμφίβολα υπήρξε η λατρευτική αναφορά της Θείας Λειτουργίας η οποία κορυφωνόταν με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Ο Χρυσόστομος ήταν ο κύριος διαμορφωτής της Θεία Λειτουργίας, που στην εποχή του επεξεργάστηκε και εισήγαγε, με νέο τρόπο δόμησης στην Κωνσταντινούπολη και εν συνεχεία επεκράτησε σε όλη την Ανατολική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η σημαντικότητα αυτού του εγχειρήματος έγκειται στο ότι η απλοποίηση του Λατρευτικού γεγονότος των πιστών, απαλλάχτηκε από το παλαιότερο λατρευτικό κατεστημένο, που πέρα από την ανισομέρειά του γινόταν κουραστικό λόγω της διάρκειάς του. Έτσι χάρη σε αυτή την καινοτομία που εισήγαγε έκανε πιο κατανοητή τη Θεία Λειτουργία στους πιστούς με χαμηλότερο πνευματικό επίπεδο, ενώ έδωσε τη δυνατότητα στα νέα ή υποψήφια μέλη της εκκλησίας, να μπορούν ευκολότερα να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν το λατρευτικό γεγονός που αποτελούσε τον πυρήνα της πίστης της εκκλησίας.
Οργάνωση. Ο Χρυσόστομος αντιλήφθηκε από τον καιρό που ακόμα ζούσε στην Αντιόχεια, ότι η εκκλησία στην εποχή του είχε αμετακλήτως περάσει στο λεγόμενο Μητροπολιτικό σύστημα. Καίτοι ακόμα δεν είχε εφαρμοστεί πλήρως, σίγουρα η οργανωτική προσπάθεια που κατέβαλε άμα τη αφίξη του στην Κωνσταντινούπολη δείχνει την κατανόησή του για το πως έπρεπε να δομηθεί το εκκλησιαστικό σύστημα γα την ευρύτερη εξυπηρέτηση του ποιμνίου. Αυτή η οργανωτική προσπάθεια διαμορφώθηκε σε δυο επίπεδα. Στην οργάνωση του ανθρώπινου δυναμικού και την οργάνωση του ποιμαντικού έργου. Στην προσπάθεια για καλύτερη εξυπηρέτηση του ποιμνίου συντάσσει και οργανώνει το τάγμα των χηρών και των διακονισσών σε μια προσπάθεια ευρύτερης προσέγγισης του γυναικείου ποιμνίου το οποίο βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. Επίσης οργανώνει το ιερατικό σώμα με τέτοιο τρόπο ώστε οι ιερείς να γίνονται υπηρέτες του λαού και όχι έμμισθοι επαγγελματίες οι οποίοι έβλεπαν καθαρά με κοσμικό μάτι την οργάνωση της εκκλησίας. Βέβαια αυτή η οργάνωση δε θα μπορούσε, όπως και το ευρύ ιεραποστολικό έργο που διενήργησε, να θεωρηθεί κάτι καινοτόμο, όμως οι θεσμοί αυτοί είχαν ατονήσει ιδιαίτερα την εποχή που ανέλαβε ο Χρυσόστομος τον επισκοπικό θρόνο, με αποτέλεσμα να δώσει νέα ώθηση και να γίνει παράδειγμα και τύπος καθόλη τη βυζαντινή περίοδο η οργάνωση της εκκλησίας. Σε ότι αφορά το ποιμαντικό έργο, ο Χρυσόστομος οργάνωσε σε πιο τακτά χρονικά διαστήματα τη λατρεία της εκκλησίας, έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην ποίμανση μέσω των ομιλιών, οι οποίες είχαν διακοπεί κατά την περίοδο του Νεκταρίου. Θα λέγαμε πως ο Χρυσόστομος έδωσε νέο νόημα στην έννοια κατήχηση μέσω της χρήσης των ομιλιών που παραμένει μέχρι σήμερα πρότυπο ποιμαντικής διακονίας.
Το ζήτημα της μετανοίας. Η αντιμετώπιση που ο Χρυσόστομος εφήρμοσε σχετικά με τους αμαρτωλούς και την αμαρτία ήταν σαφής. Επίθεση και κατάκριση στην αμαρτία, επιείκεια στον άνθρωπο. Μάλιστα στις ομιλίες διενεργεί σημαντική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτή ήταν μια νέα καινοτομία η οποία κατά τους επικριτές του, αλλά και τους πιο αυστηρούς ζηλωτές, έδειχνε αδυναμία και υποχώρηση στα αποστολικά δεδομένα. Η πραγματικότητα όμως ήταν ότι αυτή η τακτική είχε σημαντικά αποτελέσματα καθώς μπόρεσε η εκκλησία να εισάγει στους κόλπους της αρκετούς ετερόδοξους οι οποίοι είχαν εισέλθει σε έτερα δόγματα, με αποτέλεσμα εν συνεχεία να γίνει θεσμός και να θεωρηθεί ως η ασφαλέστερη μέθοδος προσέγγισης για την εκκλησία. Οι υποστηρικτές του υπερασπίζοντάς τον, ανέφεραν πως κάθε εποχή έχει το δικό της τρόπο προσέγγισης με βάση τις διαμορφωμένες συνθήκες.
Η Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου
Η Θεία Λειτουργία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας που έχει επικρατήσει, είναι αυτή που φέρει το όνομα του Χρυσοστόμου με μερικές τροποποιήσεις. Τελείται κάθε Κυριακή και εορτή στις Εκκλησίες με εξαίρεση 2 φορές τον χρόνο που τελείται η Λειτουργία του Ιακώβου Αδελφοθέου, του Μεγάλου Βασιλείου και τις «προηγιασμένες».
Από αρχαία χειρόγραφα ο πάπυρος Barb.gr 360 προσγράφει στον Χρυσόστομο μόνο τις ευχές κατηχουμένου και την προσκομιδή, ενώ ο Σεβαστινιάνοφ 414 μ.Χ. και την «οπισθάμβωνον». Η σύγχρονη έρευνα όμως καταδεικνύει ότι μεγάλος αριθμός χωρίων και διατυπώσεων έχουν αντιστοιχία με γνήσια έργα του Χρυσοστόμου. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επενέβη προσθετικά στη Θεία Λειτουργία, για αυτό τον λόγο του αποδόθηκε αργότερα εξ ολοκλήρου. Η Λειτουργία αυτή άρχισε να επικρατεί από την εποχή που ο ίδιος έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, με αποτέλεσμα να εκτοπισθούν οι υπόλοιπες όπως του Μεγάλου Βασιλείου, που είχε και αυτή πυρήνα την Αποστολική Θεία Λειτουργία.
Υμνογραφία
Σύμφωνα με το στοιχείο που παραθέτει ο μαθητής του Χρυσοστόμου Θεοδώρητος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος καθιέρωσε στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως έναν ειδικό τύπο ψαλμωδίας, που τηρήθηκε σ' αυτή και μετά τον θάνατό του. Επίσης είναι γνωστό ότι το Κοντάκιο, ο τύπος που γνωρίζουμε ως ψαλμωδία στη Θεία Λειτουργία, έχει πρόδρομο του, τον Χρυσόστομο. Αρχικά ήταν κείμενο που απαγγελόταν εμμελώς και εν συνεχεία καθιερώθηκε με τον τύπο που σήμερα γνωρίζουμε.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι επίσης πολύ γνωστός για τις προσευχές τις οποίες συνέταξε. Σήμερα, εκτός της Θείας Λειτουργίας, διασώζονται πολλές προσευχές που χρησιμοποιούνται από την Ορθόδοξη εκκλησία σε πολλά τυπικά λατρευτικά γεγονότα, όπως στον Όρθρο, την αναστάσιμη Θεία Λειτουργία.
Η συνήθης απεικόνιση του Αγίου εμφανίζεται σε δύο μορφές. Είτε μεταξύ των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας και των Τριών Ιεραρχών, Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου που πολλές φορές μαζί τους παρευρίσκεται και ο Μέγας Αθανάσιος, στο εσωτερικό της κόγχης του Ιερού Βήματος, στην παράσταση μελισμού είτε σε κατ' ενώπιον απεικόνιση σε φορητές εικόνες.
Στην πρώτη περίπτωση, όπως και οι άλλοι Ιεράρχες, φέρει πλήρη Λειτουργική αμφίεση (στιχάριο, επιτραχήλιο, φαιλόνιο, ωμοφόριο και επιμάνικα). Είναι ελαφρώς στραμμένος προς το κέντρο της κόγχης, σε στάση δεήσεως, με ελαφρά κάμψη της κεφαλής. Στα χέρια κρατάει ειλητάριο, στο οποίο αναγράφονται αποσπάσματα από Λειτουργικές ευχές.
Στις κατ' ενώπιον εικόνες απεικονίζεται μετρίου αναστήματος, με λεπτό ασκητικό σώμα. Πρόσωπο ασκητικό, μάλλον γλυκό και ωραίο χρώμα. Επίσης εμφανίζεται στο αριστερό χέρι να κρατάει το Ευαγγέλιο και με το δεξί να ευλογεί.
Εορτή
Τιμάται ως Άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η λειτουργία που έγραψε και φέρει το όνομά του (Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου) τελείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάθε Κυριακή μέχρι και σήμερα, αλλά και σε καθολικές εκκλησίες όπως το εξαρχικό (ελληνόρυθμο) μοναστήρι της Παναγίας της Κρυπτοφέρρης κοντά στη Ρώμη.
Εορτάζεται: Από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις εξής ημέρες:13 Νοεμβρίου: μνήμη Ιωάννη του Χρυσοστόμου (η 14η Σεπτεμβρίου είναι η εορτή Υψώσεως του Σταυρού και έτσι η εορτή μετατέθηκε).
30 Ιανουαρίου: των Τριών Ιεραρχών, μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο
15 Δεκεμβρίου: χειροτονία του σε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
27 Ιανουαρίου: ανακομιδή των λειψάνων του το 438 από τον Πατριάρχη Πρόκλο
Τιμάται ως Άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η λειτουργία που έγραψε και φέρει το όνομά του (Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου) τελείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάθε Κυριακή μέχρι και σήμερα, αλλά και σε καθολικές εκκλησίες όπως το εξαρχικό (ελληνόρυθμο) μοναστήρι της Παναγίας της Κρυπτοφέρρης κοντά στη Ρώμη.
Εορτάζεται: Από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις εξής ημέρες:13 Νοεμβρίου: μνήμη Ιωάννη του Χρυσοστόμου (η 14η Σεπτεμβρίου είναι η εορτή Υψώσεως του Σταυρού και έτσι η εορτή μετατέθηκε).
30 Ιανουαρίου: των Τριών Ιεραρχών, μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο
15 Δεκεμβρίου: χειροτονία του σε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
27 Ιανουαρίου: ανακομιδή των λειψάνων του το 438 από τον Πατριάρχη Πρόκλο
26 Φεβρουαρίου: η χειροτονία του σε πρεσβύτερο.
Λείψανα
Τα λείψανά του βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την Άλωση του 1204. Μετά την πτώση της από τους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας, μεταφέρθηκαν στη Βενετία και αργότερα στη Ρώμη. Επιστράφηκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο 800 χρόνια μετά, στις 27 Νοεμβρίου 2004 από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄ και σήμερα βρίσκονται στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι.
Τμήμα οστού του αγίου στα Βασιλικά Ανάκτορα του Μονάχου.Η κάρα με αδιάφθορο το αριστερό αυτί βρίσκεται στη Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους. Μάλιστα το αριστερό αυτί του παραμένει αναλλοίωτο και η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι αυτό ήταν το αυτί που ο μαθητής του Χρυσοστόμου Πρόκλος έβλεπε τον Απόστολο Παύλο να υπαγορεύει την ερμηνεία των αποστολικών χωρίων και των Γραφών προς τον Χρυσόστομο.
Η δεξιά του βρίσκεται αδιάφθορη στη Μονή Φιλοθέου Αγίου Όρους.
Δύο τμήματα της αριστεράς του βρίσκονται στη Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους και ένα τμήμα της στη Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
Μεγάλο τεμάχιο κνήμης και τέσσερα άλλα τεμάχια βρίσκονται στη Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους.
Δάκτυλός του βρίσκεται στη Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους.
Αδιάφθορο μέρος του βρίσκεται στη Μονή Μεγάλου Μετεώρου.
Οστό του εκτίθεται στα Βασιλικά Ανάκτορα του Μονάχου.
Άλλα αποτμήματα του λειψάνου του βρίσκονται στις Μονές Ιβήρων Αγίου Όρους, Προυσού Ευρυτανίας και Κύκκου Κύπρου, καθώς και στη Λαύρα Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου